Δευτέρα, 18 Νοεμβρίου, 2024

H σκαλιστή κούπα

Μια φορά ήταν ένα νέος που ζούσε με τους γονείς του στο χωριό, πάνω στο βουνό. Πλούσιος δεν ήτανε, μόνο πάσχιζε να ζει από τη μικρή περιουσία του. Ράβδιζε τις ελιές του και έκανε το λάδι του, μάζευε κανένα χορταράκι, έκοβε λεμόνια από τη λεμονιά και ρόγδια από τη ρογδιά, μήλα από τη μηλιά, κάστανα από την καστανιά και καρύδια από την καρυδιά. Αυτές ήταν οι δουλειές του.
Κάποια φορά, Χριστούγεννα ήταν, είχε βγει στον αγκιναρόκηπο και παρατήρησε πως τα φύλλα μιας αγκινάρας είχαν κοψίματα και τρύπες, σαν να ήταν σκωροφαγωμένα. Tην επόμενη μέρα είδε πως το ίδιο είχε συμβεί και στις άλλες αγκινάρες, ενώ οι μαραθιές είχαν λυγίσει,σαν κάποιος να τσαλαπατούσε πάνω στα κλαδάκια τους.
Το άλλο πρωί ο νέος βρέθηκε πάλι στον κήπο και ήταν συλλογισμένος. Άρχισε να καθαρίζει το χώμα με τα χέρια του και να ξεριζώνει άγρια χορταράκια που είχαν φυτρώσει. Σε μια στιγμή βλέπει μια μεγάλη σκαλιστή* χοχλιδόκουπα και την έπιασε για να την πετάξει πέρα. Όπως την αναποδογύρισε, είδε μέσα ένα μικροσκοπικό πλασματάκι κουλουριασμένο, σαν να κοιμόταν. Τίναξε τη χοχλιδόκουπα και το μικροσκοπικό πλάσμα έπεσε καταγής. Αμέσως τότε άρχισε να μεγαλώνει, ώσπου έγινε ένας μικρός άνθρωπος που φορούσε κόκκινο σκουφί, πράσινο πουκάμισο και κόκκινα σαλβάρια.* Το παλλικάρι σάστισε:
-Τι είναι τούτο, πάλι; Αναρωτήθηκε φωναχτά.
Το μικρό ανθρωπάκι απάντησε:
-Είμαι ένα καλλικαντζάρι, δεν έχεις ξαναδεί καλλικαντζάρους του λόγου σου;
-Δεν έχω δει, μα εχω ακούσει για τις ζημιές και τις ζαβολιές σας, όσες μέρες βρίσκεστε πάνω στη Γη. Εσύ είσαι που τρως τα αγκιναρόφυλλα και τσακίζεις τα μάραθα;
-Πρέπει να παραδεχτώ πως ναι, εγώ είμαι.
-Και γιατί το κάνεις αυτό; Θες να σε πιάσω στα χέρια μου και να σε πετάξω πέρα, στου Χαϊρεντίν Χαμού το Ρέμα, για να μάθεις να μην πειράζεις το βιος των ανθρώπων;
Το Ρέμα του Χαϊρεντίν Χαμού όλοι το έτρεμαν, μ’ όλο που κανείς δεν το είχε δει. Λέγανε πως, πριν πολλά χρόνια, εκεί είχαν υποφέρει πολλά οι άνθρωποι από τα χέρια ενός σκλήρού τύραννου. Βρισκόταν σε μια άγρια λαγκαδιά, κοντά στο χωριό. Εκεί υπήρχαν ξωτικά, τελώνια και νεράιδες που έπαιρναν τη μιλιά των ανθρώπων. Ακόμα και το καλλικαντζάρι φοβήθηκε:
-Μην το κάνεις αυτό, σε παρακαλώ!
-Θέλεις και να σε λυπηθώ, έτσι; Για να πάθω κι άλλα; Εσύ μόνο ζημιές ξέρεις να κάνεις!
-Να σε ρωτήσω κάτι: θα ήθελες,για δυο μέρες μόνο, να έρθεις εσύ στη θέση μου και εγώ στη δική σου; Να δω εγώ πώς ζεις εσύ και εσύ να δεις πώς ζω εγώ;
– Με κοροϊδεύεις κι από πάνω! Ασφαλώς και δεν θέλω! Δεν μου χρειάζεται να γνωρίσω τη δική σου ζωή!
-Τότε δεν μπορείς να μιλάς για μένα. Αυτό να το θυμάσαι πάντα. Μπορούμε, όμως, να κάνουμε μια συμφωνία. Πρέπει να σου πω ότι, όσες μέρες βρίσκομαι εδώ, σπάει η μύτη μου από τις μυρουδιές που βγαίνουν από την κουζίνα σας. Εσύ, λοιπόν, θα μου φέρνεις κάθε μέρα λίγο φαγάκι και εγώ, πριν φύγω, θα σου αφήσω ένα δώρο, για να σε ξεπληρώσω.
