Η Επανάσταση του 1821 ξεκίνησε μέσα σε εξαιρετικά αντίξοες διεθνείς συνθήκες:
H πολιτική της πενταμελούς Ιεράς Συμμαχίας -Ρωσίας, Αυστρίας, Πρωσίας αρχικά, με την προσχώρηση Αγγλίας, Γαλλίας στη συνέχεια- είχε επιβληθεί στην Ευρώπη μετά την ήττα του Ναπολέοντα και το συνέδριο της Βιέννης το 1815. Σύμφωνα με αυτήν κάθε φιλελεύθερο επαναστατικό κίνημα ήταν καταδικαστέο, αφού θεωρούνταν όχι μόνο ανεπιθύμητο αλλά και ενεργά εχθρικό. Έτσι όταν οι Ευρωπαίοι μονάρχες Ρωσίας, Πρωσίας, Αυστρίας μαζί με τους εκπροσώπους της Αγγλίας και της Γαλλίας που συνεδρίαζαν στο Λάϋμπαχ, σημερινή Λουμπλιάνα, (Ιανουάριο – Μάιο 1821) πληροφορήθηκαν το ξέσπασμα της ελληνικής επανάστασης, την καταδίκασαν ο καθένας για τους δικούς του λόγους.
Γενικά δεν ήθελαν να διαταραχθεί η ισορροπία και η τάξη στην Ευρώπη ούτε να διαμελισθεί η Οθωμανική αυτοκρατορία, γεγονός που φοβούνταν ότι θα προκαλούσε συγκρούσεις μεταξύ τους, λόγω των αντιμαχόμενων συμφερόντων τους στην Ανατολική Μεσόγειο.
Έτσι ο Τσάρος Αλέξανδρος ο Α΄ διέγραψε από τους καταλόγους των Ρώσων αξιωματικών τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και καταδίκασε το κίνημα του.
Ας θυμηθούμε ότι η Ελληνική Επανάσταση είχε ξεκινήσει τον Φεβρουάριο του 1821 από τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, απ τη σημερινή Ρουμανία, όταν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης πέρασε τον ποταμό Προύθο ελπίζοντας μάταια ότι η ορθόδοξη Ρωσία θα βοηθούσε τους ομοδόξους της Έλληνες. Αποδείχτηκε έτσι στην πράξη ότι η ανώτατη αόρατη αρχή που διακήρυσσε η Φιλική Εταιρεία ότι υπήρχε και θα βοηθούσε στον αγώνα υπονοώντας τον τσάρο και την Ρωσία, ήταν όχι μόνο αόρατη αλλά και ανύπαρκτη… Επιπλέον οι βαλκάνιοι υπόδουλοι στον Σουλτάνο λαοί δεν συσπειρώθηκαν στον κοινό αγώνα, όπως προσκαλούσε ο Ρήγας στον θούριό του και ήλπιζε ο Υψηλάντης.
Στα πλαίσια αυτού του αντιδραστικού κλίματος τα εθνικά επαναστατικά κινήματα που είχαν ξεσπάσει ήδη στην Ισπανία (1820) και στην Ιταλία (1820-1821) θα καταπνιγούν με απόφαση της Ιεράς Συμμαχίας από το γαλλικό και από τον αυστριακό στρατό αντίστοιχα.
Είναι ευτύχημα ότι με την επιρροή του Καποδίστρια – που ήταν τότε ένας από τους υπουργούς Εξωτερικών της Ρωσίας- προς τον τσάρο, αποφασίστηκε στην περίπτωση της ελληνικής επανάστασης να μην επέμβει ο ρωσικός στρατός αλλά να αφεθεί ο στρατός του Σουλτάνου να την καταπνίξει. Τηρήθηκε δηλαδή η ευνοϊκή για την Ελληνική επανάσταση ρήτρα της ουδετερότητας που περιείχε το ρωσικό αυτοκρατορικό διάταγμα, το οποίο είχε συντάξει ο Καποδίστριας. Ο ίδιος επίσης μετά τον απαγχονισμό του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε και τις φοβερές σφαγές των χριστιανών στην Κωνσταντινούπολη, συνέταξε με εντολή του τσάρου αυστηρή διακοίνωση προς τον Σουλτάνο, που του επιδόθηκε στις 6 Ιουλίου 1821, καταδικάζοντας τις φρικαλεότητες αδιακρίτως εις βάρος των χριστιανών και απαιτώντας διορθωτικά μέτρα. Ο έμπειρος διπλωμάτης που πάντα προσπαθούσε και ήλπιζε στην κήρυξη ενός ακόμη Ρωσοτουρκικού πολέμου, έδωσε σ’ αυτή τη διακοίνωση μορφή τελεσιγράφου στο οποίο επειδή δεν απάντησε ο Σουλτάνος, διακόπηκαν οι διπλωματικές σχέσεις των δύο χωρών. Αυτή η εξέλιξη βοήθησε την Ελληνική επανάσταση, αφού υποχρέωνε τη Πύλη να κρατά τον όγκο του στρατού της στη Κωνσταντινούπολη από φόβο πολεμικής σύρραξης.
Θετικό επίσης ήταν για τους Έλληνες το γεγονός ότι ο Αλή πασάς των Ιωαννίνων είχε εξεγερθεί εναντίον του Σουλτάνου και έτσι είχε στραμμένα και απασχολημένα πολλά τουρκικά στρατεύματα στην Ήπειρο μέχρι τον Ιανουάριο του 1822, οπότε και καταπνίγηκε η εξέγερση του. Ανάμεσα σ’ αυτά τα στρατεύματα ήταν κι ο τουρκικός στρατός της Πελοποννήσου που με αρχηγό τον Χουρσίτ πασά είχε εκστρατεύσει στην Ήπειρο.
Επιπλέον στη νότια Ελλάδα, στον Μοριά (Πελοπόννησο) και στη Ρούμελη (Στερεά) οι Ελληνικοί πληθυσμοί ήταν πυκνοί και αριθμητικά πολλαπλάσιοι σε σχέση με τους Τουρκικούς ενώ δεν υπήρχε εκεί συγκεντρωμένος πολυπληθής τουρκικός στρατός – όπως προαναφέρθηκε – παρά μόνο τουρκικές φρουρές. Αυτά μαζί με άλλους παράγοντες (ύπαρξη πλήθους φιλικών, κλεφτών, αρματολών, ικανότατων καπετάνιων, εμπειροπόλεμων ναυτικών, μορφολογία εδάφους κατάλληλη για κλεφτοπόλεμο κ.α.) συνέβαλαν καθοριστικά να ξεκινήσει τον Μάρτιο του 1821 η επανάσταση στην Ελλάδα, από την Πελοπόννησο και τη Στερεά και να επικρατήσει.
Στην Κρήτη όμως τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά από ό,τι στη νότια ηπειρωτική Ελλάδα.
Στο νησί υπήρχαν όχι ένας όπως στην Πελοπόννησο, αλλά τρεις πασάδες: Των Χανίων, του Ρεθύμνου και του Ηρακλείου με πολύ και καλά οργανωμένο τουρκικό στρατό. Επιπλέον υπήρχαν οι φανατισμένοι γενίτσαροι που ειδικά μετά το αποτυχημένο κίνημα του Δασκαλογιάννη, ήταν ο φόβος και ο τρόμος των χριστιανών καθώς συχνά δρούσαν αυθαίρετα και παρά τις διαταγές των αρχών, σκορπώντας το θάνατο και την καταστροφή.
Είχε επιχειρηθεί μάλιστα προεπαναστατικά καταστολή των αυθαιρεσιών τους , από τους πασάδες Οσμάν και Κιουταχή αλλά τα αποτελέσματα ήταν παροδικά και πολλοί κατατρομαγμένοι χριστιανοί εξισλαμίζονταν για να γλιτώσουν, ενώ άλλοι γίνονταν κρυπτοχριστιανοί. Λόγω αυτής της κατάστασης ο χριστιανικός πληθυσμός του νησιού μειωνόταν δραματικά. Για την τρομοκρατία που ασκούσαν οι γενίτσαροι γράφει χαρακτηριστικά ο Κριτοβουλίδης: Οι γιανίτσαροι, ίνα αδεώς ικανοποιώσι τας θηριώδεις αυτών ορέξεις επί των χριστιανών, ίνα ασφαλώς αρπάζωσι την περιουσίαν αυτών και προσβάλωσι την οικογενειακήν τιμήν, είχον αφαιρέσει παν είδος όπλου από τας χείρας των ραγιάδων, ο φόνος δε Τούρκου ετιμωρείτο σκληρότατα, επιφέρων πολλάκις την εξόντωσιν ολόκληρων οικογενειών του χωρίου εν τη περιφερεία του οποίου διεπράττετο. Και παρακάτω αναφέρει: Ολίγον προ της επαναστάσεως ο εν Χανίοις Γάλλος πρόξενος έγραφε προς την κυβέρνησιν του, συν άλλοις κακουργήμασιν, ότι οι γιανίτσαροι των Χανίων καθήμενοι επί των τειχών επυροβόλουν κατά των εισερχομένων εις την πόλιν χριστιανών χωρικών, χάριν ασκήσεως και διασκεδάσεως .
Επίσης οι μνήμες από την ολέθρια κατάληξη του κινήματος του Δασκαλογιάννη με τα φοβερά αντίποινα το 1770-71 είναι νωπές, αφού έχουν περάσει μόλις 50 χρόνια, γεγονός που κάνει επιφυλακτικούς τους Κρητικούς και ειδικότερα τους Σφακιανούς, που ξέρουν ότι καταμεσής του πελάγους θα είναι μόνοι τους, τουλάχιστον στο ξεκίνημα τους, χωρίς βοήθεια με το λιγοστό και ανεπαρκή οπλισμό τους, για τον οποίο πάλι ο Κριτοβουλίδης μας πληροφορεί: Τα πολεμοφόδια των Κρητών ήσαν καταρχάς μόνον τεσσαράκοντα βαρελάκια πυρίτιδος, ήτοι οκάδες 360,(…) έτι δε τα όσα είχον οι Σφακιανοί φυσέκια προς χρήσιν των ιδίων όπλων, και άλλοι των Κρητών, όσοι ηδυνήθησαν να κρύψωσι όπλα και όσα ηδυνήθη ο Κουρμούλης (κρυπτοχριστιανος από τη Μεσσαρά που συμμετείχε στον αγώνα) να εξαγάγη του Ηρακλείου ή είχε προς ιδίαν χρήσιν ένεκα της προτέρας του διαγωγής και τέλος λίγα τινά, όσα επρομηθεύθη ο προνοητικός Β. Χάλης εις Θέρισον άμα εγνώσθησαν τα επαναστατικά των Ελλήνων κινήματα. Πού δε ο μόλυβδος και ο χάρτης; Τα βιβλία των εκκλησιών, τα βαρίδια των στατήρων και ό,τι έτερον του είδους τούτου ευρίσκετο πρόχειρον χρησίμευσαν το πρώτον δια την κατασκευήν των χαρτουτσίων ή φυσιγγίων. Ο δε Κρης επί πολλούς μήνας ηγόραζε δι’ ιδίας δαπάνης αντί τριών, τεσσάρων ή και πέντε Ισπανικών ταλλήρων, εκάστην οκάν πυρίτιδος. Μετρητά προς τούτοις ήσαν τα όπλα εις εκείνην την εποχήν, δι ων επέδειξαν την πρώτη αντίστασιν των, ουχί βεβαίως πλειότερα των 1200, εξ ων των Σφακιανών ήσαν περί τα 800. Τοιαύτη λοιπόν υπήρχεν η οπλιτική δύναμις των Ελλήνων Κρητών. (Στο ξεκίνημα της επανάστασης)
Όσο για τους μυημένους Κρητικούς στη Φιλική Εταιρεία, δεν ήταν τόσοι πολλοί, όσοι ήταν στην Πελοπόννησο, στη Στερεά και αλλού κι αυτό εξαιτίας του φόβου εν μέσω του λυσσούντος Γιαννιτσαρισμού…
Ωστόσο παρ’ όλες αυτές της αντίξοες συνθήκες οι Κρητικοί, όταν έμαθαν το ξέσπασμα της επανάστασης στη Νότια Ελλάδα δεν έχασαν καιρό. Με πρόσκληση των Σφακιανών Χριστιανοί αντιπρόσωποι απ όλο σχεδόν το νησί, έκαναν δύο ιστορικές συγκεντρώσεις, την πρώτη στα Γλυκά Νερά στις 8 Απριλίου 1821 και τη δεύτερη στην Παναγιά του Λουτρού (Θυμιανή) στις 15 Απριλίου και αποφάσισαν να ξεσηκωθούν εναντίον του Σουλτάνου.
Επίσης συγκροτήθηκε η Καγγελαρία των Σφακίων για τον συντονισμό του αγώνα και ζητήθηκε βοήθεια από την Ύδρα και τις Σπέτσες.
Η πρώτη νικηφόρα για τους Κρήτες επαναστάτες μάχη δόθηκε στα Κεραμειά Κυδωνίας και συγκεκριμένα στον Λούλο, στις 14 Ιουνίου 1821 και γέμισε τις ψυχές τους με ενθουσιασμό και αισιοδοξία.
Σχεδόν αμέσως μετά τις επαναστατικές συγκεντρώσεις, οι Τούρκοι άρχισαν συλλήψεις και σφαγές εις βάρος των αμάχων χριστιανών, κυρίως μέσα στις προστατευμένες από φρούρια πόλεις Χανιά, Ρέθυμνο, Ηράκλειο και αλλού. Από τα πρώτα θύματα του εξαγριωμένου όχλου ήταν ο επίσκοπος Κισάμου Μελχισεδέκ Δεσποτάκης και ο διάκονος δάσκαλος της αλληλοδιδακτικής Καλλίνικος που βασανίστηκαν φρικτά και απαγχονίστηκαν στον πλάτανο της Σπλάντζιας στα Χανιά, στις 19 Μαΐου 1821. Θ’ ακολουθήσει η σύλληψη και εκτέλεση του Μητροπολίτη Κρήτης Γεράσιμου, πέντε επισκόπων και εκατοντάδων χριστιανών. Η επανάσταση όμως είχε ξεκινήσει και το ποτάμι δε γύριζε πίσω. Λέει χαρακτηριστικά πάλι ο Κριτοβουλίδης: Οι Κρήτες όμως και εν τοιαύτη καταστάσει διατελούντες, δεν εδίστασαν να λάβωσι μέρος εις των κοινόν των Ελλήνων αγώνα, απαράσκευοι και ως μόνα εφόδια έχοντες την πίστιν και την προς την ελευθερίαν αγάπην, ην δεν ίσχυσαν ν’ αποπνίξωσι μακροχρόνια και ανήκουστα δεινοπαθήματα. Και ου μόνον μετ’ υπερανθρώπου θάρρους απεδύθησαν εις τον αγώνα, αλλά και επί δέκα όλα έτη παρέτειναν αυτόν.
Καλλίνικος Κριτοβουλίδης (1792-1868): Ο μοναδικός αυτόπτης συγγραφέας της μεγάλης Κρητικής επανάστασης 1821 – 1830 που μας την έχει αφήσει στην ιστορία που κατέγραψε με τίτλο Απομνημονεύματα του περί αυτονομίας της Ελλάδος πολέμου των Κρητών.
Γεννήθηκε στα Χανιά με καταγωγή από τους Αρμένους Αποκορώνου.
Είχε μυηθεί στην Φιλική Εταιρεία στη Σμύρνη, όπου μαθήτευσε στο εκεί Φιλολογικό Γυμνάσιο με δασκάλους του τους διαφωτιστές Κωνσταντίνο Κούμα και Κωνσταντίνο Οικονόμου.
Πήρε μέρος στην επανάσταση της Κρήτης ως πληρεξούσιος στην διοίκηση των Αρμένων, ενώ συμμετείχε στην παράδοση αλλά και στην διοίκηση του φρουρίου της Γραμβούσας από τον Αύγουστο του 1825. Αργότερα τοποθετήθηκε από την Ελληνική επαναστατική κυβέρνηση μέλος της τριμελούς διοικητικής επιτροπής Κρήτης. Μετά την υπογραφή του πρωτοκόλλου της ανεξαρτησίας του Ελληνικού κράτους το 1830, στο οποίο δεν συμπεριλήφθηκε η Κρήτη με απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων, ο Κριτοβουλίδης έφυγε από το νησί και ήρθε στην ελεύθερη Ελλάδα όπου υπηρέτησε σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Πέθανε στην Αθήνα.