Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου, 2024

“Η Μεγάλη Παρασκευή στην κρητική λαϊκή μας παράδοση”

001Σήμερα, Μεγάλη Παρασκευή, η στήλη μας αφιερώνει τον πολύτιμο χώρο που χρόνια τώρα μας παραχωρεί η αγαπητή Δ/νση των “Χανιώτικων νέων”, στο συγκλονιστικό γεγονός της Σταύρωσης του Θεανθρώπου Σωτήρα μας Χριστού! Βρίσκουμε μάλιστα την ευκαιρία να σας μεταφέρουμε στην παραδοσιακή ζωή των χωριών μας προκειμένου να θυμηθούμε οι μεγαλύτεροι τις συγκλονιστικές αυτές ώρες εκεί που μεγαλώσαμε κι οι νεώτεροι να κάνουν τις απαραίτητες συγκρίσεις των μ’ όσα βιώνουν σήμερα εδώ στην πόλη. Ξεκινούμε, λοιπόν:
Σήμερα, Μεγάλη Παρασκευή, οι καμπάνες των εκκλησιών, αλλά και των ξωκκλησιών, από την αυγή, ακούγονται πένθιμες. Αγόρια και κορίτσια ξεχύνονται λίαν πρωί στα χωράφια και στα πλάγια, για να φέρουν τ’ αγριολούλουδα του Επιταφίου, που καθώς τους έχουν παραγγείλει οι μεγάλοι, δεν τα μυρίζονται, γιατί είναι για τον Τάφο, που λίγο αργότερα θα στολίζουν οι νέες του χωριού, με τέχνη και περισσή φροντίδα. Ολο το πρωινό, ωστόσο, οι μεγαλύτερες γυναίκες πηγαίνουν και θυμιάζουν τις εκκλησίες. Πρώτα μάλιστα τις “Παναγίες”, ακόμη και των γύρω χωριών…
Το βράδυ στη μέση της εκκλησίας ο Επιτάφιος ευωδιάζει. Στις τέσσερις γωνιές του σοβαρές κοπέλες, Μαρίες στ’ όνομα, αν γίνεται μαυροντυμένες, σωστές Μυροφόρες, παραστέκουν με το καλαθάκι τους γεμάτο ροδοπέταλα κι άλλα λουλούδια, για τη στιγμή της τρίτης στάσης των Εγκωμίων: “Ερρανον τον Τάφον…”.
002Ως χτυπήσει η καμπάνα βραδιάτικα όλο το χωριό καταφτάνει στην εκκλησία. Ανάβει κερί και προσκυνά στον Επιτάφιο. Τα παιδιά περνούν κι από κάτω του. Κι όταν αρχίσουν τα Εγκώμια, ο συναγωνισμός των καλλιφώνων δίνει και παίρνει. Οι προετοιμασίες των ήταν από μέρες, με την οδηγία ψαλτάδων και εφημερίου. Η ώρα της περιφοράς, φορτισμένη συγκινήσεις, είναι το ξόδι του Θεού. Ολοι κρατούν αναμμένο κερί και αμίλητοι προχωρούν. Εξω από τα σπίτια θυμιάζουν και ρίχνουν ανθόνερο στον Επιτάφιο, ενώ σταυροκοπιούνται… Στα εκκλησάκια που είναι δεξιά κι αριστερά της διαδρομής σταματά η πομπή, ο παπάς μνημονεύει κι αργοψάλοντας επιστρέφει η πομπή στην εκκλησία. Στην κεντρική είσοδο τώρα, νέοι κρατούν ψηλά τον Επιτάφιο για να περάσει ο κόσμος από κάτω και να εισέλθει για να τελειώσει η ακολουθία και να γίνουν οι αιτήσεις για τους πεθαμένους κάθε σπιτιού, π’ απόψε περιμένουν κι αυτών οι ψυχές των, να τους θυμηθούμε, που ’ναι μεγάλη ώρα!
Με την απόλυση, οι Μυροφόρες παραμένουν στην Εκκλησία όλη τη νύχτα, “γιατί είναι μιστό”. Σε κάποια χωριά οι Μυροφόρες λένε “το μοιρολόι της Παναγίας” με τον αργόσυρτο πένθιμο σκοπό (μέλος) του κι ως τόσο η νύχτα περνά. Το μοιρολόι αυτό σε παραλλαγή που καταγράψαμε το 1956 στην Αγ. Ειρήνη Σελίνου έχει ως ακολούθως:
– “Κάτω στα Γεροσόλυμα εις του Χριστού τον τάφο,
εκειά δεντρό δεν ήτανε και δέντρο φανερώθη.
Το δέντρο ήταν ο Χριστός και κλών’ οι γι’ Αποστόλοι,
και τα παρακλωνάρια του ήταν οι μαρτυριές του,
που μαρτυρούν και λέγανε για του Χριστού τα πάθη.
– Δέσποινα, Παντοδέσποινα και του Χριστού Μητέρα,
που τον Υγιό Σου πιάσανε οι σκύλοι ’ν’ οι Ιουδαίοι
και μπέψα τον παράνομο το σκύλο τον Οβραίο,
να πα να φέρει δυο καρφιά κι εκείνος φέρνει πέντε,
να βάλουν δυο στα πόδια του και δυο στα δυο του χέρια,
το πέμπτο το φαρμακερό να μπήξουν στην καρδιά του.
Κι η Δέσποινα ως τ’ άκουσε έπεσε λιγωμένη,
σταμνί νερό τση γύρανε κι ένα λαήνι μόσκο
και τέσσερα γαρέφαλα, ώστε να συνεφέρει.
Σαν επανασυνέφερε, σηκώνεται να πάει.
Οσ’ αγαπάτε το Χριστό και του Χριστού τη μάνα,
σα θέλετ’ ακλουθήξετε τση πονεμένης μάνας.
Κιανείς δεν τσ’ ακολούθησε, όξω οι τρεις παρθένες,
η Μάρθα κι η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα.
Και παίρνει τσι και πηαίνουνε εις του ληστή τσι πόρτες,
θωρού τσι πόρτες σφαλιχτές και τα κλειδιά παρμένα
και τα πορτοπαράθυρα σφιχτά μανταλωμένα.
Θέτει τση πόρτας μια λαχτέ και πάει μέσα κι όξω,
θωρεί κουτσούς, θωρεί στραβούς, θωρεί βασανισμένους,
κιανέναν δεν εγνώρισε, παρά τον Αϊ Γιάννη.
– Άγιε μου Γιάννη Πρόδρομε και Βαπτιστή Κυρίου
πες μου ποιος είν’ ο γιόκας μου κι εσέν’ ο Δάσκαλός Σου;
– Θωρείς εκείνον τον χλωμό, τον παραπονεμένο,
απού φορεί ποκάμισο στο αίμα βουτηγμένο;
Εκείνος είν’ ο γιόκας σου κι εμένα ο Δάσκαλός μου!
– Πού ’ναι γκρεμνός να γκρεμιστώ; πού ’ναι κορφή να πέσω;
– Πού ’ναι μαχαίρι δίστομο να κακοθανατίσω;
– Μουδέ γρεμνός να γρεμιστείς, μουδέ κορφή να πέσεις,
μουδέ μαχαίρι δίστομο να κακοθανατίσεις,
γιατ’ ανέν κάμεις τ’ άδικο, θα κάνουν κι οι μανάδες.
Μα πάρε το στρατί – στρατί και άμε στο κελλί σου
και βάψε το μαντήλι σου και κόψε το μαλλί σου,
Βάλε κρασί εις το γυαλί, ψωμί εις το πανιέρι,
φώνιαξε τσι γειτόνισσες να σε περηγορήσου
και κράξε και τα ορφανά να φαν’ να μακαρίσου…
Απού τ’ ακούει σώνεται κι απού το πει σχωρνιέται
κι απού το καλαφρουγκαστεί, Παράδεισο θα λάβει!”.
(Αποστολάκης, σ. 451 – 2)
Ας παρακολουθήσουμε όμως και δύο άλλες κρητικές παραλλαγές του θρήνου της Παναγίας.
Α. Η Παναγία η Δέσποινα καθόταν στο θρονί τζη,
την προσευχή τζη έκανε εις το μονογενή τζη.
Και μια φωνή απ’ ουρανού κι απ’ αρχαγγέλου στόμα:
“Πάψε, Κερά, τσι προσευχές και πάψε τσι μετάνοιες
και τον υγιό σου πιάσανε οι γι’ άνομοι Οβραίοι,
οι γι’ άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρισκαταραμένοι.
Σαν κλέφτη τον επιάσανε και σα ληστή τον πάνε,
και στου Πιλάτου την αυλή, εκειά τον τυραννάνε”.
Ως τ’ άκουσε η Παναγιά πομένει λιγωμένη,
ροδόσταμο τση γερνάνε ώστε να συνεφέρει.
Σαν επαρασυνέφερε κι ήρθε στο λογισμό τζη,
εμίλησε τω γυναικώ που στέκονταν ομπρός τση:
“Όσ’ αγαπάνε το Χριστό και του Χριστού τη μάνα,
ούλες να μ’ ακλουθήξετε, να πα να τονε βρούμε”.
Κιαμμιά δεν τση ακλούθηξε, μόνο οι τρεις Παρθένες,
η Μάρθα κι η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα.
Και παίρνουν το στρατί – στρατί, στρατί το μονοπάτι,
το μονοπάτι τσι ’βγαλε εις του ληστή την πόρτα
κι η πόρτ’ απού το φόβο τζη ανοίγει μοναχή τζη.
Ντηρά ζερβά, ντηρά δεξιά, ντηρά κι απού την άλλη
κιανένα δεν απάντηξε, μόνο τον Αϊ-Γιάννη.
“Αγιε μου Γιάννη Πρόδρομε και Βαφτιστή του γιού μου
δείξε μου εμέ το τέκνο μου κι εσέ το δάσκαλό σου”.
“Θωρείς τον κείνον το χλωμό, τον κατηγορημένο
απού φορεί στην κεφαλή αγκαθινό στεφάνι
κι απού βαστά στη χέραν του καρφιά να τον καρφώσουν
κι απού βαστά στην άλλην του χολή να τον ποτίσουν;
Κείνοσας είν’ ο γιόκας σου κι εμένα ο δάσκαλός μου”.
“Πού ’ναι γρεμνός να γρεμιστώ, πού ’ναι γρεμνός να δώσω,
πού ’ναι μαχαίρι να σφαχτώ, να κακοθανατώσω;”.
“Μάνα, μην κάνεις πρόδομα, να κάνουν κι άλλες μάνες,
γιατί θα να σε βλαστημούν γι οι άλλες καημένες μάνες.
Μα πάρε, μάνα, το στρατί στο σπίτι μας να πάεις
και βάλε στο γυαλί κρασί, κουλούρια στο πανιέρι,
και δώσε την υπομονή σ’ ούλην την οικουμένη.
Κάλεσε τσι γειτόνισσες να σε παρηγορήσουν
και τσι γειτονοπούλες μας να πιουν να μακαρίσουν.
Και το Μεγάλο Σάββατο, κοντά στο μεσημέρι,
όντε σημαίνου οι γι εκκλησιές και ψάλλουν οι παπάδες
τότες κι εσύ, μανούλα μου, θα ’χεις χαρές μεγάλες”.
(Σ.Α. Αποστολάκη: “Ριζίτικα τα δημοτικά τραγούδια
της Κρήτης”, σ. 449 – 450).

Β’: Τώρα ’ναι Αγιά Σαρακοστή και Άγιες ημέρες
που λειτουργούνε στσ’ εκκλησιές και ψάλλουν οι παπάδες
και λένε τ’ “Άγιος ο θεός” και τ’ άγιο “Κυρελέη”.
Απού το λέει σώζεται κι απού τ’ ακούσει αγιάζει,
κι απού το καλοφρουκαστεί, μες στον Παράδο πάει.
Κάτω στα Γεροσόλυμα και στου Χριστού τον τάφο,
εκεί κάθεται η Δέσποινα μόνη κι αμοναχή τζη,
την προσευχή τζη ήκανε για το μονογενή τζη.
Κι εκειά που προσευχούντανε κι εκειά που παρακάλειε
γροικά φωνή και ταραχή και σύχυση μεγάλη.
Βγαίνει στο παραθύρι τζη να ιδεί τη γειτονιά τζη,
βλέπει τον ουρανό θαμπό και τ’ άστρο βουρκωμένο,
το φεγγαράκι το λαμπρό στο αίμα βουτημένο,
βλέπει το Γιάννη κι ήρχουντο, δαρμένο, σκοτωμένο.
Στο ’ναν του χέρι εβάστανε μαλλιά τση κεφαλής του
και στ’ άλλον του εβάστανε μαντήλι με τα δάκρυα.
“Καλώς τον Αγι-Γιάννη μου, το Βαφτιστή του γιου μου.
Είντα χαμπέρια μου ’φερες ’πο το μονογενή μου;”.
“Χαμπέρια φέρνω θλιβερά και λόγια πικραμένα.
Δεν έχω στόμα να τα πω, γλώσσα να τα μιλήσω,
μουδ’ η καρδιά μου δε βαστά να σου τα μολοήσω.
Το γιόκα σου τον πιάσανε οι σκύλοι οι Οβραίοι.
Σαν κλέφτη τονε πιάσανε και σα φονιά τον πάνε,
σα να χωρίζει αντρόυνο, ετσά τονε σκεντζεύγου”.
Κι η Παναγιά σαν το ’κουσε ήπεσε κι ελιγώθη.
Σταμνί νερό την περεχού, τρία κανάθια μόσκο,
τέσσερα το ροδόσταμο, ώστε να συνεφέρει.
Κι απάνω που συνήφερνε τούτο το λόγο λέει:
“Ας έρθει η Μάρθα κι η Μαριά κι η άλλη η Αλισάδη
και του Προδρόμου η αδερφή και του Λαζάρου η μάνα,
να πα να τον προφτάσαμε πριχού τονε σταυρώσου,
πριχού του βάλουν τα καρφιά και μας τον θανατώσου”.
Παίρνουν τη στράτα, το στρατί, στρατί το μονοπάτι,
κι ο μονοπάτης τσ’ ήβγαλε εις του χαρκιά την πόρτα.
“Ώρα καλή, μωρέ χαρχιά, κι είντα ν’ αυτά που κάνεις;”.
“Οβραίοι μου παράγγειλαν καρφιά να τως εκάμω.
Κείνοι, μου πάνε τέσσερα, μα ’γω θα κάμω πέντε,
Τα δυο στα δυο του γόνατα, τα δυο στα δυο του χέρια,
το πέμπτο το φαρμακερό να βάλουν στην καρδιάν του,
να τρέξει αίμα και νερό απού τα σωθικάν του”.
Άντε κι εσύ, μπρε ατζίγγανε, να μην ψωμοχορτάσεις,
την αχυλιά στο τζάκι σου σκουριά να την πετάξεις
και παστρικό ποκάμισο ποτέ να μην ποτάξεις”.
Παίρνουν τη στράτα, το στρατί, στρατί το μονοπάτι.
Ώρες, ώρες επήγαινε κι ώρες εμοιρολόγα,
κι απ’ τα πολλά τζη δάκρυα οι στράτες ελασπώνα
κι απ’ τα πολλά χτυπήματα οι πέτρες αιματώνα.
Κι ο μονοπάτης τσ’ ήβγαλε στων Οβριώ την πόρτα,
Οβραίοι τη σκιαχτήκανε κι εσφιχτομανταλώνα.
“Ελάτε να μας ’νοίξετε, σκυλιά μαγαρισμένα”.
Και πάνε να τση ’νοίξουνε και σφιχτομανταλώνου.
Δίδει λαχθιά τση πόρτας τως κι απ’ όξω μέσα ευρέθη,
κι από τ’ ασκέρι το πολύ, το γιο τζη δε γνωρίζει.
“Αϊ μου Γιάννη Πρόδρομε και Βαφτιστή του γιου μου,
πε μου ποιος είν’ ο γιούκας μου κι εσένα ο δάσκαλός σου;”.
“Δεν έχω στόμα, πάλαμο, για να σου τονε δείξω.
Βλέπεις εκείνο το γδυμνό, τον ανεμομαλλιάρη,
που ’χει στη γερανιά κορφή τ’ αγκάθινο στεφάνι,
που ’χουνε τα χειλάκια του χολή με τον ασβέστη;”.
Κι η Παναγιά σαν το ’κουσε ήπεσε κι ελιγώθη.
Σταμνί νερό την περεχού, τρία κανιά το μόσχο,
τέσσερα το ροδόσταμο, ώστε να συνεφέρει.
Κι απάνω που συνήφερνε τούτο το λόγο λέει:
“Δεν είν’ μαχαίρι να σφαγώ, γκρεμός για να γκρεμίσω,
δεν είν’ άδικος θάνατος ν’ αδικοθανατίσω;”.
Κι ο γιούκας τζη τση μίλησε κι ο γιούκας τζη τση λέει:
“Μάνα, και σα σφαγείς εσύ, σφάζετ’ όλος ο κόσμος.
Μόν’ πάρε την υπομονή για να την παίρνει ο κόσμος,
να κλαιν’ οι μάνες για παιδιά και τα παιδιά για μάνες,
να κλαιν’ κι οι καλόπαντρες για τσοι καλούς των άντρες.
Βάλε κρασί στο μαστραπά κι αφράτο παξιμάδι
κι άντε μες στο τρίστρατο και στρώσε το τραπέζι,
να φάνε οι ακάλεστοι, να φαν’ κι οι καλεσμένοι.
Βάνει κρασί στον μαστραπά και αφράτο παξιμάδι
κι φαγαν οι ακάλεστοι, φάγαν κι καλεσμένοι.
Περνά και η Αγιά – Καλή, τούτο το λόγο λέει:
“Ποιος είδε γιον εις το σταυρό και μάνα στο τραπέζι;”.
Και πάλι ξαναπέρασε, πάλι το ξαναλέει.
“Αντε κι εσύ, Αγιά – Καλή, Αγιά να μη σε λένε.
Παπάς να μη σε λειτουργά, διάκος να μη σε ψάλλει,
μόνο στην άκρα του γιαλού το κύμα να σε δέρνει.
Κι αν είν’ και ψάλει σε παπάς να τον κωλοκυλήσω,
μεσ’ τον αφρό τση θάλασσας να πα να τονε πνίξω.
“Ωφου, γλυκιά μου Παναγιά”. (Αποστολάκης, σ. 452-3).
– Αλήθεια! πώς θρηνείται η ανθρώπινη υπόσταση του Υιού του Θεού και πόσο συμπαραστέκεται και συμπονάται η τραγική μητέρα του Χριστού, η Παναγία, η αιώνια εκπρόσωπος όλων των μητερών της Γης, καθώς περνά τις πιο κρίσιμες ώρες αγωνίας και πόνου, από την αρχική πληροφόρησή της για τη σύλληψη του Γιου της ως τον τελευταίο Του λόγο απάνω στο Σταυρό! (δες: Δ. Λουκάτου: “Πασχαλινά”, σ. 80). Ο ποιητής – Λαός μας, σ’ όλο το μεγαλείο του!…
– Κλείνοντας τη σημερινή μεγάλη μέρα θυμίζουμε κάποια ακόμη λαογραφικά της: Σήμερα, πολλοί μένουν νηστικοί όλη μέρα, ενώ άλλοι “βράζουν χοχλιούς” και μ’ ελιές και παξιμάδι περνούν τη μέρα τούτη τη νηστήσιμη. Κάποιοι δοκιμάζουν ξίδι, το θεωρούν καλό. Γενικά όλοι τηρούν τις λαϊκές απαγορεύσεις: Δηλαδή: δεν σφυρίζουμε χαρούμενα, δεν τραγουδάμε, δεν καρφώνουμε καρφιά, δεν ράβουμε! Δεν κάνουμε καμιά εργασία. Είναι η μέρα της κατάνυξης, της περισυλλογής, της σιωπής, της συμμετοχής μας στις ιερές ακολουθίες των ημερών της Μεγάλης Εβδομάδας.
– Μέρες και ώρες θρησκευτικού μεγαλείου και θερμών ευχών ν’ αξιωθούμε της λαμπροφόρου Αναστάσεως με υγεία! Εδώ όμως σταματούμε!
– Αγαπητοί αναγνώστες: Καλό Πάσχα!


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Ειδήσεις

Χρήσιμα