To παλλικάρι συμφώνησε. Όσες μέρες ήταν ακόμα το καλλικαντζάρι πάνω στη Γη, ο νέος πήγαινε και του άφηνε φαγητό στον αγκιναρόκηπο. Από τότε το καλλικαντζάρι δεν ξαναπείραξε τις αγκινάρες, ούτε τις μαραθιές. Ήταν πολύ ευχαριστημένο με το φρεσκομαγειρεμένο φαγητό που του έφερνε ο νέος και πάντα τον ευχαριστούσε:
-Νόστιμο το φαγητό που μου φέρνεις! Γεια στα χέρια της μάνας σου, που το ετοίμασε!
Την παραμονή των Φώτων το καλλικαντζάρι ήταν λίγο συγκινημένο που θα αποχωριζόταν τον καινούριο φίλο του. Αλλά και το παλλικάρι ένιωθε έναν κόμπο στο στομάχι και δεν έβρισκε τι θα έπρεπε να πει. Τότε το καλλικαντζάρι του έδωσε τη χοχλιδόκουπα και του είπε:
“Μεσ’ στη σκαλιστή την κούπα νόστιμη να φτιάχνεις σούπα.
Και στου πιθαριού το λάδι να την έχεις για μετράδι!”
-Δηλαδή; Ρώτησε ο νέος.
-Κάνε ό, τι σου είπα, φίλε μου, και θα με θυμηθείς. Να μαγειρεύεις μέσα σε αυτή τη χοχλιδόκουπα για να τρως εσύ και οι δικοί σου. Και άμα θα χρειαστείς λάδι, να παίρνεις με αυτή τη χοχλιδόκουπα από το πιθάρι.
Ήρθαν τα Φώτα και ο παπάς του χωριού πέρασε με την αγιαστούρα του από δρόμους, σπίτια, αυλές, κήπους και μποστάνια, πηγές και ποτάμια. Ήρθαν και οι επόμενες μέρες.
΄Ένα πρωί που είχε τσουχτερό κρύο, ο νέος αποφάσισε να φτιάξει μια ζεστή σούπα, να στυλωθεί αυτός και οι γέροντες γονείς του. Θυμήθηκε τα λόγια του καλλικαντζαριού και είπε:
-Ας μαγειρέψω στη σκαλιστή χοχλιδόκουπα!
Έριξε μέσα μια στάλα νερό, δυο κόκκους αλεύρι και αλατοπίπερο, μια στάλα λάδι, ένα μικροσκοπικό κομματάκι κρεμμύδι, μια στάλα χυμό λεμονιού  και έβαλε τη χοχλιδόκουπα στην άκρη της χόβολης, πάνω στις στάχτες. Αμέσως έβρασε η σούπα και το παλλικάρι έπιασε τη χοχλιδόκουπα για να σερβίρει. Έριξε μια στάλα στο πρώτο πιάτο και είδε πως η χοχλιδόκουπα ήταν πάλι γεμάτη. Ρίχνει κι άλλο, το ίδιο. Συνέχισε να ρίχνει και η χοχλιδόκουπα δεν άδειαζε. Γεμίζει και τα άλλα δύο πιάτα και όλοι έφαγαν την πιο νόστιμη σούπα που είχαν γευτεί ποτέ.
Τότε ο νέος θέλησε να δοκιμάσει και με το λάδι. Πήγε στο πιθάρι και γέμισε τη χοχλιδόκουπα. Ύστερα άρχισε να ρίχνει από λίγο λάδι σε ένα μεγάλο μπουκάλι και η χοχλιδόκουπα δεν άδειαζε, μέχρι που γέμισε το μπουκάλι.
Λένε πως από τότε το παλληκάρι έζησε μια πλούσια ζωή και οι γονείς του δεν είχαν πια στερημένα γεράματα. Ο νέος έχτισε αποθήκες και αγόρασε πολλά πιθάρια, που ήταν πάντα γεμάτα λάδι. Από το λάδι αυτό αγόρασε μια μεγάλη περιουσία. Λένε, ακόμα, πως  έζησε με σοφία και χαρά. Ζήτησε από τα παιδιά του να αφήνουν στον παλιό αγκιναρόκηπο κάθε χρόνο, από τα Χριστούγεννα μέχρι την ημέρα των Φώτων, φρεσκομαγειρεμένο φαγητό για τα καλλικαντζάρια. Αυτό κάνουν, μέχρι σήμερα, και τα εγγόνια του.

(*Σκαλιστή χοχλιδόκουπα=η κούπα, το κέλυφος ενός “σκαλιστού χοχλιού” δηλαδή μεγάλου σαλιγκαριού με ανάγλυφες αυλακώσεις. Τους μικρότερους χοχλιούς που το κέλυφός τους δεν έχει ανάγλυφες αυλακώσεις τους λέμε λιανίδες, λιανιδοχολιούς
**Σαλβάρια= παντελόνια πολύ φαρδιά, τα οποία στενεύουν στο κάτω μέρος).


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα