Η ΠΟΛΙΣ ΕΑΛΩ στις 29 ΜΑΪΟΥ 1453
Η ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ
15 Μαρτίου 1453 φθάνει εις το Λουτρό Σφακίων, ο Armando, απεσταλμένος του αυτοκράτορα Κων/νου Παλαιολόγου, και συγγενής του άρχοντα της Βενετίας και ζητά βοήθεια από τον αρχηγό Σφακιών και άρχοντα του Σελίνου Μανούσο Καλλικράτη.
18 Μαρτίου 1453. Από την Ενετοκρατούμενη Κρήτη και το λιμένα της Σούδας, αποπλέουν πέντε πλοία, με τριακόσιους ναύτες – πολεμιστές έκαστο, σύνολο 1500 εθελοντές, που σπεύδουν προς βοήθεια της Βασιλεύουσας.
Aπό τα πέντε πλοία τα τρία είναι ιδιοκτησίας του Μανούσου Καλλικράτη. (Σημ: το χωριό δίνει το όνομα στο άτομο και όχι το άτομο στο χωριό – Γ.Μ. Μανουσέλης, Κανάκης Γερωνυμάκης και ο γράφων).
Στο πρώτο καπετάνιος ήταν ο ίδιος, στο δεύτερο καπετάνιος ήταν ο Γρηγόρης Βατσιανός – Μανάκης, εξ Ασκύφου, στο τρίτο καπετάνιος ήταν ο Πέτρος Κάρχας ή Γραμματικός (και τα δύο είναι προσωνύμια) από την Κυδωνία (Χανιά). Στο τέταρτο καπετάνιος ήταν ο Ανδρέας Μακρής του Γιαννίκου από το Ρέθυμνο. Στο πέμπτο καπετάνιος ήταν ο Παυλής Καματερός από την Κίσσαμο.
Οι πεντακόσιοι ναύτες-πολεμιστές προήρχοντο από την περιοχή του Ηρακλείου, οι λοιποί χίλιοι από το Ρέθυμνο και τα Χανιά.
Διέπλευσαν το Αιγαίο ειρηνικώς, στην Προποντίδα όμως (Προκονήσι) έδωσαν σκληρή δεκάωρη ναυμαχία με εξήντα πλοία του Μωάμεθ του Β΄.
Κατ’ αρχήν ο Τούρκος αρχηγός, έδωσε διαταγή να αιχμαλωτισθούν τα πλοία, αφού όμως μετά από δεκάωρη ναυμαχία δεν τα κατάφερε, με διερμηνέα προσπάθησε να πείσει τους Κρητικούς να παραδοθούν με την υπόσχεση να τους χαρίσει τη ζωή.
Η απάντηση των Κρητικών ήταν δύο βέλη. Το πρώτο φόνευσε τον διερμηνέα και το δεύτερο τύφλωσε τον αρχηγό. Τότε αυτός διέταξε να καούν τα πλοία των Κρητικών.
Με στρατήγημα του ογδοντάχρονου Μ. Καλλικράτη και θυσία του ιδίου, αφού παραπλάνησαν νύχτα τους Τούρκους, τρία πλοία με εννιακόσιους πολεμιστές, κατάφεραν και μπήκαν στον Κεράτιο κόλπο (Πόλη), όπου στις 2-4-1453 τους έγινε μεγάλη υποδοχή από τον Αυτοκράτορα. Οι Τούρκοι είχαν χάσει 10 πλοία και πάνω από 1000 άνδρες.
Εκατόν σαράντα από αυτούς που ήσαν τραυματίες, προσκομίσθηκαν στα νοσοκομεία της Πόλης. Από τους 760, στους μισούς ανετέθει, από τον Giovanni Giustigniani Longo, πρωτοστάτωρα, (αρχηγό των όπλων, αρχιστράτηγο) η φρούρηση του συγκροτήματος πύργων, Αλεξίου, Λέοντος και Βασιλείου και στους υπόλοιπους η φρούρηση της Ωραίας Πύλης κάτω απ’ τους πύργους. (Μπαχτσέ Καπουσί). (Απ’ αυτά σήμερα δεν σώζεται τίποτα).
Ο Giovanni Giustigniani Longo, διοργάνωσε το σύνολο της στρατιωτικής επιχείρησης ιδίοις εξόδοις και ο Αυτοκράτορας, εις ένδειξη αναγνώρισης των υπηρεσιών του, πέραν του διορισμού του ως αρχιστρατήγου, του υπεσχέθη την νήσο Λήμνο, υπό την προϋπόθεση βεβαίως, ότι η κατάστασης θα έληγε αισίως.
Διάφοροι μεταγενέστεροι, λόγω αντιπαλότητος Βενετίας-Γένοβας, εγωισμού, ζηλίας, μικρότητος, ανιστόρητοι, κ.λ.π., κακοπροαιρέτως και αδίκως, βρήκαν ευκαιρία και λόγω παραχωρήσεως της Λήμνου και λόγω αποχωρήσεως εκ του πεδίου της μάχης, μετά του σοβαρότατου τραυματισμού του, να του προσάψουν διάφορες αστείες κατηγορίες.
Κατά την άλωση η περισσότεροι των ξένων αρχηγών διεσώθησαν, καθ’ όσον οι Τούρκοι εστράφησαν προς την λαφυραγωγία, ενώ εκ των δικών μας διεσώθη μόνον ο Λ. Νοταράς, ο οποίος εις την συνέχεια αποκεφαλίσθει.
Ακριβώς απέναντι από την πύλη του Ρωμανού, εις τα χερσαία τείχη, είχε στήσει ο Μωάμεθ Β΄ την σκηνή του. Εδώ ήταν και το πλέον επίφοβο και επικίνδυνο σημείο δι’ αυτό και το υπερασπιζόταν ο ίδιος ο Αυτοκράτορας. Λίγο ανατολικότερα, όπως φαίνεται και εις τον συνημμένο χάρτη, είχε πάρει θέση ο Gioustigniani.
Από τις 6 Απριλίου, περίπου διακόσιες χιλιάδες Τούρκοι και εκατό πενήντα πλοία τους, αποκλείουν την Πόλη από στεριά και θάλασσα. Την Πόλη υπερασπιζόταν περίπου οκτώ χιλιάδες Έλληνες, Ενετοί και Γενουάτες. Είχαν και εικοσιπέντε πλοία.
Τα όπλα της εποχής ήσαν, σπαθιά, ακόντια, τόξα, πυρίτιδα, υγρό πυρ, πυροβόλα με πέτρινα βόλια, βαριά και ογκώδη τουφέκια που έριχναν 5-10 μικρά σφαιρίδια. Μερικοί χριστιανοί είχαν περικεφαλαίες, θώρακες και σιδερένιες πανοπλίες ενώ οι Τούρκοι χρησιμοποιούσαν μόνο τα όπλα τους.
Περίπου δύο μήνες, γύρω από τα τείχη της Πόλης, γινόταν λυσσαλέες μάχες. Μάλιστα κάποια στιγμή οι Τούρκοι κατάφεραν να περάσουν ένα αριθμό πλοίων από το Βόσπορο στον Κεράτιο, ο οποίος ήταν κλειστός με αλυσίδα, δια ξηράς, χωρίς όμως αυτό να παίξει κάποιο σπουδαίο ρόλο στην επιχείρηση.
Στις 20 Απρίλη ένα μεγάλο βασιλικό πλοίο και τρία μικρότερα γενοβέζικα, υπό τον Φλαντανελά, καταναυμάχισαν τον Τουρκικό στόλο και μπήκαν στην Πόλη.
Την 18η Μαίου το πρωί, έξω από τη Χαρσία πύλη, 10 βήματα από την τάφρο, οι Τούρκοι είχαν υψώσει τεράστια ξύλινη κατασκευή, (ελέπολη-πύργο) δια να εισβάλουν στην Πόλη, την οποία οι Βυζαντινοί, υπό τη επίβλεψη του Βασιλιά και του G.G. Longo, την νύχτα κατέκαυσαν.
Επίσης οι Τούρκοι επιχείρησαν να μπουν στην Πόλη σκάβοντας υπόγειες στοές αλλά δεν τα κατάφεραν.
Τη μεγάλη έφοδο ο Μωάμεθ Β΄ αποφάσισε να την κάνει στις 29 Μαΐου.
Ο αυτοκράτορας το έμαθε και στις 28 Μαΐου κάλεσε τον αρχηγό των όπλων Γενουάτη Giovanni Gustigniani Longo, τελευταίο στρατηγό του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους και επιθεώρησαν τα τείχη και έδωσαν οδηγίες και διαταγές.
Γύρω στις τέσσερις το απόγευμα, ο Κωνσταντίνος Δραγάσης – Παλαιολόγος του Εμμανουήλ, Δεσπότης του Μυστρά, ο Ια΄, ετών 48, συγκέντρωσε όλους, Έλληνες, Ενετούς και Γενουάτες. Τους μίλησε και τους εξήγησε ότι πρέπει να αγωνιστούν μέχρι θανάτου για πολλούς λόγους. Τους προέτρεψε να νικήσουν πολεμώντας επάξια, ως απόγονοι των Ελλήνων και των Ρωμαίων. (Μη ξεχνούμε ότι ο όρος Βυζάντιο είναι τεχνητός και οι αυτοκράτορες του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους, υπέγραφαν ως Πολιτεία Ρωμαίων). Είπε πολλά σε όλους και μεταξύ άλλων ότι: «εναποθέτω στα χέρια σας το ταπεινωμένο μου σκήπτρο για να το σώσετε», τότε όλοι φώναξαν : «αποθανόμεν υπέρ πίστεως και πατρίδος».
Στην συνέχεια, πήγε να αποχαιρετήσει τα ανάκτορα και ζήτησε συγχώρεση από όλους τους γέροντες υπαλλήλους και υπηρέτες του. Γύρω στα μεσάνυκτα πήγαν όλοι στις θέσεις τους για λίγη ανάπαυση. Μόνον ο Βασιλιάς με τη συνοδεία του πιστού του Γεωργίου Φραντζή, συνέχισε την επιθεώρηση των τειχών και των πύργων, για να πειστεί ότι όλα ήταν εντάξει και οι φύλακες αγρυπνούσαν.
Μόλις έφτασαν στους Καλιγάριους, φάνηκαν τα πρώτα σημάδια, από την κίνηση του Οσμανικού στρατοπέδου και στόλου. Η έφοδος ξέσπασε λίγο μετά τις δύο τα ξημερώματα και φαινόταν να διεξάγεται σ’ όλες τις πλευρές, για να αποκλείσει τελείως τις δυνάμεις των πολιορκουμένων. Η πραγματική όμως έφοδος έγινε στα χερσαία τείχη και πάλι περισσότερο από την πύλη του Ρωμανού μέχρι το Έβδομο.
Η πρώτη έφοδος αποκρούστηκε, το ίδιο και η δεύτερη. Τότε ο Μωάμεθ ξανά βομβάρδισε τα τείχη και όρμησε ο ίδιος με τους γενιτσάρους και άλλους αξιόμαχους άνδρες. Οι αμυνόμενοι άντεξαν και την τρίτη έφοδο.
Το ξημέρωμα της 29ης Μαΐου, βρίσκει την αετοφόρο σημαία να κυματίζει στην πύλη του Αγίου Ρωμανού και το βασιλιά να φωνάζει : «συναγωνιστές και αδέρφια η νίκη είναι δική μας, ο θεός πολεμάει στο πλευρό μας».
Την ίδια στιγμή τραυματίζεται βαριά ο στρατηγός Giovanni Gustigniani Longo, πράγμα το οποίο αντιλήφθηκαν και οι Τούρκοι, με σοβαρό ηθικό αντίκτυπο και ο οποίος πεθαίνει λίγο καιρό αργότερα στη Χίο.
Δια τον τραυματισμό του Giovanni Giustigniani Longo, πέντε διαφορετικοί ιστορικοί, όλοι τους, έχουν διαφορετική άποψη, όσον αφορά το σημείο του σώματος και το είδος του όπλου, με το οποίο ετραυματίσθει.
Η Kερκόπορτα είχε ξεχαστεί ανοιχτή, αλλά δημιουργήθηκε και ρήγμα στα τείχη του Ρωμανού και η Πόλη γέμισε από ένα εχθρικό χείμαρρο.
Το πιθανότερο είναι ότι η Κερκόπορτα είναι θρύλος και οι πραγματικοί λόγοι της πτώσεως της Πόλης, είναι πέραν της παρακμής και η αλλαγή τεχνικής του πολέμου.
Περνούμε πλέον από την εποχή των πύργων και των τειχών, στην εποχή του πυροβολικού (πυρίτιδος). Άλλωστε το τεράστιο πυροβόλο του Μωάμεθ του Β΄ (Ουρβανού) μήκους εννέα μέτρων, έριχνε πέτρινα βόλια, βάρους τετρακοσίων κιλών. Μάλιστα κάποιος εφιάλτης υπέδειξε στους τούρκους πυροβολητές τις τριγωνικές βολές, με αποτέλεσμα τα τείχη να καταρρέουν ευκολότερα.
Ο Πορθητής ήταν από τους πρώτους στρατιωτικούς ηγέτες που αντελήφθησαν τη σημασία του πυροβολικού και η άλωση έγινε από τα ρήγματα των πυροβόλων, εις τα χερσαία τείχη, εις την περιοχή της πύλης του Ρωμανού.
Ο Βασιλιάς πολεμούσε πάνω από το άλογό του επί τέσσερεις ώρες και είχε αποκρούσει τέσσερεις εφόδους και το αίμα έτρεχε ποτάμι από τα χέρια και τα πόδια του. Έγινε τιτανομαχία, μαζί του πολεμούσαν οκτακόσιοι επίλεκτοι Έλληνες και Λατίνοι.
Όταν οι περισσότεροι σκοτώθηκαν ο βασιλιάς φώναξε: «δεν υπάρχει Χριστιανός να μου πάρει το κεφάλι; Η Πόλη κυριεύεται και εγώ ακόμη ζω;». Πληγώθηκε στο πρόσωπο αλλά συνέχισε να αγωνίζεται. Δέχτηκε και άλλο χτύπημα από πίσω και έπεσε όπως και η Πόλη.
Με την ανατολή του ηλίου, η ημισέληνος είχε στηθεί σε όλα τα τείχη, τους πύργους και τα κτήρια της Πόλης. Μέχρι τις δύο το μεσημέρι υπήρχε ένας πύργος που ούτε είχε κυριευθεί ούτε ήθελε να παραδοθεί. Ήταν ο ένας εκ των πύργων των Κρητικών.
Όταν το έμαθε ο Σουλτάνος, θαύμασε την γενναιότητα των ανδρών, διέταξε να σταματήσει η επίθεση και να τους πουν ότι μπορούν να βγουν με πολεμικές τιμές: «είναι ελεύθεροι και αυτοί και το πλοίο τους και όλες οι αποσκευές τους» «και πάλι μόλις που τους έπεισαν να απομακρυνθούν από τον πύργο». (Γεώργιος Φραντζής, παροιμιώδης Κρητική περηφάνια και επιμονή). (Ή άλλως εγωισμός και πείσμα, ο γράφων).
Είχαν μείνει μόλις εκατόν εβδομήντα Κρητικοί από τους χίλιους πεντακόσιους και οι περισσότεροι τραυματίες. Ανοίχτηκαν στο Αιγαίο και πρώτοι έδωσαν τη θλιβερή είδηση: «Η ΠΟΛΙΣ ΕΑΛΩ».
Ο μόνος επιζήσας καπετάνιος, ήταν ο Πέτρος Κάρχας ή Γραμματικός από την Κυδωνία, βαριά τραυματισμένος, διέταξε και τον άφησαν στο Άγιο όρος στην Μονή Βατοπεδίου, όπου είχε θητεύσει παλαιότερα ως μοναχός και ήξερε ότι υπήρχε γιατρός, δι’ αυτό και εσώθει. Το πλοίο ανέθεσε στον Παναγή Χαρκούτση, από τον Χάνδακα και το γύρισε στην Κρήτη.
Το ιστορικό της εκστρατείας των Κρητών, το έγραψε ο εξ Ανωπόλεως Σφακίων, μοναχός της Μονής Βατοπεδίου, Καλλίνικος, καθ’ υπαγόρευση του Πέτρου Κάρχα ή Γραμματικού. (Η εκστρατεία των Κρητών όπως και η Άλωση της Πόλης, εδώ περιγράφονται περιληπτικώς).
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ 169 ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ
Γύρισαν στην Κρήτη με το θλιβερό μαντάτο (mantare – μήνυμα ενετικό κατάλοιπο) της Άλωσης της Βασιλεύουσας και διηγήθηκαν τα γεγονότα.
Τα γεγονότα έμαθε η αθάνατη λαϊκή μούσα της Ρίζας και των Σφακίων, που αποτελούσαν την τάξιν των κατεξοχήν πολεμιστών και επαναστατών, που ήξεραν να πολεμούν να αγαπούν, να χαίρονται και να πεθαίνουν για την ελευθερία, σφιχταγκαλιασμένοι με το μπαρουτοκαπνισμένο τουφέκι τους και ΕΙΠΕ:
Απέστειλέ ’με ο Βασιλιάς, τσοι βίγλες να βιγλίσω,
κι ούλες τσοι βίγλες βίγλισα κι ούλες λαγόνεψα τσοι,
κι ούλες τσοι βρήκα ξυπνητές, κι ούλες τσοι παραβλέπα,
τη βίγλα τω Σαρακηνώ ήβρηκα και κοιμάτω.
