Μάης μήνας πρέπει νά ’τανε όταν έστειλε το Στελιό ο πατέρας του να ποτίσει και να μεταδέσει τον γάιδαρό τους. Δεν καλόθελε εκείνο γιατί έπαιζε μπάλες με τα γειτονάκια αλλά για να μην μανίσει ο αφέντης του κι αρπάξει το βιτσαλάκι… έφυγε χωρίς δεύτερη κουβέντα.
Στον δρόμο συνάντησε και τον Νεκτάριο παιδί του παπά τσ ενορίας… αμάθητο και ακάτεχο από γαιδάρους κ γιδοπρόβατα.
-Έλα Νεκταριό να κάνομε ένα βολιτάκι, να φάμε στον δρόμο μούρνα κι αμπουρνέλες να σου δείξω και μια κοτσυφέ πούχει μικιά πουλάκια.
-Κάτσε δυο λεφτά να το πω στην μαμά μου, να βάλω και τα σπορτεξάκια μου κι έφταξα.
-Δεν χρειάζουνται μωρέ παπούτσια και ποητά μα κι εγώ ξυπόλυτος είμαι δε με θωρείς… μόνο πορπάτιε γλήγορα – γλήγορα να μπροκάμουμε να παίξουμε κιόλας.
Μπροστά πήγαινε το Στελιό πατώντας πέτρες και τσίτες με τα πατουχάκια του -που ήταν σαν πετσί από την ξυπολυσιά- και πίσω το Νεκταριό, ατζοπατώντας με τση τσίτες, και χορεύοντας με τα χαλίκια.
-Πήγαινε πιο σιγά βρε Στελάκι να χαρείς, και μου ξελουρίσανε τ’ ατζάκια μου οι τσίτες.
-Δεν κολώνουν οι γι άντρες μπρε Νεκταρούλη, γιαε εγώ πως τση πατώ και δεν παθαίνω πράμα… να θώριε να μαθαίνεις… και σαν τον φουρόκατο έπαιξε τον πήδο σε μια γαϊδουρότσιτα…
Δεν είχε συνηθίσει όμως στην ξυπολησιά το παπαδοπαίδι… κι εκιά που πήγε να πατήσει απαλά απαλά μια αστιβίδα τσιτώθηκαν τα πατουχάκια του κι άρχισε να νιαουρίζει σαν το κατσούλι.
-Μην κλαουρίζεις μωρέ Νεκταρούλη και δεν μπορώ να σε γροικώ… μόνο κάτσε επαέ στο χαρακάκι κι εγώ θα σε πάω στο σπίτι καβάλα στον γάιδαρο.
Σε λίγο ξεπρόβαλε μέσα από βάτους και συκιές κολλημένος σαν βδέλα στην πλάτη του ζωντανού, στάθηκε κι ανέβασε τον φίλο τσι καπούλες, έπαιξε δυο γερά λαχτίδια στα πλευρά του γαϊδάρου και ξεκίνησαν για το χωριό.
Η κούρσα πήγαινε ρολόι μέχρι την ώρα που άναψαν τα αίματα του γαιδουράκου, όταν μυρίστηκε ότι εκεί κοντά ήταν δεμένη η γαιδούρα του μπάρμπα Γιάννη. Με μια διπλοτσινιά σε στυλ ανάποδης σούζας πετά μέσα τσι βάτους τον Νεκταρούλη… και τσινώντας στον αέρα με γκανιές και ποδοβολητά, έτρεχε βολίδα για το σώχωρο.
Δεν μπόρεσε να βαστήξει την φούρια του το Στελιό, το πέταξε κι αυτό ανάσκελα στον πάσπαλο… κι εθώριε τον εραστή να κυνηγά με πάθος την αγαπητικιά του κι αυτή να του ανταποδίδει την αγάπη της με απανωτά διπλοτσινίδια στα μούτρα.
-Ε,του κερατά το χτήμα μια λύσσα που την έχει και παρολίγο να μισερώσει τα κοπέλια… ακούστηκε να βαταλαλεί ο μπάρμπα Νικόλας από το δίπλα μετόχι που έβοσκε τα βούγια του…
-Γιάντα μωρέ κοπέλι μου επήγες κι έλυσες τον μπουρίκο σας να πάει να ντρακάρει την ξένη γαϊδάρα και να σας σε γυρεύει μετά απανοπρούκια ο σύντεκνος… μπρε γαμώ το στανιό μου δεν το κάτεχες πως ο γάιδαρος σας είναι μεγάλος τσαμούρης, και ετούτηνε την εποχή άμα δει θυληκιά, τονέ πιάνει ντελίριο…
Πάλι καλά που δεν σε δάγκασε κακορίμαλο…
Άντε, σάλευε εδά να ξεμπερδέψεις το παπαδοπαίδι από τσι βάτους και να τ’ αναβαστάς να πάτε σιγά-σιγά στο χωριό, μα εγώ δεν λέω πράμα τ’ αφέντη σου.
Οϊ θείο μη του το πεις, για θα με ξυλοφορτώσει σαν σαν τον γάιδαρο..!!!!