Οπως έχω γράψει σε παλαιότερα σημειώματά μου, η ζωοκλοπή (βλ. κλοπή προβάτων, κατσικιών, ενίοτε και βοδιών) τα χρόνια της τουρκοκρατίας εθεωρείτο παλληκαριά.
Δεν ξέρω, ούτε υπάρχουν γραπτά κείμενα, από πότε οι Ασηγωνιώτες επεδίδοντο σ’ αυτό το ομολογουμένως δύσκολο σπορ! Δεν ξέρω να σας πω, από προσωπική εμπειρία πόσο δύσκολο είναι, γιατί ποτές μου δεν το εξάσκησα. Ισως να τους το έμαθε ο Πάνας, ο γιος του αρχικλέφτη του Ερμή, που καταδέχτηκε να κλέψει ακόμα και τα βούγια του αδελφού του Απόλλωνα.
Πέρασαν οι αιώνες, ήρθαν κατακτητές, όπως οι Βενετσιάνοι για κάμποσους αιώνες και η σκληρή τουρκοκρατία αργότερα. Οι Ασηγωνιά, σκαρφαλωμένη στα κατσάβραχά της, αποτελούσε πάντα προπύργιο και μετερίζι αντίστασης.
Οι εκάστοτε κατακτητές, βέβαια, πάντα άρπαζαν κάθε φορά τα πεδινά μέρη, τα λεγόμενα κάτω μέρη. Εκεί έκτιζαν τους πύργους τους, είχαν τα νοικοκυριά τους και τα κοπάδια τους.
Τα ορεινά και πετρώδη τα “άφηναν” για τους Ελληνες. Εκεί έβρισκε καταφύγιο κάθε καταδιωκόμενος Ελληνας από τα κάτω μέρη.
«Μάνα σου λέω δε βαστώ
τσοι Τούρκους να δουλεύω
δώσε μου το τουφέκι μου
και τ’ αργυρό μαχαίρι
να πάω στην Ασηγωνιά
που δεν μπατούνε Τούρκοι
που δεν πλερώνου τζερεμέ, Χαράτσι του Σουλτάνου…».
Ριζίτικο.
Επρεπε, λοιπόν, να τραφούν όλοι αυτοί οι περιστασιακοί κάτοικοι του χωριού και ο μόνος τρόπος ήταν να κάνουν μικρές εκστρατείες και να αρπάξουν ζώα από τους Τούρκους που ζούσαν στα κάτω μερη.
Οταν, μετά από πολυαίμακτες επαναστάσεις, ξεμπλέξαμε από τους Τούρκους και τους στείλαμε από κει που ήρθαν, το σπορ έμεινε. Πολλοί Ασηγωνιώτες συνέχιζαν τη ζωοκλοπή. Πήγαιναν σε μακρινές αποστάσεις με τα πόδια και έκλεβαν γιδοπρόβατα.
Μου είπαν για έναν παλιό κλέφτη που δεν ζει πια, πως πήγε με τα πόδια στη Μεσσαρέ και έφερνε μια γιοματέ οζά. Αρκετά από αυτά τα κάνανε ζωντάρια και τα σμίγανε με τα οζά τους. Μερικά πάλι τα σφάζανε και τα πουλούσαν ή τα τρώγανε. Εκείνο που πάντα πρόσεχαν να μην είναι ανάμεσα στα κλεμμένα και τρυπαφτισμένα, δηλαδή ζώα που είχε τάξει ο ιδιοκτήτης στον Αγιο, τα λεγόμενα “τασιμάρια – μοναστηρικά”. Κατά καιρούς, μου έχουν πει ιστορίες για παλιούς κλέφτες που κατά λάθος άρπαξαν και κανένα “μοναστηρικό”. Πάντα όμως, όπως μου είπαν, αυτό είχε άσχημα και αρνητικά επακόλουθα για τον ίδιο ή την οικογένειά του!
Ο Μάρκος μου έλεγε για έναν κοντοχωριανό Γιάννη: «Θωρείς εδά, κιανένα από τα κοπέλια ντου δεν εκάμενε κοπέλια. Μόνο σ’ ανε άτεκνα και τα τρία». Η αιτία, όπως μου είπε, πως είχε πάρει οζά της Παναγίας. Μία πρόσφατη ιστορία μου είπε ο Θοδωρής από το Περαχώρι.
«Ημάστανε με το Γιώργη κι επηγάμενε στο Γυρόλιμνο (Λίμνη Κουρνά) και πήραμενε δυο μουνουχοτράους. Τσοι βγάλαμενε στο καταγόρι στο ν’ Αγριμόπορο σε ένα σπηλιάρι (κλεφτότρυπα) και εσφάξαμέ τζοι και πηγάμενε ύστερα στον Κέντουκλα στο Μητάτο. Εκειά εβάλαμενε το κρέας και το βράσαμενε σε δυο γαζοντενεκέδες. Τη ν’ άλλη μέρα επήγαμενε να φάμενε κιανένα γκομάτι και ήτανε γεμάτο σκουλήκους.
Τότεσας, είπα του Γιώργη πως εξάπαντος οι τράοι θα τανε μοναστηρικοί.
Επήγαμενε ύστερα στο σπηλιάρι και βρήκαμενε τσοι κεφάλες και είτανε και οι δυο τρυπαφτισμένοι! Από τότεσσας δεν ν’ εξαναπήγα στη γκλεψιά».
Πιο παλιά μου διηγήθηκαν μια παρόμοια ιστορία. Ο μπαρμπα – Νικολής ο Πετράκης ο Μπουλοντονικολής είχε ένα κρεοπωλείο στην Καρωτή.
Λόγω της σχέσης που είχε -συγγενικής, φιλικής με τους Ασηγωνιώτες, του κουβαλούσαν και κανένα κλεψιμιό ζώο να το πουλήσει. Χωρίς υποτίθεται να ξέρει την προέλευση. Κάποια εποχή του έφερε κάποιος από το Ροδάκινο τρία γουρούνια. Τη νύχτα η γυναίκα του σηκώθηκε τρομαγμένη επειδή ονειρεύτηκε έναν Αγιο να θέλει να πάρει τα γουρούνια.
Παρατηρήσανε τρομαγμένοι να είναι και τα τρία γουρούνια γεμάτα σκουλήκια.
Καλέσε αυτόν που του τα έφερε και τον ρώτησε αν είναι δικά του ή τα άρπαξε από ποθες.
– Ναι, δικά μου είναι!
Ο Μπουλοντονικολής όμως επέμενε και του είπε την ιστορία με το όνειρο και τα γεμάτα με σκουλήκια γουρούνια.
Μετά από αυτά παραδέκτηκε πως τα είχε αρπάξει από το μοναστήρι του Πρέβελη.
Οι κλεφτοαντεγδικήσεις εκείνη την εποχή ήταν συνηθισμένο φαινόμενο. Οταν σου κλέβανε, έπρεπε να κλέψεις! Αυτό ήταν εθιμικό, απαράβατος νόμος! Αλλιώτικα δεν θα σου έμενε τρίχα!
Ο Μελαδοδημήτρης έβλεπε -βοσκούσε- τα οζά του στο Καταγόρι. Ξαφνικά “πήρε το μάτι” του δύο ξενοχωριανούς που τους γνώριζε.
– Μωρέ είντα γυρεύετε εσείς επά στη Μαδάρα τους ρώτησε.
– Πράμα δεν γυρεύουμε. Περαστικοί είμαστε. Ερχόμεστανε από μια συντεκνιά από τα Σφακιά.
Βέβαια, πήγε στο κακό το μυαλό του και όταν μετά από κάμποσες μέρες άκουσε πως εκλέψανε του Μπικοστελή και του Τσάτσο 25 οζά ήταν βέβαιος πως αυτοί που είδε στο καταγόρι ήταν οι δράστες. Πήγε και βρήκε το Μπικοστελή.
– Μωρέ, Στελή, στο Καταγόρι μ’ απαντήξανε οπροχθές δυο κατωμερίτες και τσοι γνωρίζω. Είπα τονε είντα γυρεύανε επά και σα να κατάλαβα πως γυρεύανε πράμα οζά να κλέψουνε και σάϊκα κακομοίρη αυτοί σας τα κλέψανε και μη ντα διαλαλείτε αλλού!
Πράγματι μετά από πιέσεις παραδέχτηκαν πως αυτοί ήταν οι δράστες της ζωοκλοπής. Ο ένας από τους κλέφτες είχε στενούς συγγενικούς δεσμούς με Ασηγωνιώτες, που μεσολοάβησαν και
– Κακομοίρη Στελή, αυτοί τα πήραν, μα τ’ άχουνε σφαμένα και θα σας τα πλερώσουνε, τους διαβεβαίωσαν.
Ηταν το 1946 και έτυχε να δώσουν τότε γενική αμνηστία! Ετσι, οι κλέφτες ήταν ελεύθεροι και δεν τους βάραινε καμιά κατηγορία. Είχαν δώσει βέβαια την υπόσχεση πως θα το πληρώσουν, μα ο καιρός περνούσε, μα τίποτα!
Ο Μπικοβαγγέλης, γιος του Μπικοστελή, ήταν ένα δεκαοκτάχρονο ψυχώμενο παλληκαρόπουλο.
Την ιστορία τη θεωρούσε προσωπική του υπόθεση και έκανε κάποιες προσπάθειες, μα πάντα άκαρπες.
Κάποια εποχή τον πληροφόρησαν γνωστοί του Ασκυφιώτες βοσκοί και έμαθε επακριβώς πως ο ένας από τους κλέφτες έβοσκε τα οζά του στο Μπρόσνερο ίσια πάνω. Παρακάλεσε ένα “έμπειρο” παλιό κλέφτη το Στελιανό να πάνε μαζί.
– Ναι να ’ρθω θέλει μα μην το πεις κιανενούς γιατί είμαι ύποπτος ζωοκλοπής και θα με πάνε εξορία.
Ετσι κι έγινε! Πήγαν εκεί που τους είχαν υποδείξει οι Ασκυφιώτες και πήραν 35 οζά και έναν μεγαλόσωμο κριγιό. Τα οζά τα πήγαν και τα κλείσανε στο καταγόρι στου “Πισκοπού” στου “Βάνταρη το σπίτι”. Τον κριγιό τον πήρε ο Στελιανός και τον έσφαξε και συνεχίζει ο Βαγγέλης: Μόλις ανακαλύψανε πως τονε λείπουνε τα οζά ήρθανε κατευθεία στη Γωνιά και το διαλαλούσανε.
Ηρθανε οι συγγενείς τωνε και με πιάσανε, μα γω στην αρχή δε ντωνε τα κανα καλά.
– Οη, οη, διάλοσο οζά πήρα γω.
– Βαγγέλη, εσύ τα πήρες και το κατέμενε μόνο να κρατήξεις τα δικά σας και να τονε γιαείρεις τα υπόλοιπα 10.
Ετσι και έγινε. Ομως αυτοί επήγανε κατευθείαν στου Βάμου και μου δώκανε μήνυση!
Σε κάμποσο γκαιρό με μπλέκανε για άλλη κλεψιά και με πήγανανε στου Βάμου.
Εγώ είπα ούλη την ιστορία του διοικητή για τα οζά απού μασε κλέψανε και δεν μας τα πλερώνανε και ετσά αναγκάστηκα να τα κλεψω.
Ο διοικητής μου πενε κακομοίρη θωρώ πως έχεις δίκιο, μα δεν ν’ έχω είντα σου κάμω!
Ετσα με δικάσανε τρία χρόνια!
Εβρήκενε ύστερα ο αφέντης μου λεφτά και έκαμε έφεση.
Στο Δικαστήριο ήρθενε ο παπα-Στελής και πήρενε όρκο στο Βαγγέλιο, πως αυτοί μασε κλέψανε τα οζά και δε μας τα πλερώνανε και γι’ αυτό επήγα εγώ και τα κλεψα. Είπενε πως εσυφωνήσαμενε και πήραμε εμείς τα 25 και τα υπόλοιπα τα πήρανε οπίσω και καμαμενε όρκο και συφωνία!
Ετσα, ο Θεός να συγχωρέσει τον παπα-Στελή! Αθωώθηκα. Αδε ν’ ήτανε ορχομένος ο παπα-Στελής θελα με δικάσουνε και θελά κάτσω στη φυλακή τρία χρόνια και εμπόριε να με πάνε ύστερα και εξορία σε κιανένα νησί!
Υ.Γ.1 Ο Βαγγέλης μου είπε και χωριά και ονόματα. Ομως εγώ δεν τους ανέφερα για ευνόητους λόγους. Εξάλλου, οι κλέφτες έχουν πεθάνει προπολλού!
Υ.Γ. Ούλες τσι πλια καινούριες “Ιστορίες τσ’ Ασηγωνιώτικης Ρίζας” τσι πρεμάζωξα και τσ’ έκαμα ένα νέο βιβλίο το τέταρτο της σειράς “Ασηγωνιώτικη Ρίζα” με τίτλο “Μαδαρίτικα αναστορήματα” και το διαθέτουν στα Χανιά το βιβλιοπωλείο “Πετράκη” και στο Ρέθυμνο το βιβλιοπωλείο “Κλαψινάκη”.