Δευτέρα, 18 Νοεμβρίου, 2024

Η Ανάσταση των αλειτούργητων

Αυτή η Ανάσταση έμελε να βρει το σπίτι των Διαλυνάδων σιωπηλό και μελαγχολικό. Στην πολύχρονη και έντονα  αισθητή απουσία του αποδημήσαντος πάτερ φαμίλια είχαν έρθει να προστεθούν, με τα χρόνια, πολλά και διάφορα δύσκολα.
Η μεγαλύτερη κόρη της οικογένειας, συνταξιούχος δικηγόρος και χήρα επίσης είχε ακολουθήσει τον γιο της, που σπούδαζε στη βόρεια Αγγλία. Τη δεύτερη κόρη βασάνιζε η στενοχώρια για  σοβαρό πρόβλημα υγείας του συζύγου της. Ο μοναχογιός της οικογένειας, που παντρεύτηκε στην Αμερική, πολύ σπάνια τα κατάφερνε να έρθει στην Ελλάδα, η τρίτη κόρη, που εργαζόταν ακόμα διδάσκοντας Αγγλικά σε κάποιο φροντιστήριο, ήταν η μόνη που μπορούσε, στη φάση εκείνη, να αναλάβει και κάποια καθήκοντα στο σπίτι της Μάνας.
– Εβαλα τα κρομμυδόφυλλα στην κατσαρόλα. Ανοιξε τώρα το μάτι της κουζίνας και ρίξε τα αυγά στο νερό, είπε η  Κλεάνθη.
-Τώρα, μισό λεπτό να πιω τον καφέ μου, απάντησε η Ερση.
-Ωχ, η μέση μου, είπε πάλι η Κλεάνθη, πάει, έχασα τη μέση μου. Επιτρέπεται, με διαλυμένους σπονδύλους, να κάνω τέτοιες τρέλες;
-Εμ, τα θέλεις κι εσύ, βρε μάνα… Σου είπε κανείς να ξανοίγεσαι τόσο; Εγώ, που είμαι κόρη σου, κουράζομαι μόνο να σε βλέπω να πηγαινόρχεσαι. Κάθησε, χριστιανή μου, ξεκουράσου και λίγο!
Πετάχτηκε μέχρι το μπαλκόνι και έκοψε λίγα μικρά φύλλα από τα γεράνια και το δυόσμο. Υστερα έβαλε ένα φύλλο σε κάθε αυγό και τύλιξε το κάθε αυγό σε ένα κοντό νάυλον καλτσάκι, τα οποία έδεσε  σφιχτά με ένα κόμπο από την ανοιχτή πλευρά.
Η Κλεάνθη έριξε τα αυγά στην κατσαρόλα να βράσουν μαζί με τα κρεμμυδόφυλλα. Φέτος το είχαν αποφασίσει, δεν θα χρησιμοποιούσαν τις αγοραστές βαφές αυγών αλλά θα ακολουθούσαν την παραδοσιακή και οικολογική συνταγή. Υστερα πήγε στο σαλόνι. Επιασε τη μία από τις δυο λεκάνες με τη ζύμη, που “αναπαυόταν” σκεπασμένη με υφαντή λευκή πετσέτα πάνω στο τραπέζι, και την έφερε στην κουζίνα.
-Ο Θεός να μας συγχωρέσει, Πασχαλιάτικα βρήκαμε την ώρα να φτιάχνουμε κουλουράκια και να βάφουμε αυγά! Αναστέναξε…
-Τι να γίνει, αφού έτσι βρεθήκαμε φέτος, μόνες και ανήμπορες… Απάντησε η κόρη και πρόσθεσε, αποφασιστικά:
-Θα ξεκινήσουμε από τα δικά σου κουλουράκια, μάνα.
-Εγώ θέλω να φτιάξω και στη μηχανή, είπε η Κλεάνθη.
-Πιο ωραία γίνονται άμα τα πλάσουμε, αντιγύρισε η Ερση. Εγώ, πάντως, τα δικά μου θα τα πλάσω η ίδια. Καμία σχέση δεν έχει το κουλουράκι της μηχανής με το χειροποίητο!
Η Κλεάνθη δεν επέμεινε και οι δυο γυναίκες κάθισαν παρέα στο στρογγυλό τραπέζι της κουζίνας. Αλεύρωσαν την επιφάνεια του τραπεζιού που είχαν μπροστά τους και άρχισαν να πιάνουν μεγάλα κομμάτια ζύμης από τη λεκάνη, τα οποία έπλαθαν σε κύλινδρο και έκοβαν σε μικρά κομματάκια στη συνέχεια. Τα χέρια της Ερσης δούλευαν ασταμάτητα, αλλά και της μάνας της δεν υστερούσαν.
-Πολύ μικρά τα φτιάχνεις, παρατήρησε η Κλεάνθη.
-Δεν είναι για χόρταση! Να ξέρεις, έτσι τρώγονται πιο εύκολα, μια χαψιά, και δεν πέφτουν και ψίχουλα χάμω! Απάντησε με σιγουριά η Ερση.
Επλαθε κουλουράκια σε σχήμα πλεξούδας, την οποία τύλιγε σε μικροσκοπικό κύκλο. Εφτιαχνε σαλιγκαράκια, έφτιαχνε μικρές κουτσούνες, και φιδάκια. Παλαιότερα έπλαθε πιο πολύπλοκα σχέδια: καλαθάκια με φρούτα, γοργόνες, σταυρούς, λαγουδάκια. Τώρα όμως, ένιωθε ότι η δύναμή της δεν ήταν όπως παλιά. Η πλάτη της πονούσε όταν καθόταν πολλή ώρα, ο αυχένας της πιανόταν και μούδιαζε, οι καρποί της πονούσαν.
Οταν έβγαζαν τις λαμαρίνες από το φούρνο της κουζίνας η Κλεάνθη είπε, ευχαριστημένη:
-Φτου, φτου αλάβωτά τους, τέτοια επιτυχία δεν την ξαναθυμάμαι. Και του χρόνου, να γιορτάσεις με τα παιδιά σου!
-Και του χρόνου, μάνα, και χρόνια πολλά, απάντησε η Ερση, παρακάμπτοντας τον υπαινιγμό της μάνας της ότι του χρόνου μπορεί εκείνη να μην υπάρχει στη ζωή.
-Να ξεχωρίσουμε και για την αδελφή σου και τον καημένο το Θρασύβουλο, που είναι άρρωστος, είπε η Κλεάνθη.
-Θα μονομερίσω και μερικά για το φίλο του Φίλιππου, τον Άρη, που τους έχουν κόψει το ρεύμα! Συμπλήρωσε η Ερση.
Η οικογένεια του Αριστοτέλη είχε μείνει δίχως ηλεκτρικό ρεύμα στο σπίτι, επειδή χρωστούσαν στη Δ.Ε.Η. Οπως πολλές οικογένειες, είχαν μείνει στο σκοτάδι, με το φως των κεριών, τούτες τις μέρες.
-Πού είναι οι χρονιές που φτιάχναμε ζύμη με έξι κιλά αλεύρι! Μονολόγησε μελαγχολικά η Κλεάνθη.
-Δεν πειράζει, καλά είναι και τόσα που φτιάξαμε. Θα τα μοιράσουμε σε σακουλάκια να δώσουμε όπου έχουμε μελετήσει.
Το βράδυ του Σαββάτου και αφού είχε μπει η τελευταία λαμαρίνα με τα καλιτσούνια στο φούρνο, η Ερση άνοιξε την τηλεόραση.
Διαδοχικά γύρισε τα κουμπιά μέχρι που συνάντησε την Αναστάσιμη λειτουργία στην πόλη τους. Ακουσε τη μελωδική επωδό «Λυτρωτά ο Θεός, ευλογητός εί…» από τα ψαλτήρια του καθεδρικού ναού και είδε στην οθόνη τους πιστούς να προσκυνάνε διαδοχικά τη φορητή εικόνα με την Ανάσταση του Κυρίου. Υστερα άκουσε το «…ω, παίδες, ευλογείτε, ιερείς ανυμνείτε, λαός υπερυψούται εις πάντας τους αιώνας!»

Κατάκοπη η Κλεάνθη πήγε στο κρεβάτι της και άνοιξε την τηλεόραση στο υπνοδωμάτιό της. Η Ερση, με χρονίζοντα προβλήματα υγείας που όλο και πλήσιαιναν, ήξερε ότι και κείνη φέτος θα άκουγε από την τηλεόραση το «Χριστός Ανέστη».
Η κόρη της, παντρεμένη στην Αθήνα, δεν ήρθε αυτή τη χρονιά. Ο γιος της, σπουδαστής, είχε έρθει από την Αθήνα για τις μέρες του Πάσχα. Τώρα βρισκόταν έξω με τους φίλους του.
-Να βγεις, να ξεσκάσεις και συ λίγο, του έλεγε εκείνη. Πέρασε όμως και από καμιά εκκλησία ν’ ανάψεις ένα κερί, σίγουρα θα υπάρχουν κάποιες εκκλησίες στο δρόμο σας!
Τώρα έβλεπε τον ιερέα που έλεγε το «Δεύτε, λάβετε φως, εκ του ανεσπέρου φωτός…». Οι πιστοί γύρω του σχημάτιζαν μια πυραμίδα με τις λαμπάδες τους, καθώς τις άπλωναν για να πάρουν το Αγιο Φως από τη λαμπάδα που κρατούσε στα χέρια του. Υστερα, με μια έκφραση ικανοποίησης διάχυτη στα πρόσωπά τους, ακολουθούσαν τον ιερέα και τους ψαλτάδες που πορεύονταν προς την αυλή του ναού, όπου είχε στηθεί η εξέδρα.
Κάποιοι έδιναν κι όλας το φιλί της αγάπης, ευχόμενοι χρόνια πολλά.
Από τα μικρόφωνα ακουγόταν η φωνή του ιερέα που διάβαζε το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο: «Διαγενομένου του Σαββάτου…»
Στάθηκε με μεγάλη προσοχή να ακούσει τα λόγια. Τόσα και τόσα γεγονότα, τόσα και τόσα χρόνια ζωής ήταν δεμένα άρρηκτα με αυτό το μήνυμα που περίμενε ν’ ακούσει. Ο ιερέας με κοπιώδη φωνή, μετά από νηστείες και λειτουργίες τόσων ημερών, διάβαζε αργά- αργά τα τελευταία λόγια: «…και εις ουδένα ουδέν είπον. Εφοβούντο γαρ…».
Αμέσως μετά ακούστηκε το «Χριστός Ανέστη». Μονομιάς ήρθαν στο νου της οι εικόνες: Με τους γονείς και τα αδέλφια της στην εκκλησία, να παίρνουν το Αγιο Φως για να το φέρουν στο σπίτι, να ανάβει το καντήλι όλο το χρόνο. Τον εκκωφαντικό θόρυβο από τα βαρελότα και τα πυροτεχνήματα αμέσως μετά το «Χριστός Ανέστη». Το φιλί της αγάπης που αντάλλασσε όλη η οικογένεια στην αυλή της εκκλησίας. Τα κόκκινα αυγά, που τα τσούγκριζαν εκεί, επί τόπου. Τα αγαπημένα χάρτινα φαναράκια, από όπου το Φως αναδυόταν με μια μαγευτική γλυκύτητα, και τα οποία κρατούσαν τα παιδιά πολύ προσεκτικά μέχρι να επιστρέψουν στο σπίτι. Το στρωμένο τραπέζι, τις ευωδιές που απλώνονταν από την κουζίνα. Τον πατέρα που έριχνε μια-δυο χαρμόσυνες τουφεκιές στον αέρα, πριν καθίσουν στο τραπέζι.
Πήγε στην κάμαρη της Κλεάνθης, που με κατάνυξη και συγκίνηση μέχρι συντριβής έκανε το σταυρό της. Πλησίασε και της ευχήθηκε, μ’ ένα φιλί:
-Χριστός Ανέστη, Μάνα. Και του χρόνου, με υγεία…
-Και του χρόνου με το παιδί σου, όχι αλειτούργητη! Απάντησε η Κλεάνθη και πρόσθεσε:
-Εμένα, πια, άσε με…


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα