Τρίτη, 16 Ιουλίου, 2024

Η Κρήτη, ποίημα ελευθεροφροσύνης

«Κρήτη, το φιόρε των νησιώ,
κορώνα του Λεβάντε,
που ανάμεσα στο πέλαγος
στέκεις ωσά διαμάντε…»

[Γ. Πάτερος, “Το τραγούδι του Αληδάκη” (1774), απόσπασμα] (1)

ΠΗΓΗ έμπνευσης για όλες τις τέχνες η Κρήτη. Η ποίηση γι’ αυτήν ξεχωρίζει, γιατί και η ίδια είναι ένα ποίημα του Θεού στη γη.
ΟΤΑΝ, πριν 35 χρόνια περίπου πρωτοήρθα στον ευλογημένο ετούτο τόπο, ήμουν ήδη φορτωμένος με τη “μυθολογία” των ανυπότακτων ελευθερόφρονων Κρητικών του Ν. Καζαντζάκη, των “αναγεννησιακών” τρυφερών ποιητών του νησιού, τον ηρωισμό του Δασκαλογιάννη, το ολοκαύτωμα του Αρκαδιού, το κάψιμο της Καντάνου…
ΚΑΧΥΠΟΠΤΟΣ και περίεργος ήμουν για αρκετό καιρό, ώσπου έζησα τους Κρητικούς από κοντά. Απομυθοποιήθηκαν πολλά και πολλά παρέμειναν θαυμαστά.
ΣΥΓΚΡΑΤΗΣΑ δυο κουβέντες τους, σημαδιακές:
• το νησί είναι τόπος ηρώων («όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, αίμα λευτεριάς θα βρεις») είναι “η λεβεντογέννα” Κρήτη: στο φρόνημα και την πράξη.
Και ακόμη ότι είναι
• αστείρευτη πηγής ζωής κι απόλαυσης στα άκρα όλα. Έχεις μεράκι για ζωή; Τη ζεις. Με τη λύρα που σε ξεσηκώνει, το λεβέντικο χορό παντού, την έξυπνη και σοφή μαντινάδα, το πλούσιο φαγοπότι, τον ατέρμονα έρωτα για τα πάντα… Τι άλλο να επιθυμήσεις στην “ξελογιάστρα” Κρήτη; (2)
ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ που παραθέτουμε (αποσπασματικά), αποτελούν ελάχιστη εξύμνηση ενός τόπου και των ανθρώπων του, άρρηκτα δεμένων μεταξύ τους- κυρίως με τη λέξη ελευθερία.
Η ΜΟΙΡΑ έλαχε στα δυο μεγαλύτερα νησιά μας -την Κύπρο και την Κρήτη- να αγωνίζονται περισσότερο από τους άλλους, για το ανεκτίμητο αγαθό, τη λευτεριά. Και μπορεί η “αδελφή” της Κρήτης, η Κύπρος, να είναι ένα «χρυσοπράσινο φύλλο ριγμένο στο πέλαγο», όμως η Κρήτη παραμένει μια αιώνια ποιητικότατη “χρυσοπράσινη σειρήνα”: είναι η “αχτιδομάλλα” και “ορθοβύζα” Γοργόνα της Μεσογείου, που έχει το τραγούδι πάντα στο στόμα της. Όπως έτσι τη θέλει ο ποιητής Λορέντζος Μαβίλης στο ποίημά του “Κρήτη”. Την αισθαντική αυτή εικόνα συμπληρώνει με τα λόγια του τραγουδιού της Γοργόνας – Κρήτης, που λέει:
• «…Σαν το γάλα της αίγας Αμαλθείας
Θρέφει θεούς και το φιλί μου εμένα
Ελάτε να χαρείτε μες της θείας
αγκαλιάς μου το σφίξιμο ενωμένα,
πρόσφυγες της ζωής, δώρα άγια τρία
Θάνατο, αθανασία κι ελευθερία».
ΑΛΛΑ πώς αντιλαμβάνεται ο Κρητικός την ελευθερία του;
Τη διαχρονική αξία και αγωνία γι αυτήν “ορίζει” ο Γ. Πλεύρης στο ποίημά του “Η Ελευθερία της Κρήτης” (1898):
• «Η ’λευθεριά δεν είναι τι καινούργιο για την Κρήτη,
Με τα Λευκά ’φύτρωσε ’κει, και με τον Ψηλορείτη,
Είναι δενδρί αγαπητό, στ’ αγέρωχα παιδιά της,
Και το φυλάξαν μ’ άρματα, ακοίμητα κοντά της» (…)
“ΔΕΝΔΡΙ” λοιπόν πολύτιμο που συνυπάρχει με Ψηλορείτη και Λευκά Όρη. Αλλά και με τις ζαφειρένιες ακτές της, τους γλαυκούς ορίζοντες και τον καυτό της Hλιο, με τις παραδόσεις και την Ιστορία της… Ο Κρητικός ποτέ δεν ανέχθηκε ξένο κατακτητή. Επαναστατούσε, γιατί πάντα το νησί του ήταν το πιο μυριοεπιθυμητό της Μεσογείου. Όλοι το ορέγονται, όλοι το ερωτεύονται. Κι όσους η θάλασσα “ξεβράσει” στο νησί μαγεύονται, δεν θέλουν να το αφήσουν.
ΤΟΝ ΠΟΘΟ μα και το νόστο για το νησί έχουν όλοι οι ξενιτεμένοι Κρητικοί. Όπως στο  ποίημα “Ο Κρητικός” του Διονυσίου Σολωμού, όπου φαντασία και πραγματικότητα μπερδεύονται. Όπου η πατρίδα -η Κρήτη- είναι «θεϊκιά κι όλο αίματα»:
• «…Δεν είν’ φιαμπόλι το  γλυκό οπού τ’ αγρίκαα μόνος
Στον Ψηλορείτη όπου συχνά μ’ ετράβουνεν ο πόνος
Κι έβλεπα τ’ άστρο τ’ ουρανού μεσουρανίς να λάμπει
Και του γελούσαν τα βουνά, τα πέλαγα κι οι κάμποι·
Κι ετάραζε τα σπλάχνα μου ελευθεριάς ελπίδα
Κι εφώναζα: «ώ θεϊκιά κι όλη αίματα Πατρίδα»
Κι άπλωνα κλαίοντας κατ’ αυτή τα χέρια με καμάρι·
Καλή’ ν’ η μαύρη πέτρα της και το ξερό χορτάρι…».
Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ δεν χαρίζεται σε κανένα. Κερδίζεται με σκληρούς και αιματηρούς αγώνες και θάνατο… Στο ποίημα “Ο Καπετάν Μιχάλης” του Κωνσταντίνου Ξένου ζούμε αυτό το συνεχές συναπάντημά του ήρωα με το θάνατο:
• «…Τόσες φορές ο θάνατος επάλαιψε μαζί του
Στήθος με στήθος -μα ποτέ δε δείλιασε η ψυχή του…,
Τόσες φορές αντάμωσαν στον κάμπο μονομάχοι
Στην πυρκαϊά του Δοξαρού, στου Άσκυφου τη μάχη,
Τόσες αλλάξαν τουφεκιές σιμά στον Καμαριώτη
Και τρεις εκλέισανε στρατοί το Μυλοποταμιώτη
μ’ άνοιξε διάβα ο Κρητικός με το σπαθί στο χέρι
Κι εντρόπιασε το θάνατο στο ίδιο του λημέρι…».
ΕΤΣΙ είναι ο Κρητικός. Και το απέδειξε στη Μεγάλη “Μάχη της Κρήτης”: “εντρόπιασε τον θάνατο” εξευτελίζοντας τα επίλεκτα στρατεύματα του Χίτλερ… Γι’ αυτό κι ο Ανώνυμος δημιουργός των παρακάτω στίχων δεν διστάζει, εμπνεόμενος από το  ποίημα του Σολωμού για τα Ψαρά, να ταυτίσει την Κρήτη με τη Δόξα, αφού αυτή περιπατεί περήφανη νυχθημερόν στα αιματοβαμμένα χώματα του νησιού:
«Αν έβλεπεν ο Σολωμός εις των Ψαρών την ράχη,
την δόξαν την ελληνική να περπατή μονάχη,
Κι από τις ράχες των Ψαρών να ’μάζευε χορτάρια,
Να στεφανώση τα λαμπρά του Γένους παλληκάρια,
Κι έγραψε το τραγούδι του εκείνο, όπου σώνει
Ένας λαός να τον καλή του Γένους μας αηδόνι,

Πόσα τραγούδια θα ’γραφε αν έβλεπε εδώ πέρα
Να περπατή περήφανη η δόξα νύκτα μέρα,
Με τη γλυκειά την Κρήτη μας σφικτά αγκαλιασμένες
Σαν δυο αδελφάδες δίδυμες μια ώρα γεννημένες
Π’ ανθρώπου μάτι δεν ’μπορεί ποτέ να διακρίνη
Ποια είν’ η δόξα απ’ τες δυο -η Κρήτη ή εκείνη!»
ΑΥΤΗ την Κρήτη τη συνυφασμένη με αίμα, λευτεριά και Δόξα, από τον πολύ παλιό ακόμη “καιρό των Ελλήνων”, καλούμαστε να τιμήσουμε.
Να τη λαμπρύνουμε για τα Εκατόχρονα της Ένωσής της με τη Μητέρα Ελλάδα…
Και «εκειά που σμίγουν οι καιροί/ κι εκειά που συναντούνται», ας είμαστε κι εμείς παρόντες. (2/12/13).

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
– (1) Τα ποιήματα (αποσπασματική ή μη) που παρατίθενται στο κείμενο είναι παρμένα από το ειδικό αφιέρωμα στην Κρήτη του περιοδικού “η Λέξη” (τ. 191-193, γενάρης – σεπτέμβρης 2007)
-(2) «Αρμύρα, νιότη κι Άνοιξη/ θάλασσα, όρη κι άστρα,
γλεντούνε στο δοξάρι σου/ Κρήτη μου ξελογιάστρα.» (μαντινάδα του Γ. Μιχελάκη, στη διαδικτυακή έκδοση της εφημερίδας “Πατρίς”, του Ηρακλείου.
-(3) ό.π.: «Η Κρήτη και η Κύπρος μας/ δυο φίλες κι αδελφάδες,/ όπου μετρούνε τσοι καημούς/ και βάσανα χιλιάδες!» (μαντινάδα, Σωτήρη Σταυρίδη)


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

2 Comments

  1. Στο κέντρο τση Μεσόγειου και στην καρδιά του κόσμου,
    ένα νησί ξεπήδησε δεύτερος ήλιος φως μου…
    με αρετές στεφάνωσε την κτίση πέρα ως πέρα,
    και με καινούρια αρώματα στόλισε τον αέρα…
    γ’αυτό και τηνε διάλεξαν στη γη για κατοικιά τους,
    Θεοί, Αετοί, και Ήρωες ν’απλώσουν τα προικιά τους…
    κι ο Κρόνος ο αχόρταγος σαν είδε ξαπλωμένα,
    όλα τα ξόμπλια των Θεών στην Κρήτη στολισμένα…
    εζήλεψε και βάλθηκε να τηνε ξεριζώσει,
    κι όλα τα ξόμπλια των Θεών στον Άδη να τα στρώσει…
    μηνά και φέρνουν δίφυλλο τραπέζι στολισμένο,
    κ’ένα μαχαίρι Κρητικό κοφτεροσμιλεμένο…
    και διάταξε να πιάσουνε τση Κρήτης τον αφέντη,
    απού στα ξόμπλια των Θεών αυτός πατεί και θέτει…
    απούνε ο μόνος π’ έβαλε σκοπό για να νικήσει,
    τον Κρόνο τον αχόρταγο να τον νεκροφιλήσει…
    στέλνει στρατό αθάνατο στση Κρήτης τα λημέρια,
    να πιάσουνε τον Αετό που παίζει με τ’αστέρια…
    πεσκέσι να τον στείλουνε πίσω στον ψεύτη Κρόνο,
    να τονε φάει μην τυχόν και γαντζωθεί στο θρόνο…
    κι όταν στη θύρα φτάξανε η μάνα ξεπροβάλει,
    μέσα σε ξόμπλι Κρητικό χαράκι είχε βάλει…
    το πήρανε και το ‘ριξαν στου Κρόνου το καζάνι,
    κι αυτός από τη μέθη του μία χαψιά το κάνει….
    και ξαφνικά σταμάτησαν του ρολογιού οι δείκτες,
    κι εδά ο Κρόνος κυβερνά μόνο τσι μαύρες νύχτες…
    μέσα απ’αυτές ορκίστηκε την Κρήτη ν’ αμαυρώσει,
    γι’αυτό Ρωμαίους έστειλε για να τηνέ σκλαβώσει…
    εκάψανε τα ιερά τσι πόλεις αφανίσαν,
    και όσοι παραδόθηκαν σ’αυτούς ζωή χαρίσαν…
    κι ο Αετός που έκλεψε το φως από το Κρόνο,
    έναν ΙΧΘΥΑ έστειλε να ξεπεινάσουν μόνο…
    παίρνοντας δύναμη ξανά φτιάξαν τα ιερά τους,
    και τον ΙΧΘΥΑ έκαναν Θεό για τα παιδιά τους…
    μαύρα πουλιά τσ ‘ανατολής μυρίστηκαν το ψάρι,
    γι’αυτό κι αγκυροβόλησαν στση Κρήτης τ’ ακρογιάλι…
    την Κρήτη κυριεύσανε όλη απ’ άκρη σ’ άκρη,
    και δεν υπήρξε Κρητικός που να μη βγάλει δάκρυ…
    τα Αραβικά μαρτύρια οι κάτοικοι γευτήκαν,
    και όσοι εγλυτώσανε για σκλάβοι πουληθήκαν…
    μα δεν εβρήκαν της οσμής το λάφυρο να πάρουν,
    γι’αυτό και σήκωσαν πανιά πίσω για να σαλπάρουν…
    κυνηγημένοι έφυγαν στσ’ Ανατολής τα μέρη,
    και αν εγλύτωσε κιανείς μόνο ο Θεός το ξέρει…
    οι μέλισσες επρόβαλαν τη γύρη να τρυγήσουν,
    πάλι τσι πόλεις τα χωριά απ’ την αρχή να χτίσουν…
    μέχρι που πάρθη απόφαση απ’ τη Μεγάλη Πόλη,
    η Κρήτη μας να δωρηθεί σ’ένα Λατίνο όλη!!!
    όταν την πήρε άρχισαν να βγαίνουν καριοφύλια,
    και την πουλά στους Βενετούς μόνο με γρόσια χίλια…!!!
    από το φως θαμπώνουνε όσοι την αντικρύζουν,
    οι τέχνες και τα γράμματα δεν έπαψαν ν’ανθίζουν…
    οι Κρητικοί γελάστηκαν στων Βενετών το ζύγι,
    γι’αυτό και ο κατακτητής δεν έλεγε να φύγει…
    ώσπου την Κρήτη πήρανε πάλι Ανατολίτες,
    τις πόλεις κι όλα τα χωριά εκάψαν οι αλήτες…
    κι όταν περάσαν οι καιροί κι οι εποχές αλλάξαν,
    κι οι Κρητικοί τον έλεγχο τση Κρήτης μας αρπάξαν…
    την ένωση με τον κορμό τσ’ Ελλάδος προωθούσαν,
    τον Βενιζέλο αρχηγό είχαν κι’ακολουθούσαν…
    την Ένωση ή τον Θάνατο είχαν ως σύνθημά τους,
    κι όλους τους Ελληνόψυχους το μόνο στήριγμά τους…
    χίλια εννιακόσια ήτανε έτος και δεκατρία,
    μια Δεκεμβρίου Κυριακή μετά την εκκλησία…
    εις το Φιρκά εις τα Χανιά όλοι εμαζευτήκαν,
    κ’ ύψωσαν την Ελληνική σημαία και χαρήκαν…
    κι ο Κρόνος π’ έβαλε σκοπό την Κρήτη ν’ αμαυρώσει,
    ο Αετός τον πέταξε στην άβυσσο να λιώσει…
    Κρήτη τσ’ Ελλάδος καύχημα κ’ Ακριβοθυγατέρα!
    ήσουν και θα ‘σαι Ελληνική ώσπου να υπάρχει μέρα…!!!

    ©VΛngelis Anastasios Tsikritsakis

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα