Συχνά λέγεται ότι ο επαγγελματίας φωτογράφος είναι τυχερός γιατί ασκεί ως επάγγελμα αυτό που αγαπά και ζει από την τέχνη του.
Aυτή είναι μια δήλωση που προϋποθέτει κάποιες παραδοχές. Ότι δηλαδή η εμπειρία ενός επαγγελματία καθορίζεται από το αντικείμενο απασχόλησής του με βάση μία ιεράρχηση απόλαυσης σύμφωνα με την οποία η φωτογραφία είναι για παράδειγμα πιο απολαυστική από τη νομική ή την επιστήμη των μαθηματικών, και όχι από τη συνέπεια και τον επαγγελματισμό του ή τις συνθήκες της αγοράς. Η δεύτερη παραδοχή εξομοιώνει τον τεχνίτη με τον καλλιτέχνη. Το γεγονός δηλαδή ότι η φωτογραφία μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως καλλιτεχνικό μέσο δίνει αυτόματα καλλιτεχνική διάσταση στις υπόλοιπες εφαρμογές της.
Ο φωτογράφος, που μπορεί να είναι ανάμεσα στους τυχερούς που ασκούν το επάγγελμα που αγαπούν, έχει κάποιες φορές την τύχη η δουλειά του εισέρχεται εντός των ορίων της τέχνης. Σε άλλους μπορεί να συμβαίνει συχνότερα, σε άλλους όχι τόσο. Είναι κάτι που εξαρτάται από την αντίληψη που έχει κάποιος για κάτι τόσο σχετικό όσο η τέχνη.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι για να αναγάγει το προϊόν της δουλειάς του στο επίπεδο της τέχνης θα πρέπει να του αλλάξει πλαίσιο προβολής, γιατί οι διάφορες εφαρμογές της φωτογραφίας εξυπηρετούν κάποιο σκοπό, να προωθήσουν δηλαδή ένα προϊόν, να αποτυπώσουν αναμνήσεις, να τεκμηριώσουν ένα επιστημονικό επίτευγμα, ενώ η τέχνη είναι στην ουσία της άχρηστη.
Άχρηστη με την έννοια του μη χρηστικού όχι του χρήσιμου.
Και αυτό γιατί η επίμονη παρουσία της και η αποδοχή της υποδηλώνει έναν κοινωνικό ρόλο. Δεν είναι απαραίτητη όπως το φαγητό, ή ο ρουχισμός, μόλις όμως οι βασικές ανάγκες του καλυφθούν, ο άνθρωπος τελικά στρέφεται σε κάποιου είδους τέχνη, είτε ως παραγωγός είτε ως αποδέκτης. O θεωρητικός της φωτογραφίας David Bate ισχυρίζεται ότι η δύναμη της τέχνης είναι πολιτική, συνιστά την ικανοποίηση μίας συμβολικής αξίας: μία αναγνώριση ανθρώπων και τόπων, το σχηματισμό ενός χώρου κοινωνικής ταυτότητας. Εν ολίγοις αναγνωρίζουμε κομμάτια του εαυτού μας στη δουλειά κάποιου άλλου ανθρώπου και επικοινωνούμε με ανθρώπους που μοιάζουν με εμάς και που δε συναντήσαμε ποτέ.
O Bate συνεχίζει διερωτόμενος τίνος τις κοινωνικές αξίες και με ποιό τρόπο, πού και γιατί μεταφέρει η τέχνη. Υπάρχει εμφανής έλλειψη σύμπνοιας ως προς τις απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα και αυτό ακριβώς το γεγονός δημιουργεί ένα πεδίο διαλόγου.
Έτσι στη σύγχρονη αντίληψη ο καλλιτέχνης χαίρει μίας αυτονομίας, ενός είδους δημιουργικής ανεξαρτησίας, σε αντίθεση με τη μεσαιωνική υποτέλεια στον προστάτη ηγεμόνα και στις αναγεννησιακές παραγγελίες της Εκκλησίας και των αυλών. Δεν υπάρχει άμεσος ή έστω εμφανής αισθητικός και πολιτικός έλεγχος από κάποια αρχή και αυτό επιτρέπει τη διατήρηση απόστασης από τις κοινωνικές δομές και κατ’ επέκτασιν ακόμη και την κριτική τους.
Ταυτόχρονα η διαπραγμάτευση των ιδεών συχνά έρχεται σε μεγάλο βαθμό σε αντίθεση με την προσύλωση στην τεχνική. Αυτός είναι άλλος ένας λόγος που δυσχαιρένει τη συνύπαρξη του καλλιτέχνη και του τεχνίτη στον επαγγελματία που δεσμέυεται για την ποιότητα της δουλειάς του. Κάθε λήψη του ο φωτογράφος πρέπει να αποφασίσει σε τίνος την υπηρεσία θα τη θέσει: του Ωραίου, των αναμνήσεων, της προώθησης, της έκφρασης, της επικοινωνίας, της αυτοπροβολής, της στραύτευσης, της κριτικής, κάποιου πιθανού συνδιασμού αυτών. Δεν είναι ακριβώς τύχη.