Ξύπνα λουβοσαρακηνέ.*
*το συγκεκριμένο ριζίτικο το παραποίησαν και το κακοποίησαν ο οι Κρητότουρκοι του Σελίνου, προσαρμόζοντάς το στα τότε δικά τους δεδομένα, με πολλές Τούρκικες λέξεις, θέμα στο οποίο έχω αναφερθεί παλαιότερα.
Στη συνέχεια, λέει η παράδοση, (εικάζεται και ελέγχεται και ο γράφων διαφωνεί) χωρίς βεβαίως να υπάρχει γραπτή απόδειξη τα παρακάτω, τα οποία στη δική μας μελέτη δεν αποτελούν κυρίαρχο θέμα. Ότι με την επιστροφή των 169 στην Κρήτη, χορεύτηκε για πρώτη φορά η κορωνίδα των Κρητικών χορών, ο Χανιώτικος συρτός. Ακόμα στη μνήμη των 1370 Κρητικών που φονεύθηκαν κατά την εκστρατεία, στην μνήμη του αυτοκράτορα και της Άλωσης της Πόλης, οι Κρητικοί έβαλαν μαύρα πουκάμισα και μαύρα κεφαλομάντηλα εις ένδειξη πένθους. Τα κρόσσια στα κεφαλομάντηλα συμβολίζουν τα δάκρυα των Κρητικών για την Πόλη του Παλαιολόγου. Επίσης, τότε λέγεται ότι έφεραν και την εικόνα της Παναγίας του Φρε Αποκορώνου.
ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΡΙΖΙΤΙΚΟΥ
Καταρχήν το συγκεκριμένο ριζίτικο αναφέρεται σε ένα από τα σπουδαιότερα ιστορικά γεγονότα όχι μόνο της Ελλάδας αλλά και της Ευρώπης.
Για την Κρήτη αποτελεί μεγάλη τιμή και δόξα αφενός μεν για τη θυσία των 1370 Κρητικών για τη σωτηρία της Βασιλεύουσας, αφετέρου δε για την ανδρεία και τον ηρωισμό των 170 γενναίων μαχητών, που αψήφησαν τον θάνατο και δέχθηκαν να αποχωρήσουν από τον πύργο, μόνον όταν πήραν μαζί τα όπλα τους και τους αποδόθηκαν οι πρέπουσες στρατιωτικές τιμές, όπως λέμε σήμερα.
Να ληφθεί υπ όψιν ότι ο Πορθητής Μωάμεθ ο Β΄, δεν ήταν καθόλου ένας τυχαίος άνθρωπος. Είχε Ευρωπαίους δασκάλους και συμβούλους, ήξερε καλά ιστορία και πέντε διαφορετικές γλώσσες. Ήταν από την Αδριανούπολη ήταν 26 ετών ( ή 21) και η μητέρα του ήταν ελληνίδα. Κανένας τυχαίος άνθρωπος δεν μπορεί να καταλάβει μια πόλη με χιλιετή ιστορία και τέτοιες οχυρώσεις. Η Πόλη βεβαίως βρισκόταν σε παρακμή.
Το ριζίτικο καθαρά και γλαφυρά, με τη σωστή ελληνική λέξη, αναφέρεται στην αποστολή (απέστειλε) που ανέθεσε ο τελευταίος Βασιλιάς στους Κρήτες υπερασπιστές της Κωνσταντινούπολης. Άλλωστε η Κρήτη, τον μοναδικό βασιλιά που αναγνώρισε ανά τους αιώνες και που την συγκλόνισε, όπως και όλο τον ελληνισμό, ήταν ο Κωνσταντίνος Ια΄ Παλαιολόγος.
Οι Κρήτες πολεμιστές ήταν εκεί, στα τείχη της Πόλης, επί των επάλξεων, μέρα και νύχτα, τις κρίσιμες ώρες και έβλεπαν τον Βασιλιά, όπου με τον G. Gustigniani και τον Γ. Φραντζή, έκαναν επιθεωρήσεις επί των τειχών και των πύργων, να δουν ότι όλα ήταν εντάξει και οι φύλακες αγρυπνούσαν. Σε αυτήν την διήγηση, των επιστρεψάντων 169, βασίστηκε ο λαϊκός ποιητής που συνέθεσε το ριζίτικο.
Τώρα εξ όσων αφορά το «βιγλίζω», μην ξεχνούμε ότι ομιλούμε για το Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος όπου επίσημη γλώσσα ήταν πρώτα τα Λατινικά και στη συνέχεια τα Ελληνικά. Ακόμη ας ληφθεί υπ’ όψιν ότι το 1453 η Κρήτη βρισκόταν ήδη υπό Ενετική κυριαρχία 241 έτη, ήτοι από το 1212. Δι’ αυτούς τους λόγους τα λατινικά δεν είναι ξενισμός.
Viglare-Vigilare-Vigilia: Παρατηρητήριο σε υψηλή θέση- σκοπιά-φρουρά. Βίγλες στη προκειμένη περίπτωση, είναι τα ψηλά σημεία των τειχών και των πύργων της Κωνσταντινούπολης. (αποστολή ελέγχου των σκοπιών-στρ. περίπολο)
Λαγονεύω = ψάχνω τον λαγό-ψάχνω με μεγάλη προσοχή – ελέγχω προσεκτικά το μέρος.
Για τους Σαρακηνούς που αναφέρονται στο ριζίτικο, μπορεί να εξηγηθεί με διάφορους τρόπους. Πρώτον η Κωνσταντινούπολη εκείνη την εποχή, ήταν μια πληθυσμιακή πόλη, μέσα στην οποία υπήρχαν όλοι οι λαοί της περιοχής, οπότε σε κάποιους από τους πολυάριθμους πύργους των τειχών, (490) δεν αποκλείεται από τους πολυάριθμους μισθοφόρους κάποιοι να ήταν Άραβες. Άλλωστε υπήρχαν και οι Τούρκοι υπερασπιστές της Πόλης, του Πρίγκιπα Ορκχάν, που υπερασπιζόταν το λιμάνι του Ελευθερίου στη θάλασσα του Μαρμαρά.
Έτσι και αλλιώς στους Κρήτες, οι Σαρακηνοί δεν ήταν συμπαθείς για πολλούς λόγους. Την πειρατεία, την επί 140 χρόνια κατοχή του νησιού, κυρίως στην περιοχή του Ηρακλείου και τη λέπρα (λούβα), καθόσον οι Κρήτες πίστευαν ότι την λέπρα την έφεραν στην Κρήτη οι Σαρακηνοί.
Για κάποιο τώρα που παρασυρόμενος από τη λέξη Σαρακηνός, θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι το τραγούδι αναφέρεται στην περίοδο του Νικηφόρου Φωκά, δεν υπάρχει καμία περίπτωση για πολλούς λόγους. Πρώτον ο Νικηφόρος Φωκάς ήρθε στην Κρήτη το 961 μ.χ.. Χρονικά το παλαιότερο ελληνικό δημοτικό άσμα τοποθετείται στην άλωση της Αδριανούπολης (τα Χελιδόνια της Βλαχιάς 1361) και λίγο πιο παλαιά, το 1341, είναι το ριζίτικο της συζύγου του Μάρκου Καλλέργη. Το να προσθέσουμε στα 650 χρόνια από σήμερα, άλλα 400 είναι πέραν πάσης λογικής, τους σκοτεινούς εκείνους αιώνες.
Δεύτερον τα γεγονότα με τον Νικηφόρο Φωκά εξελίχθησαν κυρίως στην περιοχή του Χάνδακα, σημερινό Ηράκλειο . Τρίτον ο Νικηφόρος Φωκάς ούτε βασιλιάς ήταν, όταν ήλθε στην Κρήτη, ούτε ποιος βασιλιάς τον έστειλε, ήταν γνωστό στο λαό. ( Ρωμανός ο Β΄) Η Κρήτη στενούς δεσμούς απέκτησε με την Κωνσταντινούπολη ειδικά μετά το 1182 (Ισαάκιος Αλέξιου Κομνηνός) Αρχοντορωμαίοι – ευγενής της αυτοκρατορίας (BUONTELMONTI 1415).
O μόνος γνωστός βασιλιάς που εντυπωσίασε, που συγκίνησε, που συγκλόνισε και ενέπνευσε, τους Έλληνες ήταν ο Κ. Παλαιολόγος, εξ ου και «ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς», «η μεγάλη ιδέα», «τα μισοτηγανισμένα ψάρια», το «πάλι με χρόνια με καιρούς» και όλα τα συναφή.
Συγκλόνισε λόγω του θάρρους, του ηρωισμού, της αξιοπρέπειας και της ανδρείας του. Δεν είχε μόνο να πολεμήσει τους Τούρκους, είχε και τους δικούς μας που όλοι φιλονικούσαν και μάλωναν μεταξύ τους. Λατίνοι, Έλληνες, Πάπας-Πατριάρχες-παπάδες-μητροπολιτάδες (ανθενωτικοί) και λοιποί. Θα πρέπει να ήταν ο πλέον απελπισμένος άνθρωπος όλων των εποχών. Παρόλα αυτά στάθηκε στο ύψος του και έπεσε με αξιοπρέπεια ως νέος Λεωνίδας.
Τέλος, ας ληφθεί υπ όψιν ότι ο λαϊκός ποιητής, δεν είναι ιστορικός για να καταγράψει μέσα σε ελάχιστους στοίχους επακριβώς και πλήρως τα ιστορικά γεγονότα. Αυτό φαίνεται και στα δύο παρακάτω ριζίτικα τα οποία αναφέρονται στον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο.
α) Οντέν εδικονίζετο ο Κωνσταντής στα ξένα…
β) Κάλεσμα κάνει ο Κωνσταντής, το γάμο του να κάμει…
Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος όμως, ουδέποτε είχε μεταβεί «στα ξένα». Στην Ιταλία (στα ξένα) είχε μεταβεί, ο προηγούμενος αυτοκράτορας, ο αδερφός του, Ιωάννης Δ΄ Παλαιολόγος, στη σύνοδο της Φερράρας – Φλωρεντίας, το 1437 – 39, δια την ένωση των εκκλησιών.
Εξ όσον τώρα αφορά το β) ριζίτικο, οι δύο πρώτες σύζυγοι του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, είχαν πεθάνει και σε τρίτη δεν είχε καταλήξει. Επίσης δεν είχε προβεί σε καμία ετοιμασία γάμου, αλλά όπως λέει και το ριζίτικο «τ’ απάντηξεν ο χάρος». Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος πέθανε χήρος και χωρίς να αφήσει κληρονόμους.
Όμως, όπως είπαμε ο λαϊκός ποιητής, προσεγγίζει τα γεγονότα με τη φαντασία του και ποιητικά και όχι ιστορικά. Όμως τα δύο αυτά ριζίτικα είναι μια βαρυσήμαντη μαρτυρία, από την οποία μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι: τον λαό της Κρήτης, τον συγκλόνισε και τον συγκίνησε «ο μαρμαρωμένος βασιλιάς», δι’ αυτό και ασχολήθηκε ποιητικά μαζί του, εξυμνώντας τον.
Τώρα τοποθετώντας χρονικά το δικό μας ριζίτικο, πιστεύω ότι ανάγεται εις την αυτήν περίοδο με τα δύο παραπάνω.
Αναμφισβητήτως και πέραν πάσης αμφιβολίας, το συγκεκριμένο ριζίτικο αναφέρεται εις τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, πέραν των άλλων, για ένα ακόμη λόγο. Την χρονική περίοδο της δημιουργίας των ριζίτικων τραγουδιών, οι γνωστοί στους Κρήτες βασιλείς ήσαν δύο, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος και ο Σουλτάνος. Εις έκαστον εξ ημών όμως, ευκόλως μπορεί να γίνει κατανοητό ότι, οι γνήσιοι απόγονοι των Δωριέων, οι σκληροτράχηλοι πολεμιστές της Ρίζας και των Σφακίων, εντολές και διαταγές, σίγουρα δεν εδέχοντο από το Σουλτάνο.
…………………………………
Εγώ πασά δεν προσκυνώ, Σουλτάνο δεν γνωρίζω,
και στσοι μαδάρες τω Σφακιώ, θα πάω να γυρίζω.
…………………………………
(τραγούδι Δασκαλογιάννη)
Υ.Γ. από το προς έκδοση βιβλίο μου “ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΡΙΖΙΤΙΚΑ”
ΟΝΤΕΝ ΕΔΙΚΟΝΙΖΕΤΟ Ο ΚΩΣΤΑΝΤΗΣ ΣΤΑ ΞΕΝΑ…
Οντέν εδικονίζετω ο Κωσταντής στα ξένα,
τσοι ρούγες ρούγες πορπατεί και τα στενά διαβαίνει.
Βάνει τα ράσα κούντουρα, φανήκαν τ’ άρματά του,
κι εφάνει τ’ αλαφρό σπαθί με τ’ αργυρό φουκάρι.
Βασιλοπούλα τα θωρεί από ψηλό παλάτι.
Δεν είν’ αυτός καλόγερος, μουδέ και διακονιάρης,
μονό ‘ναι βασιλόπουλο ψηλής γενιάς κλωνάρι.
Κούντουρα = ανάποδα Φουκάρι = θηκάρι, θήκη
Εδώ πρέπει να τονίσομε ότι ο τελευταίος Βυζαντινός αυτοκράτορας, ουδέποτε έφυγε ο ίδιος από τη Βασιλεύουσα προς αναζήτηση βοήθειας. Στη σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας, (Ιταλία) δια την ένωση των εκκλησιών, είχε υπάγει ο αδελφός του Ιωάννης Παλαιολόγος το 1437-39. Είναι γνωστό ότι ο λαϊκός ποιητής, δεν είναι ιστορικός, και στην ποιητική απαθανάτιση των γεγονότων χρησιμοποιεί τη φαντασία του, για έναν αυτοκράτορα που τον συγκίνησε και τον συγκλόνισε, λόγω του θάρρους και της αξιοπρέπειάς του.
Εδώ πρέπει να προσθέσομε δια την ιστορία, ότι ο Κων/νος Παλαιολόγος, τον τελευταίο καιρό, μήνες , μέρες, ώρες πριν την πτώση της Πόλης, είχε σοβαρό πρόβλημα, πέραν των τσακωμών Ελλήνων και Λατίνων, με πατριάρχες, μητροπολιτάδες, παπάδες, καλογέρους, ενωτικούς και ανθενωτικούς, όπου φανάτιζαν το λαό, με συνθήματα όπως : καλλίτερα Τούρκικο φέσι παρά φράγκικο καπέλο, κλπ.
Από την Ιταλία βοήθεια έστειλαν: η Δημοκρατία της Γένοβας, η Γαληνότατη Δημοκρατία της Βενετίας, το Βασίλειο της Σικελίας και τα Παπικά Κράτη.
Τον Κων. Παλαιολόγο συνέδραμαν οι κάτωθι αρχηγοί των παραπάνω συμμάχων:
Giovanni Giustigniani Longo, Γενοβέζος, ετών 35, έμπειρος και γενναίος στρατιωτικός, η ψυχή των πολιορκημένων, έφθασε στις 26 Ιανουαρίου 1453 στην Κωνσταντινούπολη, με τρία πλοία, 400 σιδερόφραχτους στρατιώτες , 300 ναύτες και πλήθος εφοδίων και πυρομαχικών. Αμέσως ο Αυτοκράτορας τον διόρισε αρχιστράτηγο και ήταν ο τελευταίος στρατηγός του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους. Πολλάκις ο Μωάμεθ ο Πορθητής επεχείρησε να τον εξαγοράσει με αμέτρητο χρυσό, αλ’ αυτός δεν δέχτηκε. Τραυματίστηκε θανάσιμα, στις 29 Μάιου 1453 και πέθανε στη Χίο, όπου και ετάφη, τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου.
Η επιγραφή στον τάφο του λέγει: ενθάδε κείται Ιωάννης Ιουστινιάνης, ανήρ περικλεής πατρίκιος Γενουήσιος εκ των Μαονέων της Χίου, όστις κατά την εκστρατείαν του βασιλέως των Τούρκων Μωάμεθ εναντίον της Κωνσταντινουπόλεως, μεγαλοψύχως ηγεμονεύων παρά τω γαληνοτάτω Κωνσταντίνο, τελευταίω των ανατολικών χριστιανών αυτοκρατόρει, θανασίμως πληγωθείς απέθανε.
Οι λοιποί ξένοι αρχηγοί:
Girolamo Minotto Βενετός Βάιλος, Gabriele Trevisano, Cardinale Isidoro
Filipo Contarini, και Jacob Contarini, Nicola Goudeles, οι Γενοβέζοι Capenao και Μαnuil, Vescovo Leonardo, oι Τούρκοι του πρίγκιπα Ορκχάν. Η. Grand, Fabrizio Corner, ο Ενετός Nicola Mozenigo, ο Ενετός Dolfino, Freres Bocchiardi, Caristo Teodoro, Alviso Diedo, Giacomo Contarini Longasco (fratteli), και οι Καταλανοί υπό τον Pere Hulia και 1500 Κρήτες, από τους οποίους έφθασαν 760, καθ’ όσον οι άλλοι εφονεύθησαν σε ναυμαχία έξω απ’ τη Πόλη.
Oι ξένοι αρχηγοί ήσαν 18 ενώ οι δικοί μας μόνον 8 και αυτό έγινε καθ’ όσον οι ξένοι αξιωματικοί ήταν ποιο ικανοί στην άμυνα.
Υ.Γ. από το προς έκδοση βιβλίο μου «ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΡΙΖΙΤΙΚΑ»