Με ευχάριστη έκπληξη διάβασα πριν λίγες μέρες στα ΧΑΝΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ το άρθρο του όπως πληροφορήθηκα Ρεθεμνιώτη κ. Ανδρέα Φουράκη με τίτλο «Το μαθητικό καπέλο ή πηλήκιο» της 16 Απριλίου 2020. Ήταν ευχάριστη η έκπληξη για διάφορους λόγους.
Ημουν κι εγώ μαθητής Γυμνασίου εκείνη την εποχή και έτυχε να μιλούμε αυτές τις μέρες για το ίδιο θέμα με τους καλούς μου φίλους και συμμαθητές Λάμπρο Λουγιάκη Κυριάκο Γλυμιδάκη και Δημήτρη Πανηγυράκη στο 1ο Λύκειο Αρρένων Χανίων (έτσι είχε ονομαστεί το 1964 με τις μεταρρυθμίσεις ενός λίαν προοδευτικού ανθρώπου του Ευάγγελου Παπανούτσου τότε Γ.Γ. του Υπουργού Παιδείας και Πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου).
ii Όπως αναφέρει ο κ. Φουράκης το μαθητικό πηλήκιο νομοθετήθηκε με απόφαση της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος την 28η Μαΐου 1876 στο υπ’ αρ. 24 φύλλο της της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως με τίτλο “Περί του ιματισμού των μαθητών των γυμνασίων και ελληνικών σχολείων”. Καταργήθηκε το 1964 και μέχρι τότε όσοι συλλαμβάνονταν χωρίς να το φορούν τιμωρούνταν με αποβολή από το σχολείο και δεν είναι υπερβολή να πει κανείς ότι το 70% των αποβολών ήταν για το πηλήκιο. Είχε επίσης προηγηθεί μία δυστυχώς άκαρπη προσωπική μου έρευνα στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Χανίων κάποια στιγμή πριν το 2010 για τη δράση της τελευταίας τάξης μας στο ζήτημα του πηληκίου. Το έτος αυτό αποφοιτήσαμε κι εμείς από το 1ο Λύκειο Αρρένων Χανίων. Είμαι από το Κλήμα που παλαιότερα ανήκε στο Νομό Ρεθύμνης και στα Χανιά βρέθηκα με μετεγγραφή από το Γυμνάσιο Πόμπιας Ηρακλείου, επειδή ήμουν ουσιαστικά ‘κυνηγημένος’ από το θεολόγο καθηγητή μας και τον παιδονόμο γιατί δεν φορούσα πάντα το πηλήκιό μου. Η τιμωρία μου ήταν στα προφορικά να βαθμολογούμαι κάτω από τη βάση με 8 και να καλούμαι κάθε τόσο στο Σύλλογο Καθηγητών γιατί δεν φορούσα το πηλήκιό μου.
Στη Β’ Γυμνασίου κιόλας με απέβαλαν για έξι μέρες βάζοντάς μου και «Κοσμία» διαγωγή, ενώ για τα επόμενα δύο χρόνια ήμουν στο όριο να αποβληθώ με ίδιο αριθμό ημερών και να λάβω την ίδια διαγωγή. Φοβόμουν ότι δεν θα γινόμουν δεκτός πουθενά αν τέλειωνα το σχολείο με τέτοια διαγωγή και ήθελα επίσης να μάθω μία ξένη γλώσσα σε φροντιστήρια που δεν υπήρχαν στην Πόμπια. Έτσι, αποφάσισα να ζητήσω μετεγγραφή στο 1ο Λύκειο και να συγκατοικήσω με τον αδελφό της μητέρας μου που υπηρετούσε αστυνομικός στα Χανιά. Σε όλη μου τη μαθητική ζωή πίστευα ακράδαντα και ανέμενα από τους Καθηγητές να μας σέβονται και να μας καθοδηγούν αν κάναμε κάτι λάθος, όχι να μας διώχνουν από τα μαθήματά μας με αποβολές και να μας στερούν το δικαίωμα στην παιδεία. Να πω εδώ ότι η εμπειρία αυτή είχε και ένα θετικό αφού με έκανε να είμαι και πιο δημοκρατικός απέναντι στους φοιτητές μου αργότερα.
Στα Χανιά λοιπόν βρήκα μερικά από αυτά που αναζητούσα, κυρίως τα Αγγλικά στα φροντιστήρια Μπαλολάκη και τον όχι τόσο στενό έλεγχο του παιδονόμου γιατί τα Χανιά δεν είναι χωριό. Το πηλήκιο όμως εξακολουθούσε να είναι υποχρεωτικό όπως και η υποχρέωση να το αφαιρούμε από το κεφάλι υποκλινόμενοι στους καθηγητές μας όπου τους συναντούσαμε. Πέρασαν τα δύο χρόνια και αποφοιτήσαμε από το Λύκειο. Η τελευταία τάξη μας είχε και την τύχη να δώσει ως κομπάρσους τους καλόγηρους του μοναστηριού στο κινηματογραφικό έργο Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΞΑΝΑΣΤΑΥΡΩΝΕΤΑΙ με πρωταγωνιστή τον Anthony Queen. Επίσης, το Φεβρουάριο του 1964 είχε έρθει στα Χανιά ο αείμνηστος τότε Αντιπρόεδρος της ΕΝΩΣΗΣ ΚΕΝΤΡΟΥ Σοφοκλής Ελευθ. Βενιζέλος και μίλησε στην Πλατεία της Αγοράς. Επειδή ήμουν καλός χορευτής με πρότειναν να τον κρατώ στο συρτό που χόρεψε μετά την ομιλία.iΑργότερα, το Μάϊο στις γυμναστικές επιδείξεις στο Στάδιο Χανίων χορέψαμε κάποιοι από μας.
Η απόφαση να εκφράσουμε τη διαμαρτυρία μας κατά του πηληκίου είχε ληφθεί προ πολλού. Όπως αναφέρει ο κ. Φουράκης οι μαθητές της Α΄ Γυμνασίου φορούσαν το πηλήκιο ως ένδειξη ότι έχουν ανδρωθεί πια αλλά οι υπόλοιποι το έφεραν σαν ακάνθινο στεφάνι. Μετά το τελευταίο διαγώνισμα συγκεντρωθήκαμε στο προαύλιο του σχολείου και κάποιοι από μας έτρεξαν και αγόρασαν ένα δοχείο πετρέλαιο και ξύλινους δαυλούς. Βουτήξαμε τα πηλήκια στο πετρέλαιο τα βάλαμε πάνω στους δαυλούς τα ανάψαμε και χωρίς διμοιρίτη παρελάσαμε από την Πλατεία του 1866 ή Πλατεία της Αγοράς, που είναι δίπλα στο σχολείο μας, μέχρι τη Νέα χώρα όπου πετάξαμε τους δαυλούς που είχαν σχεδόν καεί. Παραγγείλαμε φάγαμε και ήπιαμε σε μία ταβέρνα ελεύθεροι πολίτες πιά αποδεσμευμένοι από το βραχνά του πηληκίου.
Τελειώσαμε το Λύκειο, άλλοι έδωσαν Πανελλήνιες άλλοι όχι, πήρε ο καθένας μας το δρόμο του και δεν μπορέσαμε ποτέ να ξαναβρεθούμε έστω και διαδικτυακά. Οι οικογενειακές και άλλες υποχρεώσεις έσβησαν το νεανικό μας σφρίγος και χαθήκαμε στη δίνη της περαστικής για όλους μας αλλά αέναης ζωής.
*Ο Σήφης Λεκάκης είναι ομότ. καθηγητής του Παν/μίου Κρήτης (j.lekakis@uoc.gr)