MΕΓΑ ΣΑΒΒΑΤΟ ΤΟ ΥΠΕΡΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟ
Σήμερα Μέγα Σάββατο οι ετοιμασίες για τη Μεγάλη μέρα, ολοκληρώνονται. Τ’ αρνιά σφάζονται, όλα είναι έτοιμα για το πασχαλινό τραπέζι. Τα λαμπριάτικα ρούχα στις κρεμάστρες τους, περιμένουν. Ομως, οι ώρες της μέρας δε λένε να περάσουν, καθώς το λέει κι ο λόγος: «Ανάθεμα που νήστεψε του χρόνου τα Σαββάτα,/ χωρίς το Μέγα Σάββατο, που ‘ναι μεγάλη μέρα/ απού ‘χει πέντε κολατσιά και πέντε μεσημέρια,/ και πέντε αποτσακίσματα, ώστε να κλείσει η μέρα!».
Στη λειτουργία του Μεγάλου Σαββάτου και στο “Ανάστα ο Θεός”, ξεστολίζεται ο Επιτάφιος με βία, (από μέρους του εκκλησιάσματος) σε πολλά μέρη, βία που παρατηρείται και στους καθολικούς της Ευρώπης, και που δικαιολογείται ως συμβολισμός της αναταραχής που έγινε στον Αδη, αυτή την ώρα. Σήμερα, στη θεία λειτουργία του Μεγάλου Σαββάτου (λειτουργία Μεγ. Βασιλείου όπως και τη Μ. Πέμπτη), θα κοινωνήσει το περισσότερο χωριό καθώς και η πόλη, όσοι δηλαδή δεν μεταλάβανε τη Μεγάλη Πέμπτη ή περιμένουν -οι πιο λίγοι- στην πρώτη Ανάσταση. Ενα ζηλευτό χριστιανικό τελούμενο κατά τη λειτουργία αυτή -στο χωριό μου- μου μένει αλησμόνητο. Κατά την ώρα του Κοινωνικού, ένας ένας οι χωριανοί (πρώτα οι γέροντες) πριν μάλιστα κοινωνήσουν, προσκυνούσαν τις εικόνες με ευλάβεια και στρεφόμενοι προς το εκκλησίασμα ζητούσαν απ’ όλους συγχώρεση, με τη φράση: “Συγχωρέσετέ μου, χωριανοί, του αμαρτωλού!”, κι εκείνοι απαντούσαν: “Συγχωρεμένος! – Ο Θεός άγιος!”. Ενέργεια που γινόταν συνειδητά. Σήμερα τη συνεχίζουν λιγότεροι.
Μετά τη θεία μετάληψη και την απόλυση, φεύγουν για τα σπίτια τους, που τους περιμένουν οι πολλές τελευταίες προετοιμασίες, κρατώντας αντίδωρο και λουλούδια του Επιταφίου. Τα λουλούδια αυτά (του Επιτάφιου) τα παίρνουν οι πιστοί στο σπίτι τους και τα φυλάσσουν στα εικονίσματα. Απ’ αυτά καίνε λιβανίζοντας “ματιασμένους” ή αρρώστους, για να γίνουν καλά. Με το “Ανάστα ο Θεός”, αλλά και τις πολλές προφητείες, τον Υμνο των Τριών Παίδων και τη λοιπή ακολουθία, αφαιρούνταν και το πένθος (= τα μαύρα) από το τέμπλο, τις εικόνες, και απ’ όπου αλλού είχεν τοποθετηθεί. Η εκκλησία ξανάβρισκε τη γνώριμη εικόνα της. Από τ’ απόγευμα του Μ. Σαββάτου το στόλισμά της γίνεται πασχαλινό. Η νηστεία σήμερα τηρείται απ’ όλους, παρά τις ετοιμασίες και τις μυρωδιές της κουζίνας που ξελογιάζουν.
Ωρες χαρούμενης αναμονής, που τις πιστοποιεί και η ανάλογη φράση του λαού μας: “Μεγάλο Σάββατο, χαρές γεμάτο!”. Ενώ πλησιάζομε στο τέλος της Μεγαλοβδομάδας, οφείλουμε να σημειώσουμε τη γενική διαπίστωση πως ο εκκλησιαστικός λόγος, που με τη δύναμη που είχε και έχει ο λαός μας αφομοίωνε παρακολουθώντας τις ακολουθίες με κατάνυξη και “φόβο Θεού”, ζυμώνονταν με το λόγο του κι έδενε στερεώτερα την Ορθοδοξία μας στην ψυχή του, στην έκφρασή του, στη γλωσσική του υπόσταση. Ετσι έκανε λαϊκή παροιμιώδη φράση, τον εκκλησιαστικό λόγο, π.χ. είπε και λέει: “Θα σε πάω στο Πραιτώριο” κι εννοεί θα σε καταγγείλω, θα σε μηνύσω (Ιωάννου ΙΘ! 9.)
“Παρέλθετω απ’ εμού το ποτήριον τούτο”, εννοώντας: Ευχή μου να γλυτώσω απ’ αυτή τη δοκιμασία
“Μάχαιραν έδωκες, μάχαιραν θα λάβεις”, με την έννοια της ανάλογης ανταπόδωσης. Ματθ. ΚΣΤ’ 52.
“Τριάκοντα αργύρια” Ετσι λέμε λεπτά που πήραμε μ’ αθέμιτο τρόπο (Ματθ. ΚΖ8)
“Να η σπείρα” Η ομάδα δηλ. ανθρώπων με κακές διαθέσεις Ιω. ΙΗ 3,12)
“Τετέλεσται” Το λέμε σε κάθε απελπιστική περίπτωση (Ιω. ΙΘ.30)
“Την επαύριον” Σε κάθε μετάθεση χρόνου (Ματθ. ΚΖ 62)
“Τα άδηλα και τα κρύφια” Σε σκοτεινές ενέργειες, σε μυστικότητα. (Ζ’ Αντιφ. Μ. Πέμπτης)
“Μετά φανών και λαμπάδων” Στο λαό μας λέγεται με τη χαρούμενη έννοια και διάθεση, ενώ η φράση είναι παρμένη από τη σκηνή της προδοσίας στον κήπο (Ιω. ΙΗ 3)
“Ημαρτον” Συχνή χρήση της λέξεως,σ’ ανάλογες περιπτώσεις. Ο λαός την απέσπασε από την Ευαγγελική περικοπή: “Ημαρτον παραδούς αίμα αθώον” (Ματθ. ΚΖ’ 4)
“Ας όψεται” Ευνόητη η συχνή τούτης της λέξης χρήση (Ματθ. ΚΖ 4)
“Μνήσθητί μου Κύριε” Φράση με ποικίλες χρήσεις στον τόπο μας. Σε δυσκολία,σε προβληματική θέση, πριν από τη θεία μετάλειψη, σε ισχυρές βροντές, κεραυνούς, κακοκαιρία κ.λπ. (Λουκά ΚΓ 42)
Ολα τούτα τα στοιχεία μας οδηγούν, θαρρώ, να σκεφτούμε για άλλη μια φορά, πόσο σ’ αλλοτινούς χρόνους ο εκκλησιαστικός λόγος, ζυμώνονταν με το λοιπό του λαού μας γλωσσικό πλούτο κι έδενε έτσι στερεώτερα με την Ορθοδοξία μας.
– Με τη χάρη του θεού, αξιωνόμαστε να ζούμε και να χαιρόμαστε την Λαμπροφόρο ημέρα της Αναστάσεως του Κυρίου:
Αγαπητοί αναγνώστες, από αύριο, μεγάλη μέρα, ο χαιρετισμός μας είναι: “Χριστός Ανέστη! Χρόνια Πολλά με υγεία!”
Παρακολουθήσαμε σ’ αυτές τις γραμμές κι απ’ αυτήν εδώ τη θέση, κάποια από τα ανεξάντλητα λαογραφικά της Μεγαλοβδομάδας στον τόπο μας, και τα οποία μαζί με τα παρακάτω λαογραφικά της Λαμπρής, πιστοποιούν την ύπαρξη μιας λαϊκής λατρείας ακμαίας και μιας έντονης θρησκευτικής συμπεριφοράς του Λαού μας, με βαθειές πατρογονικές ρίζες! Στοιχεία πολύτιμα, τα οποία πρέπει να κρατηθούν αδιατάραχτα. Τώρα, λοιπόν, θα θυμηθούμε και θα σημειώσουμε εδώ, λαογραφικά του τόπου μας, π’ αναφέρονται στη σημερινή πανευφρόσυνη μέρα της Λαμπρής!
Λαμπρή: Ονομα που μας χάρισεν η εκκλησιαστική μας γλώσσα. Κι έτσι λέμε: Λαμπριάζω= Κάνω Πάσχα, ενώ τον Εσπερινό της Αγάπης τον λέμε: Διπλανάσταση.
Τον ερχομό της Λαμπρής τον αναγγέλλουν, πάντοτε, οι χαρούμενες καμπάνες των εκκλησιών. Ο καμπανιτζής, δηλ. αυτός που έχει οριστεί για να χτυπήσει σήμερα τις καμπάνες χαρμόσυνα, λαμπριάτικα, αρχίζει από τις έντεκα το βράδυ.
Και το χωριό φτάνει σιγά – σιγά. Από τον εφημέριο έχει δοθεί η εντολή στους επιτρόπους να ειδοποιήσουν τους καθυστερημένους, γιατί οι γεροντότεροι το παραγγέλνουν: «Μη σε πάρει ο ύπνος και δεν πάεις στη Νυχτανάσταση, γιατί είναι μεγάλη ατσιποδιά, (=ατυχία, κακός οιωνός)”, όσο κακοσημαδιά θεωρούν και το να σε κάψει άλλος με τη λαμπάδα του. Και στην Ανάσταση, μικροί, μεγάλοι, όλοι, κρατούν λαμπάδες.
Σβήνουν τα φώτα της Εκκλησίας και με το «Δεύτε λάβετε φως εκ του ανεσπέρου φωτός και δοξάσατε Χριστόν, τον αναστάντα εκ νεκρών» που εκφωνεί μελωδικά ο ιερέας από την Ωραία Πύλη ενώ σιγοεξέρχεται του ναού, για τη λιτανεία, ορμούν όλοι ν’ ανάψουν τη λαμπάδα από τo τρικέρι του.
Μετά την περιφορά, σταματούν έξω για την πρώτη Ανάσταση. Κι ως ακουστεί – μετά το Ευαγγέλιο (Μάρκου ΙΣΤ 1-8). το : “Χριστός Ανέστη” ο οφανός λαμπαδιάζει, ο Ιούδας καίγεται και τα βεγγαλικά και οι κρότοι δίνουν και παίρνουν.
“Γυρίστηκε, λοιπόν, η Ανάσταση”. Ολο το εκκλησίασμα έξω. Και η κεντρική είσοδος της εκκλησίας κατάκλειστη με μόνο τον ορισμένο επίτροπο, που έχει δυνατή φωνή από μέσα. Ο ιερέας κρατώντας το Ευαγγέλιο και μ’ ένα κομμάτι κεραμίδι σταυρώνει την κλειστή είσοδο και τη χτυπά δυνατά. Ενας συγκλονιστικός διάλογος που ακολουθεί, δίνει στο εκκλησίασμα «την αμεσότητα της αναπαράστασης της πάλης των σκοτεινών δυνάμεων του Αδη με τον Χριστό, τον Νικητή του θανάτου». Ας τον παρακολουθήσουμε:
Ιερέας: Αρατε πύλας οι άρχοντες και επήρθητε πύλαι αιώνιοι και εισελεύσεται ο βασιλεύς της Δόξης!
Επίτροπος: (Παριστάνει τον Αδη από μέσα): Τις εστί ο βασιλεύς της Δόξης;
Ιερέας: «Κύριος κραταιός και δυνατός! Κύριος δυνατός εν πολέμω. Αυτός εστίν ο Βασιλεύς της Δόξης!» λέει και σπρώχνει με βία την είσοδο, η οποία υποχωρεί, γιατί νικήθηκεν ο Αδης, ενώ χαρούμενο το εκκλησίασμα εισέρχεται στην εκκλησία για την αναστάσιμη θεία λειτουργία…
Στο τέλος της όλοι θα πάρουν “Αγιο Φως” και θα γυρίσουν στα σπίτια των για το “Χριστός Ανέστη”. “Αληθώς Ανέστη”, χαιρετισμό που διατηρούν ιδιαίτερα προσεκτικά ως την Πέμπτη της Αναλήψεως. Μπαίνοντας στο νοικοκυριό τους σταυρώνουν τ’ ανώφυλλιο της εξώθυρας με την κάπνα της αναμμένης τους λαμπάδας, μεταφέρουν τ’ Αγιο φως στο καντήλι τους, φιλιούνται, εύχονται και καθίζουν στο πρώτο πασχαλινό τραπέζι, αρχίζοντας με αυγοτσουγκρίσματα και καλιτσούνια με μυρωδάτη φρέσκια μυζήθρα…
Μέσα στη χαρά και τις ευχές στις προπόσεις των, δεν ξεχνούν και τις απαραίτητες… ωμοπλατοσκοπιές. Ευτυχώς, τελευταία, όποιος ετοιμάζει το κρέας, δεν ξεχνά να ρίξει δυο-τρεις “μπαλταδιές” και “στσι κουτάλες” κι έτσι οι ωμοπλατοσκοπίες πάνε…. περίπατο, γιατί κάποτε χαλούν το κέφι του λαμπριάτικου τραπεζιού!…
Κι είναι πραγματικά το οικογενειακό λαμπριάτικο τραπέζι ευλογία Θεού. Μ’ όλα τα καλά, πλουσιοπάροχα στρωμένα πάνω του. Με τα παιδιά που έχουν έλθει απ’ τις σπουδές των, απ’ τον στρατό, απ’ τα ξένα. Με δικούς και ξένους που βρέθηκαν χρονιάρα μέρα στο νοικοκυριό μας το ευλογημένο. Το λαμπριάτικο τραπέζι, κι “ο σπιρτάδος μαρουβάς” ανοίγουν την όρεξη και για γλέντι. και δεν το ‘χει πολύ, ο γεροπαππούς, “ο λάλος” της Κρήτης, ν’ αρχίξει το ριζίτικο:
«Τούτες οι μέρες το ‘χουνε, τούτες οι γι’ εβδομάδες/ κι απού ‘χει φίλο τον καλεί, δικό τον περμαζώνει/ και γράφει κι εις τ’ απόγραμμα δυό λόγια και του λέει…”/ κι ύστερα να πάρει τη μαντινάδα πρώτος, ο ερωντοχτυπημένος νιος της συντροφιάς, για να τραγουδήξει σε χαρούμενο “λαμπριάτικο” σκοπό, τις μαντινάδες των πόθων και των καημών του:
– Σαν το κεράκι τση Λαμπρής, που καίγεται και λιώνει/ ετσά με κάψανε κι εμέ, οι γι’ εδικοί σου πόνοι!
– Μα την ημέρα τση Λαμπρής, όντε θα λουτρουγούνε,/ θα σε φιλήσ’ αγάπη μου, ούλοι να μας εδούνε!
– Τάσσω κερί στην Παναγιά, κι ασημωτά καντήλια,/ να μας σε βάλει τη Λαμπρή, στα χέρια δαχτυλίδια.
Το οικογενειακό γλέντι έχει ανάψει για τα καλά. Συνεπαίρνει και τσι γειτόνους, ξετρυπώνονται στην ώρ’ απάνω και τα όργανα και στήνεται ένα γλέντι που μένει αλησμόνητο σ’ όλους. Το απόγευμα όλοι είναι έτοιμοι για τη Διπλανάσταση. Και πάλι με το “Χριστός Ανέστη” καίγεται “ο οφανός” και ο Ιούδας, και πάλι με τον αναστάσιμο αυτό χαιρετισμό της Εκκλησίας κρότοι και πυροτεχνήματα, ευχές και φιλιά, χαρές και ώρες ευφρόσυνες, για όλους. Με το τέλος του Εσπερινού της Αγάπης, όλο το χωριό περνάει να προσκυνήσει το Ευαγγέλιο, την εικόνα της Ανάστασης που κρατά ένας επίτροπος και ν’ ασπαστεί τον Ιερέα του στο χέρι. Κι εκείνος τους ραίνει με ανθόνερο. Καθώς περνούν σειρά – σειρά, στέκονται παράταξη κι ένας – ένας π’ ακολουθεί ασπάζεται και εύχεται στον συγχωριανό του. Από το χωριό μας, το έθιμο του φιλήματος στη Διπλανάσταοη έχει σχεδόν εκλείψει από το 1940, καθώς και ο χορός στην εκκλησία, μετά τον ασπασμό, που τον έσερνε μάλιστα πρώτος ο ιερέας.
Κι είχε τόση σημασία για το συμφιλίωμα χωριανών ψυχραμένων με δικούς και γειτόνους, για ασήμαντες αγροζημιές ή άλλες, πάντα μικρές αιτίες. Υπάρχει πάντως ο αναστάσιμος χαιρετισμός και οι ευχές, ενώ το φίλημα περιορίστηκεν στους οικείους… Κάπου εδώ όμως πρέπει να τελειώνουμε. Στο σπίτι πάλι το λαμπριάτικο τραπέζι δε λέει να φτωχάνει. Μας το παράγγειλαν και τα λόγια του παπά:
“…Η τράπεζα γέμει, τρυφήσατε πάντες. Ο μόσχος πολύς, μηδείς εξέλθη πεινών. Πάντες απολαύσατε του συμποσίου της πίστεως…” (Κατηχητικός λόγος Ιωάννου Χρυσοστόμου). Τ’ αυγά και οι λαμπριάτικες κουλούρες, τ’ αρνί και τα καλιτσούνια, τα πασχαλινά τσουρέκια και το κρασί της Κρήτης τ’ ατίθασο, είναι μπροστά μας. Οι μέρες που ζήσαμε, τα ισχυρά βιώματα της Μεγαλοβδομάδας με τις συγκλονιστικές της στιγμές, τις κατανυχτικές αγρυπνίες, τα λαογραφικά των ημερών, μιλούν και φωνάζουν για καθάρια ελληνική ταυτότητα, για Ελλάδα κι Ορθοδοξία! Ωρες και τόποι που φέρνουν συγκίνηση. Αγιασμένοι παππούδες και γιαγιάδες που κατανυχτικά περνούσανε το στάδιο των αρετών, τη Σαρακοστή, κι ανεβάζανε τη ζωή τους πάνω και πέρ’ από κακίες, κι έφταναν στη Λαμπρή όσο γινόταν αξιότεροι, γίνηκαν οι διδάχοι των παιδιών και εγγονιών τους, με τον τρόπο τους και τη μορφή τους, κληροδοτώντας τους πλούτο ανεκτίμητο, την παραδοσιακή ζωή που συγκινεί και σαγηνεύει όλους μας. Ας τη ζήσουμε, χρονιάρες μέρες στον τόπο μας τον θαυμάσιο, το μοναδικό.
Χριστός Ανέστη! (Κι από μας), και Χρόνια πολλά με υγεία σε όλους!
Σας ευχαριστούμε που μας διαβάσατε πρώτιστα, βέβαια, τα έγκριτα “Χανιώτικα νέα” που μας φιλοξενούν. Καλό Πάσχα με υγεία σ’ όλους.