Δίπλα στα “αμαρτωλά” σπίτια της οδού Μίνωος, γεννήθηκαν – μεγάλωσαν γενιές και γενιές ανθρώπων. Aνθρωποι του μεροκάματου, που βίωσαν μια απίστευτα δύσκολη εποχή. Οι σχέσεις τους με τις “κοπέλες”, η καθημερινότητα τους στη γειτονιά και το κλίμα της εποχής περιγράφονται μέσα από τις διηγήσεις κατοίκων αλλά και επισκεπτών των “σπιτιών” στις σημερινές “διαδρομές”.
Οι διηγήσεις με πολλά προσωπικά στοιχεία και εκτιμήσεις παρατίθενται ως έχουν, τα ονόματα των “κοριτσιών” αφορούν ψευδώνυμα και όχι τα πραγματικά τους στοιχεία. Μιλήσαμε για τις ανάγκες του θέματος αυτού με δεκάδες ανθρώπους που γνώριζαν πρόσωπα και πράγματα, τις αφηγήσεις ορισμένων εκ των οποίων φιλοξενούμε σήμερα. Κοινή θέση όλων ότι οι γυναίκες αυτές ήταν κυρίες από κάθε άποψη. Πολλές ξέφυγαν από τη ζωή στα “σπίτια” και έφτιαξαν οικογένειες, άλλες κατάφεραν να κάνουν και καλές περιουσίες, όλες όμως ήταν θύματα μικρά ή πιο μεγάλα των προαγωγών τους…
«Αυτή που με έμαθε να διαβάζω»
«Οι γονείς μου δεν ήξεραν καλά γράμματα, και αν δεν έχεις κάποιον να σε βοηθήσει δεν μπορείς να τα “αρπάξεις” καλά. Μία από τις γυναίκες των σπιτιών λοιπόν με έβλεπε στο καφενείο και μου λέει έλα να σου μάθω να διαβάζεις. Και με έμαθε!» λέει ο 80χρονος Μίμης Παπαδογιάννης που έζησε τα παιδικά του χρόνια στην περιοχή και όχι μόνο.
«Είχαμε σπίτι στον λόφο Καστέλι αλλά στον πόλεμο καταστράφηκε. Η μάνα μου και ο πατέρας μου ήταν στις Βρύσσες, στο Νίππος στο χωριό της μητέρας μου για να προφυλαχθούν. Οταν σταμάτησαν οι μάχες, γύρισαν πίσω και ακόμα κάπνιζε το σπίτι. Μόνο τα σίδερα του κρεβατιού και 4 καρέκλες γλύτωσαν! Δεν είχε απομείνει τίποτα άλλο. Βρήκαμε ένα “χαλόσπιτο” στη Μίνωος 2, δίπλα στο καφενείο και εκεί ήταν το σπίτι μας για 16-17 χρόνια. Οι οίκοι ανοχής ήταν πάντα εκεί. Νταβατζήδες υπήρχαν αλλά λίγοι. Πάντα υπάρχει το κοράκι δίπλα στο πτώμα…» αφηγείται.
Του ζητάμε να μας περιγράψει την περιοχή στη δεκαετία του ’50. «Τα “σπίτια” εκτείνονταν σε όλη σχεδόν την Μίνωος μέχρι το κρεοπωλείο, στην πάροδο Μίνωος, απέναντι στον Καλαμιώνα υπήρχαν επίσης “σπίτια” όπως και στην Επιμενίδου και την Καλλεργών. Εκεί πίσω από τα Νεώρια ήταν τα πιο εξεζητημένα, τα πιο ωραία κορίτσια. Το κάθε σπίτι είχε 4 – 5 γυναίκες. Ο πελάτης πήγαινε στο σαλόνι και έπαιρνε μια μάρκα όπως αυτές του καζίνο. Κόκκινη για τη “Μαρία”, άσπρη για την “Ελένη” κ.ο.κ. και μαζί και το προφυλακτικό. Πήγαιναν τότε όλοι οι νέοι της εποχής. Τη δουλειά τη… χάλασαν τα μεικτά γυμνάσια, όπου ήταν πιο εύκολο να γίνουν σχέσεις».
Από τις γυναίκες ο κ. Μίμης έχει την καλύτερη ανάμνηση. «Ηταν συμπονετικές και βοηθητικές προς όλους. Αν μία είχε ξεπέσει και δεν είχε λεφτά, τη βοηθούσαν οι υπόλοιπες, αν πέθαινε κάποια άλλη που τότε δεν είχαν συντάξεις, τις έκαναν τα έξοδα της κηδείας οι υπόλοιπες. Φασαρίες και προβλήματα δεν θυμάμαι ποτέ. Μετά από τόσα χρόνια η μνήμη κρατάει μόνο τις καλές στιγμές» καταλήγει την κουβέντα μας.
Οικογένειες ζούσαν από τα “σπίτια”
«Μετά τον πόλεμο όλα εδώ γύρω ήταν αλάνες. Εγινε ο αναδασμός, δόθηκαν τα οικόπεδα και έγιναν σπίτια. Τη γειτονιά εδώ τη λέγαμε “Φάληρο” και “Χιόνες”. Το “Χιόνες” ήταν από τις κοπέλες στα “σπίτια” επειδή ήταν άσπρες» θυμάται ο κ. Πέτρος Καλύμνιος μόνιμος κάτοικος της οδού Ικάρου.
Από ηλικία 13 ετών ο κ. Πέτρος μπήκε στο μεροκάματο, ενώ στη συνέχεια λειτούργησε περίπτερο και μίνι μάρκετ στην Επιμενίδου, στη συμβολή με τη Μίνωος. «Για να τα βγάλουμε πέρα κάναμε βαριές δουλειές που σήμερα δεν τις κάνει παιδί» λέει. Τον ρωτάμε για τις σχέσεις των κατοίκων με τα “σπίτια” και τις κοπέλες.
«Ηταν μια χαρά κυρίες, άψογες σε όλα τους! Πολύ τυπικές, αν ήσουν της γειτονιάς δεν σε δέχονταν, αν ήξεραν τους γονείς σου, επίσης! Ανεξάρτητα τη δουλειά που έκαναν, οι γυναίκες ήταν τίμιες! Εγώ αυτό ξέρω. Επίσης ήταν φιλάνθρωπες. Οταν υπήρχε ανάγκη έδιναν και αυτές χρήματα. Oρισμένες οικογένειες ζούσαν από αυτές. Τους έπλυναν τα ρούχα και τα σεντόνια, δεν ήταν βλέπεις τότε τα πλυντήρια. Επίσης τους πήγαιναν φαγητό επί πληρωμή. Πολλές οικογένειες έζησαν από τα “σπίτια” αυτά. Χανιώτισσα δεν ήταν καμία, όλες ήταν από τα άλλα μέρη της Ελλάδας. Τις έφερναν εδώ και γιατί είχε πολύ στρατό και είχε και τον αμερικανικό στόλο. Φασαρίες δεν θυμάμαι, οι γυναίκες δεν προκαλούσαν ποτέ. Οι Αμερικάνοι μπορεί να έκαναν τίποτα καβγάδες όταν έπιναν, αλλά μεγάλες φασαρίες δεν θυμάμαι ποτές» σημειώνει ο συνομιλητής μας.
Τον ρωτάμε αν θυμάται κάποια κοπέλα της περιοχής. «Στη συμβολή Επιμενίδου και Ικάρου, έμενε η “Ζωή” για χρόνια. Το σπίτι που έμενε ήταν δικό της και όταν πέθανε πριν από μερικά χρόνια έγινε αντιληπτό από τη μυρωδιά. Ηλθε η πυροσβεστική για να ανοίξει το σπίτι και να βγάλει τη σορό της έξω. Δεν άφησε κανένα κληρονόμο και το σπίτι της κατεδαφίστηκε» λέει.
Η τουριστική “έκρηξη”, δημιούργησε ξενοδοχεία και καταστήματα στην περιοχή και περιόρισε τη δεκαετία του ’80 τα “σπίτια” στην πάροδο Μίνωος.
«Μετά που έγινε το Porto Veneziano ξεκίνησε να αναβαθμίζεται η γειτονιά να εμφανίζονται οι τουρίστες, τη δεκαετία του ’80 έγιναν τα “Δύο Λουξ” και τα άλλα μαγαζιά και στην περιοχή ήλθε πολύς κόσμος και τα “σπίτια” έμειναν μόνο στην πάροδο Μίνωος» λέει ο κ. Καλύμνιος.
Κατάστημα στην περιοχή (μπακάλικο) διέθετε για χρόνια ο Πέτρος Μπουράκης, ενώ δίπλα ο αδελφός του λειτουργούσε ουζερί. «Ολες οι γυναίκες στα “σπίτια” ήταν πελάτισσες και καλές πελάτισσες. Μόλις άρχισαν να λειτουργούν τα super market αρχές δεκαετίας ’80 έκοψε και η κίνηση. Πολλές από τις γυναίκες αυτές παντρεύτηκαν στα Χανιά και έμειναν μόνιμα, αφήνοντας την παλιά δουλειά τους. Στη δεκαετία του ’80 όλη η περιοχή φωτίστηκε, έγινε πιάτσα η Σαρπηδόνος με τα “Δύο Λουξ” και όλη η γειτονιά γέμισε κόσμο. Θυμάμαι όταν ήλθε ο Νίκος να φτιάξει τα “Δύο Λουξ” του λέγαμε «τι ήλθες να κάνεις εδώ; Εδώ θα φτιάξεις μαγαζί;», και αυτός μας έλεγε «θα φτιάξω μαγαζί και θα ακολουθήσουν και άλλοι». Και έτσι έγινε! Ο άνθρωπος έβλεπε πολύ μακριά. Εκτοτε η περιοχή αναβαθμίστηκε πολύ» αφηγείται ο κ. Καλύμνιος.
«Κυρίες με το “Κ” κεφαλαίο»
Γέννημα-θρέμμα της περιοχής και ο κ. Νίκος Σκαμνάκης, η οικογένεια του οποίου διατηρούσε ταβερνάκι (“του σκαμνή”) στην Ακτή Ενώσεως. Παιδί τότε πήγαινε φαγητό στις κοπέλες. «Οι περισσότερες γυναίκες από τους οίκους ανοχής ήταν πελάτισσές μας. Εξω από τη δουλειά τους ήταν κυρίες με το “Κ” κεφαλαίο. Μας παράγγελναν φαγητό το μεσημέρι όταν έκαναν διάλειμμα και πήγαινα το φαγητό τους στο “τάπερ”. Αρχικά εδώ η γειτονιά ήταν υποβαθμισμένη. Εμείς δηλαδή όταν λέγαμε πού ήταν το μαγαζί ή οι άλλοι τα σπίτια τους, μας έλεγαν “α στα μπουρδέλα μένετε”» αναφέρει.
Δεν μπορούμε να μην ρωτήσουμε για το κλίμα της εποχής στη δεκαετία του ’70 και του ’80. «Οι Αμερικάνοι μεθούσαν, τσακώνονταν μεταξύ τους, πείραζαν τις γυναίκες, επενέβαιναν οι νταβατζήδες και είχαμε φασαρίες».
Μαζί με τον κ. Νίκο προχωράμε στην Επιμενίδου. Μας δείχνει το σπίτι της “Ζωής”. Απέναντι από τη βόρεια είσοδο της παρόδου Μίνωος, δίπλα στη Σαμπιονάρα όπου τώρα υπάρχουν καλάμια ήταν ένα “μπαρ” – παράγκα όπου σύχναζαν κυρίως Αμερικάνοι. Μπαίνουμε στην πάροδο Μίνωος. «Εδώ έμενε η Αρμένισσα. Αυτή βρέθηκε δολοφονημένη. Ποιος το έκανε… Είπαν ότι ήταν κάποιος Αμερικάνος από τη βάση, από τα πλοία. Δεν μάθαμε ποτέ. Είχε σκοτωθεί και ένας “αγαπητικός” νταβατζής από τη Χαλέπα. Απέναντι ήταν η “Εύα” μια από τις ομορφότερες κοπέλες.»
Σε σύγκριση με το παρελθόν η διαμόρφωση της παρόδου Μίνωος δεν έχει αλλάξει πολύ. Στην οδό Παναγιώτη Ζερβουδάκη ήταν δύο “σπίτια” με γυναίκες μεγάλης ηλικίας, οι “ξεπεσμένες” όπως έλεγαν τότε. «Πιο πάνω στη Μίνωος ήταν δύο-τρία καφενεδάκια και εκεί ήταν η “Ελένη” μία πολύ καλή γυναίκα και μετά ξεκινούσαν τα κανονικά σπίτια. Ομως οι “κοπέλες” ήταν κοντά στους απλούς ανθρώπους. Ηταν εποχές που δεν έπαιρναν συντάξεις ψαράδες, αγρότες, που έπρεπε να κάνει κάποιος μια εγχείριση. Τότε αναλάμβανε πρωτοβουλία μία από τις “κοπέλες” πήγαινε από τις άλλες μάζευε χρήματα και τα έδινε σε αυτόν που το έχει ανάγκη. Δεν ήθελαν να φαίνονται, παρότι ήταν κοινό μυστικό ότι οι “κοπέλες” ήταν αυτές που είχαν μαζέψει τα χρήματα. Να θυμηθώ ότι πήγαιναν οι “κοπέλες” στα μπακάλικα και έλεγαν ότι «αν έλθει ο τάδε ή η τάδε δώστου μια τσάντα τρόφιμα» και τα πλήρωναν αυτές! Αυτά μπορώ να τα πω με βεβαιότητα σήμερα δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω αλλά την εποχή εκείνη είχαν βοηθήσει πάρα πολύ κόσμο. Είχαν σώσει κόσμο…Οι γυναίκες αυτές έξω από τη δουλειά τους δεν έδιναν κανένα δικαίωμα. Εβγαιναν έξω και δεν μπορούσες να τις ξεχωρίσεις από τις υπόλοιπες γυναίκες. Ντύνονταν κανονικά όχι επιδεικτικά και η γειτονιά τις σέβονταν. Μετά το πέρας τής ας το πούμε εργασίας τους, ενσωματώνονταν πλήρως με την κοινωνία».
«Τσάρκα στα “σπίτια”»
Μια επιστροφή στα μέσα της δεκαετίας του ’70 όταν ήταν μαθητής στις τελευταίες τάξεις του γυμνασίου (σημερινού λυκείου) επιχειρεί ο νομικός και ιστορικός ερευνητής Ευθύμης Λεκάκης. Του ζητάμε να μας αφηγηθεί στιγμές της εφηβικής του ηλικίας.
«Παιδιά τότε στις τελευταίες τάξεις του γυμνασίου μαζεύαμε τα λεφτά που μας έδιναν οι γονείς μας για να πάρουμε το κουλούρι, το σταφιδόψωμο ή το ψωμί με σουτζουκάκια σμυρνέικα από του Ηρακλή έξω από το 2ο Γυμνάσιο στην Κοραή για να συγκεντρώσουμε το ποσό που χρειάζονταν να πάμε για “μπουρδελότσαρκα”. Απογευματινές ώρες, με σκασιαρχείο από τα φροντιστήρια. Μαζευόμασταν μια παρέα, 4-5 άτομα και φεύγαμε για τα “σπίτια”… πάντα επιφυλακτικά για να μην μας δει κανένα μάτι. Θυμάμαι την “Εύα”, που ήταν μια νεαρή “κοπέλα”, πολύ καλή ψυχή. Μια χούφτα πενηνταράκια της βάζαμε στα χέρια, θα ήταν 18-20 δρχ. -γιατί ποτέ δεν συγκεντρώναμε τις 30 δρχ. που απαιτούνταν- και αυτή μας έλεγε να περάσουμε και ας μην ήταν όλο το ποσό, αρκεί βέβαια να μην είχε κόσμο. Αυτήν την ερωτεύτηκε ένας ναύτης που ήταν στο Ναύσταθμο Σούδας, την ξεδήλωσε από “πόρνη” και την παντρεύτηκε και έζησαν στην ηπειρωτική Ελλάδα. Επίσης πηγαίναμε στο τριώροφο, όπου ήταν μια μελαχρινή. Απέναντι ήταν η Αρμένισσα (Μαρία Σακατζιάν) που τη δολοφόνησε ένας Αμερικάνος. Eκεί ήταν και μια παντρεμένη “κοπέλα” η “Ρέα”, μια πολύ καλή γυναίκα, ευγενέστατη που σου συμπεριφέρονταν με τον καλύτερο τρόπο. “Τσατσά” ήταν η Ολγα με τα μαλλιά πάντα σε κότσο. Αυτή επειδή είχε παίξει κομπάρσος στον “Ζορμπά” όταν γυρίστηκε στα Χανιά έλεγε ότι ήταν ηθοποιός, ότι ήξερε τον Αντονι Κουίν, και ότι είχε προτάσεις να πάει στο “Χόλιγουντ”. Της λέγαμε και εμείς ότι είσαι η καλύτερη, σε θέλουν όλοι οι σκηνοθέτες και εκείνη καμάρωνε! Οσες ξέφυγαν από τους οίκους ανοχής έφτιαξαν πολύ καλές οικογένειες, ενώ αυτές που ήταν παντρεμένες προσπαθούσαν να τις κρατήσουν και να τις περιφρουρήσουν. Θυμάμαι μια που είχε μικρά παιδιά. «Οταν θα μεγαλώσουν, θα έχω μαζέψει χρήματα και θα έχω φύγει από τα “σπίτια”» ανάφερε και στα παιδιά της -ο άντρας της είχε πεθάνει- έλεγε πως δούλευε νυχτερινή σε ένα εργοστάσιο που έκανε ρούχα τότε έξω από τα Χανιά. Πρέπει να εξετάσουμε και τους κοινωνικούς παράγοντες που εξωθούσαν τις γυναίκες αυτές στην πορνεία, αλλά και τους ανθρώπους αυτούς που εξανάγκαζαν τις γυναίκες αυτές να εκδίδονται για να έχουν μεγάλο κέρδος. Υπήρχαν ορισμένοι εξ αυτών των νταβατζήδων που χάρις στον κόπο των γυναικών αυτών έβγαλαν πάρα πολλά χρήματα, τις εκμεταλλεύτηκαν στυγνά και τους έφαγαν και λεφτά. Ονόματα δεν μπορούμε να πούμε αλλά οι Χανιώτες που έζησαν την εποχή εκείνη ξέρουν καλά…Προβλήματα τότε… μόνο με τους Αμερικάνους θυμάμαι. Την περιοχή είχε υπό την ευθύνη του το Α’ Αστυνομικό Τμήμα στη συμβολή των οδών Αρχοντάκη και Ελ. Βενιζέλου και καθημερινά υπήρχαν ασφαλίτες. Αυτά μέχρι το 1975-1976. Μετά έφυγα φοιτητής».
O κ. Λεκάκης θυμάται ότι πολλές από τις γυναίκες ήταν διαβασμένες. «Δεν θα ξεχάσω ότι είχα δει τη “Μάνα” του Γκόρκι στο κομοδίνο της “κοπέλας” αλλά και άλλα βιβλία που τότε εμείς ούτε τα ξέραμε» σημειώνει.
«Πρωτοείδαμε χαρτί υγείας»
Στο “Μεϊντανάκι” τη μικρή πλατεία δίπλα στη Μίνωος γεννήθηκε το 1945 ο κ. Στέλιος για χρόνια κάτοικος της περιοχής. «Μεγάλωσα στα χαλάσματα, ήταν μετά τον πόλεμο και όλη η γειτονιά είχε υποστεί πολύ μεγάλες ζημιές από τους βομβαρδισμούς. Η χαρά μας ως παιδιά ήταν να έλθουν οι Αμερικάνοι που κρατούσαν τότε μπύρες σε κουτάκια -πρωτόγνωρο για μας- να τους πλησιάσουμε και να τους αρχίσουμε τα “Μπαμπά σιγκαρέτ”, ένα τσιγάρο για τον μπαμπά. Να τους ζητήσουμε σάντουιτς. Να μαζέψουμε τα πακετόχαρτα των τσιγάρων για το παιγνίδι μας. Ημασταν σαν τα τσιγγανάκια. Ηταν και τα “σπίτια” εκεί. Βλέπαμε τα έντονα κόκκινα νύχια των γυναικών, αλλά και το χαρτί υγείας που ήταν πεταμένο γύρω στη γειτονιά σε διάφορα σημεία αφού δεν υπήρχε η σημερινή καθαριότητα. Τότε οι οίκοι ανοχής είχαν χαρτί υγείας, εμείς δεν ξέραμε τι ήταν καν, με εφημερίδες σκουπιζόμασταν, για αυτό μας έκανε και εντύπωση! Μαζεύαμε και τα χαρτάκια από τα προφυλακτικά που τα κάναμε ανταλλαγή και τα παίζαμε όπως σήμερα κάνουν με τα χαρτάκια για τους ποδοσφαιριστές. Όλα αυτά τα βρίσκαμε γύρω-γύρω από τα σπίτια. Τα χανιώτικα μπορντέλα ήταν από τα μεγαλύτερα. Λόγω της ιδιοσυγκρασίας των Κρητικών, επειδή δεν μπορούσες να πειράξεις εύκολα κοπέλα ή να τη φλερτάρεις, υπήρχαν οι οίκοι ανοχής. Ηταν μια κοινωνία παράνομη αλλά και πολύ κοινωνική. Γιατί κοινωνική; Ολη η Μίνωος είχε μια ταβέρνα. Δεν μπορούσαν να εξυπηρετούσαν όλον τον πληθυσμό που πήγαινε στα “σπίτια” καφενόβιους, “αγαπητικούς”, γυναίκες. Για αυτό και κάθε “κοπέλα” είχε δικτυωθεί με ένα σπίτι της γειτονιάς που της μαγείρευε το φαγητό και η “κοπέλα” το πλήρωνε. Και η πληρωμή ήταν πολύ καλή, όλο το φαγητό της οικογένειας έβγαινε από το πιάτο της “κοπέλας”. Αλλες έπαιρναν γυναίκες από τη γειτονιά για να τους καθαρίσουν τα σπίτια, να τους πλύνουν τα ρούχα. Και για κάποιους που μπορεί να τους φανεί παράξενο, το λέω ξεκάθαρα, πολλές οικογένειες με το μεροκάματο που έπαιρναν από τις “κοπέλες” μεγάλωσαν παιδιά, τα σπούδασαν. Για αυτό και η σχέση τους με τους γείτονες ήταν άριστη. Είχαν αποδεχτεί όλοι οι κάτοικοι της Σπλάντζιας την παρουσία τους. Επίσης αν ήσουν μικρός και της γειτονιάς και πήγαινες εκεί οι “κοπέλες” σε έδιωχναν. «Θα το πω στη μάνα σου» μας έλεγαν. Βέβαια όσο και αν ήταν “δεμένες” με την κοινωνία, οι γονείς μας δεν μας άφηναν να πλησιάζουμε τα “σπίτια” και να παίζουμε εκεί. Αν το έκανες αυτό και το καταλάβαιναν έτρωγες ξύλο. Μπορεί οι κάτοικοι να τις αποδέχονταν αλλά αλίμονό σου αν σε έβλεπαν να πλησιάζεις τα “σπίτια”. Για την υπόλοιπη κοινωνία των Χανίων θεωρούμασταν και εμείς παράνομοι. Μιλάμε για 60 χρόνια πίσω, δεν ήταν εύκολα τα πράγματα τότε. Αν έμενες στη Σπλάντζια θεωρούσαν αυτόματα… αλήτης. Ομως από τη γειτονιά αυτή, από όλη τη Σπλάντζια δεν βγήκαν εγκληματίες και δολοφόνοι. Βγήκαν γιατροί κορυφαίοι από τη Σπλάντζια όπως ο Χατζηλίας, ο Καζούλης, αρχαιολόγοι όπως ο Σταμπολίδης και πολλοί άλλοι επιστήμονες και πολλοί αξιόλογοι άνθρωποι, παιδιά διαμάντια. Κυριαρχούσε το Μικρασιάτικο στοιχείο στη γειτονιά που είχε μια τεράστια κουλτούρα, βασισμένη στο νοικοκυριό, το κουβαρνταλίκι, τη φινέτσα…Για αυτό και παραμένω μόνο Μικρασιάτης και μόνο ΑΕΚτζής».
ΤΙΣ ΗΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ
Ο αφηγητής μας δεν ξεχνάει τις ημέρες του Πάσχα. «Εκλειναν τα σπίτια τη Μ. Παρασκευή και σχημάτιζαν παράταξη οι “κοπελιές” και μόλις περνούσε ο επιτάφιος τον έραιναν με λουλούδια, είχαν και μύρο. Ηταν θρησκευόμενες κάποιες από αυτές αλλά δεν πήγαιναν στην εκκλησία γιατί φοβόταν ότι θα τις δείχνουν με το δάχτυλο» θυμάται. Τον ρωτάμε για το αν στα “σπίτια” σύχναζαν και οι “επώνυμοι” Χανιώτες. «Βέβαια, κυρίως τη νύχτα για να μην φαίνονται και αυτοί που είχαν χρήματα, έπαιρναν την “κοπέλα” σε δικό τους χώρο. Οι γυναίκες που ξέφυγαν από τα “σπίτια” έφτιαξαν άριστες οικογένειες και αυτό δεν είναι υπερβολή» καταλήγει ο Στέλιος.
ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗ ΔΙΗΓΗΣΗ ΕΝΟΣ ΠΑΛΙΟΥ ΚΑΤΟΙΚΟΥ: Το “σπίτι” της Καλλεργών στα ’70 – 80
Τα μπουρδέλα δεν τα έστηναν όπου λάχει. Η ίδρυση ενός οίκου ανοχής γινόταν κάτω από δύο προϋποθέσεις: Το μπουρδέλο έπρεπε να είναι κοντά σε πελατεία και έπρεπε να ’ναι σε απόμερο σημείο. Η πρώτη προϋπόθεση συμπλέκεται με τη δεύτερη, γιατί η πελατεία των οίκων ανοχής συχνάζει σε απόκεντρα σημεία. ενα λιμάνι είναι ούτως ή άλλως απόμερο σημείο, κοντά σε Ιταλικό και Γαλλικό στρατώνα. Κοντά σε σταθμούς (αστικά λεωφορεία στο πλάι της Αγοράς και υπεραστικά στη Ρέμβη) και αγορές (Δημ. Αγορά, Κάτωλας, ποδηλατάδικα).
Το στήσιμο του οίκου ανοχής, προϋπόθετε την ύπαρξη κάποιας εστίας. Κοντά ή δίπλα του, βρίσκονταν διάφορα ταβερνάκια, καφενεδάκια, μπαράκια.
Υπάρχουν πολλών ειδών οίκοι ανοχής. Η ταξινόμηση από το απλό στο πολυσύνθετο παρουσιάζει τις εξής ποικιλίες:
– Καμαρούλα (ένα κορίτσι)
– Σπιτάκι (ένα κορίτσι)
– Οικία (λίγα κορίτσια)
– Ξενοδοχείο (πολλά κορίτσια)
– Στρατώνας (πολλά κορίτσια)
– Συνδυασμός μπουρδελογειτονιά (ομάδα οίκων ανοχής)
Η μπουρδελογειτονιά, ένας σύνθετος συνδυασμός οίκων ανοχής και αρκετών μαγαζιών, όπως η Μίνωος. Αλλά και συγκατοίκηση οικογενειών.
“ΠΡΟΣΟΧΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ”
Όλοι θυμόμαστε στη μέση περίπου της Μίνωος το “ΠΡΟΣΟΧΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ” αλλά και τις οικογένειες στα πίσω στενά, Μεϊντανάκι κλπ.
Στα Χανιά δεν υπήρχαν μεγάλοι οίκοι ανοχής αν εξαιρέσεις της “Γιωργίας”, στην οδό Καλλεργών. Μπουρδέλο γαλλικού τύπου, με σαλόνι υποδοχής μέσα και τα δωμάτια. Ο χώρος διατηρούνταν όπως παλιά μέχρι τα μέσα του ’90 όπου μετά έγινε πολυχώρος και άλλαξε τελείως.
Η κύρια είσοδός του ήταν απ’ τη μεριά της Καλλεργών (μια βαριά ξύλινη πόρτα) μπαίνοντας μέσα υπήρχε η σάλα που αργότερα έγινε κι αυτό κάμαρα. Μια γυριστή ξύλινη σκάλα οδηγούσε στα πάνω δωμάτια. Κάθε δωμάτιο είχε μεγάλο παράθυρο, με βαριά βελούδινη λαδί κουρτίνα και μικρό νιπτήρα, χαμηλά τοποθετημένο, στο ύψος των αχαμνών, για το πλύσιμο των γεννητικών οργάνων (ανδρικών) γιατί τα κορίτσια ήταν πολύ καθαρά και περνούσαν μία φορά τη βδομάδα από γιατρό (υγειονομικό).
Δεξιά και αριστερά ήταν τα δωμάτια και στο τέλος του διαδρόμου, υπήρχε δεξιά σαλονάκι και δίπλα μεγάλο παράθυρο που έβλεπε στην οδό Καψοκαλύβων προς το διαβόητο τεκέ του Μούνταυρη (αναφορά για τον τεκέ αυτόν κάνει ο Μάρκος Βαμβακάρης στη βιογραφία του, όταν κάποιο χειμώνα επισκέφθηκε τα Χανιά μαζί με τον Μπάτη). Αλλη μια μεγάλη μπαλκονόπορτα με μπαλκόνι έβλεπε στην οδό Καλλεργών, που κάθε Μ. Παρασκευή (τα μπουρδέλα ήταν κλειστά), η Γιωργία έβγαινε στο μπαλκόνι με σατέν μπλε ρόμπα και ράντιζε με άρωμα πατσουλί τον Επιτάφιο που περνούσε από κάτω και τον κόσμο. Στη γωνιά του μπαλκονιού το θυμιατό αναμμένο και όταν τελείωνε το μπουκάλι το πατσουλί, ροδοπέταλα και γαρύφαλλα.
Τ’ άλλα κάτω δωμάτια είχαν είσοδο απ’ την οδό Καψοκαλύβων, απέναντι στο πλατειάκι στο διώροφο ήταν δύο ανεξάρτητα μπουρδέλα, της Λίτσας και της Νότας.
Κάθε κορίτσι είχε στο δωμάτιό της το κρεβάτι, διπλό πάντα, και στρωμένο με σατέν κάλυμμα, μία ντουλάπα, ένα κομό, την κλασική κανάτα με τη λεκάνη και το κλασικό μπουκάλι με το υπερμαγκανάτ (αντισηπτικό), χαλί ή βελέντζα κόκκινη στο πάτωμα. Καλοριφέρ δεν υπήρχαν, παρά σόμπα και ο φωτισμός ένα φωτάκι της νύχτας κόκκινο.
Τα μπουρδέλα είχαν ωράριο. Το βράδυ 11.00 έκλειναν, και τα κορίτσια έβγαιναν με τους φίλους τους εκείνη την εποχή πήγαιναν στην “Παπαρούνα” (στον Αγιο Ματθαίο) και στον “Κερατά” τον τότε μακρινό Πλατανιά. Το κορίτσι πάντα υποδεχόταν το πελάτη με ρόμπα ή “ζιπουνάκι” και πάντοτε φορούσε κιλότα ή σουτιέν.
Η υπηρεσία ήταν κυρίως κάποια πολύ γερασμένη πόρνη ή κάποιος ομοφυλόφιλος. Ποιος από τους παλιούς που διαβάζουν το άρθρο, δεν θυμάται τη “Νικολέτα” ψηλός και χλωμός, την “Πετρία” που έπαιζε ντέφι, που είχε κρεμάσει πολύχρωμες κορδέλες και λίκνιζε το κορμί του σαν χορεύτρια του Καφέ “Σαντάν”, τη “Μιμίκα” με το καυτό σορτς και τη “Τσόκαρα”. Κάποια στιγμή, έφυγε από τα Χανιά η “Μιμίκα” και πήγε στη Θεσ/νίκη και μετά από καιρό δολοφονήθηκε.
Η υπηρεσία είχε τον ρόλο να δελεάσει τον πελάτη, λέγοντας τις διάφορες στάσεις που κάνει το κορίτσι:
– αλά παντρεμένα (φυσιολογικό)
– αλά φρανσέ (φυσιολογικά και σοδομισμός)
– τα πόδια της γυναίκας στους ώμους του άνδρα.
– Πεολειχία – καρεκλάτο – αεροπλανάκι – βαρκαρόλα.
Είμαι αναγκασμένος να δώσω κάποιες εξηγήσεις: Κατ’ αρχήν, το κορίτσι πέφτει στο κρεβάτι πάντοτε ανάσκελα και βάζει κάτω απ’ τα οπίσθιά της για να ανασηκωθεί η λεκάνη της. Όταν ο πελάτης ζητάει πολλά στριφογυρίσματα και νάζια, το ποσό αλλάζει και η ταρίφα πάει διπλή. Αλλά όμως ο κανόνας έχει και τις εξαιρέσεις του σε τακτικούς πελάτες.
ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΚΑΙ… ΜΟΥΣΙΚΗ
Η υπηρεσία, εκτός απ’ τη διαφήμιση προσόντων του κοριτσιού, έπρεπε να επιμελείται την καθαριότητα του χώρου των σεντονιών αλλά και της μουσικής. Σεξ και Καφάσης (“Γέλα κυρία μου”), Ν. Κερμανίδης (“Η κατάρα μου να δέρνει τη σκιά σου”), Αιγύπτιος (“Μην αργείς”) και άλλα λοιπά σουξέ.
Το μπουρδέλο, έχει τη δικιά του μυρωδιά, που δεν τη συναντάς πουθενά αλλού. Πατσουλί (βαρύ άρωμα), ανακατεμένο με τσιγαρίλα, ιδρώτα, μούχλα και λαστέξ (προφυλακτικό). Μέχρι τα ’80 ήταν ταμπού να περάσουν κορίτσια απ’ το Θηλέων της οδού Κοραή. Και όσες περνούσαν με φόβο, την επόμενη μέρα κοκορεύονταν στις φιλενάδες τους.
Αστυνομία ένστολη δεν έκοβε βόλτες, παρά μόνο ασφαλίτες και καθηγητές για να πιάσουν κάποιο μαθητή και να τον ξεφτιλίσουν. Θυμάμαι μαθητή κουρεμένο γουλί, επειδή τον έπιασαν στα μπουρδέλα και θυμάμαι και 8ήμερη αποβολή, επειδή κάποιος καλοθελητής καθηγητής ρουφιάνεψε την μπουρδελότσαρκα μαθητών.
Πάντως, εγώ μεγάλωσα εκεί όπως και άλλα παιδιά. Υπήρχε σεβασμός και από τη γειτονιά και από τα κορίτσια. Οι τσέπες μου ήταν πάντα γεμάτες με καραμέλες, όταν μ’ έστελναν να τους πάρω τσιγάρα. Και όταν, πιτσιρικάς, είχα ρωτήσει τον πατέρα μου, γιατί μαζεύονται τόσοι άντρες εκεί, μου απάντησε απλώς: «μαζεύονται και διαβάζουν εφημερίδα».
Η “Γιωργίτσα”, πέθανε το ’90, ολομόναχη και λησμονημένη. Τη βρήκαν από τη μυρωδιά της… Η μόνη απ’ τις παλιές, ως πρόσφατα, ήταν η Ζωίτσα, που κυκλοφορούσε με ροζ νυχτικό, άσπρο μαντήλι, πολύ έντονα πουδραρισμένο πρόσωπο και με ζωγραφιστή ελιά που κάθε φορά άλλαζε σημείο.
Υ.Γ. Η “Γιωργίτσα” , είχε σώσει πολλούς απ’ την πείνα στην κατοχή. Η “Νότα” είχε παιδί που σπούδαζε στο εξωτερικό, όπως και η “Ρομανά”.
Σας παραθέτω ένα τραγούδι του Τσιτσάνη που αναφέρεται σε μια καλντεριμιτζού (Φωνογραφήθηκε 6-10-1947):
Γιατί το δρόμο σου ν’ αλλάξεις
για δυο στολίδια άμυαλη τρελή
και το στεφάνι σου να το πετάξεις
να γίνεις στη ζωή αμαρτωλή.Τώρα στους δρόμους κάνεις βόλτες
με παγωμένη κι άδεια την καρδιά,
μα θα σου φαίνονται βαριές οι πόρτες
που θα σε δέχονται κάθε βραδιά.Και κάθε νύχτα, νύχτα θα περιμένεις
για τα φιλιά να βρεις αγοραστή,
και ντροπιασμένη μπρος μου θα διαβαίνεις
με νέο κάθε τόσο εραστή.
Γράφει ο Μ.Ν.
Στο παρκακι της πυλης της αμμου ηταν τρουλι και πανω ηταν το σπιτι που γενηθεικα το 1951 !!!