» Sarah Jollien Fardel (µτφρ. Νίκος Σκοπλάκης, εκδόσεις Angelus Novus)
Πρόσφατα, από τις καλαίσθητες και πάντοτε µε ενδιαφέρουσες επιλογές εκδόσεις Angelus Novus, κυκλοφόρησε το µυθιστόρηµα της Σάρα Ζολιέν-Φαρντέλ, Η αγαπηµένη του, σε µετάφραση Νίκου Σκοπλάκη. Πιάνοντας το βιβλίο στα χέρια µου και διαβάζοντας τον τίτλο, ένιωσα πως κάτι άρρωστο κρυβόταν πίσω από την όµορφη λέξη «αγαπηµένη», κάτι άρρωστο, αντιστικτικό αν προτιµάτε, που το «του» κάπως το µετρίαζε, δηµιουργώντας µια κάποια απόσταση, πιθανά σωτήρια, αναγνωστικές προσδοκίες, προχειροφτιαγµένος ορίζοντας µε δαύτες, και λίγο αργότερα το νήµα ξεδιπλώθηκε και συνάντησε ένα άλλο βιβλίο που διάβασα πριν ένα χρόνο περίπου, βιβλίο που µε µπέρδεψε, δυσφόρησε και αντιστάθηκε µετά µανίας στο απλοϊκό δίπολο µου άρεσε/δεν µου άρεσε. Το βιβλίο εκείνο ήταν το δεύτερο του Ολλανδού συγγραφέα, Μαριέκε Λούκας Ρίνεβελντ, το Υπέροχη αγαπηµένη µου (µτφρ. Άγγελος Αγγελίδης, Μαρία Αγγελίδου, εκδόσεις Ίκαρος). Ένα βιβλίο προκλητικό, που συναισθηµατικά µε ζόρισε, αλλά όσο οι µέρες µετά την ανάγνωση περνούσαν, τόσο περισσότερο χώρο καταλάµβανε εντός µου.
Πίσω στο βιβλίο της, γεννηµένης το 1971 στην ελβετική Σιόν, Ζολιέν-Φαρντέλ µε το τόσο όµορφο εξώφυλλο που επιµελήθηκε η Κυριακή Μαυρογεώργη. Είναι η πρωτοπρόσωπη αφήγηση της Ζαν, που µεγάλωσε σε ένα ορεινό χωριό, σε ένα περιβάλλον που δέσποζε η παρουσία του πατέρα, που συνήθως γυρνούσε σπίτι µεθυσµένος και ευερέθιστος ξεσπούσε την οργή του στις κόρες και τη γυναίκα του. Στο παρόν της αφήγησης, η Ζαν είναι σε χρόνια σχέση µε µια κοπέλα, κάτι το οποίο την µπερδεύει αρκετά, παρά την ασφάλεια και την αγάπη που νιώθει στο πλαίσιο της σχέσης. Η παροντική αφήγηση διακόπτεται αρκετά συχνά ώστε οι αναλήψεις από το παρελθόν να συµπληρώσουν την εικόνα, άλλωστε τίποτα στη ζωή δεν προκύπτει δια της παρθενογένησης, όλα έχουν τις ρίζες τους κάπου στο παρελθόν, και σε αυτό το παρελθόν τριγυρίζει η Ζαν, καθώς οι δύο υποαφηγήσεις (του τότε και του τώρα) τείνουν σε χρονική σύγκλιση.
Ως θέµα δεν διακρίνεται για την πρωτοτυπία του, παρότι κάθε ατοµική ιστορία είναι διαφορετική και ιδιαίτερη, ειδικά για το υποκείµενό της. Είναι από τα βιβλία εκείνα που τα επιµέρους τεχνικά του χαρακτηριστικά αποδεικνύονται χρήσιµα για την κρίση της τελικής κατασκευής, και που σε συνδυασµό µε τη συναισθηµατική πρόσληψη της ανάγνωσης δύνανται να περιγράψουν τη συνολική εµπειρία, το τελικό ταµείο. Ιδιοσυγκρασιακά τείνω πάντοτε να αξιολογώ πρώτιστα το αναγνωστικό συναίσθηµα, όσο πιο καθαρά γίνεται, αποφεύγοντας σε πρώτο χρόνο τα πιο τεχνικά κοµµάτια, ή αναζητώντας σε αυτά εκ των υστέρων απαντήσεις, επιβεβαιώσεις και διαψεύσεις. Ο χρόνος που µεσολαβεί από την ανάγνωση ως το κείµενο αποδεικνύεται επίσης καθοριστικός, εκεί κρίνεται ο χώρος που τελικά µια ανάγνωση, ένα βιβλίο θα καταλάβει.
Η σχεδόν µονοκόµµατη ανάγνωση λέει πολλά αλλά όχι πάντοτε ακριβή. Αποτελεί στοιχείο αλλά όχι απόδειξη. Ταυτόχρονα, ωστόσο, βοηθάει, κατά την προσωπική µου γνώµη, στην καλύτερη προσέγγιση του εκάστοτε βιβλίου. Οι ελάχιστες παύσεις, οι ταυτόχρονες της ανάγνωσης σκέψεις, το αίσθηµα µιας συνολικής πρόσληψης. Η αντίστιξη ανάµεσα στον χρόνο που κόστισε η συγγραφή και στον χρόνο της ανάγνωσης, αποτελεί, άλλωστε, καλώς ή κακώς, ένα αναγκαίο συστατικό της αναγνωστικής συνθήκης, όσο αργή και αν είναι µια ανάγνωση. ∆ιάβασα το Η αγαπηµένη του σχεδόν χωρίς να σηκωθώ από τη θέση µου, η γραφή της Ζολιέν-Φαρντέλ έχει κάτι το καθηλωτικό, η αφήγηση κάτι το πυρετικό, η διαρκής κίνηση ανάµεσα στο τότε και το τώρα κάτι το µεθυστικό, έτσι όπως τα κοµµάτια µπαίνουν στη θέση τους και η εικόνα σιγά σιγά αποκαλύπτεται, έτσι καταφέρνει να αποφύγει τον σκόπελο της κοινοτοπίας, φέρνοντας την ιστορία αυτή στα µέτρα της, προσδίδοντάς της κάτι το επιτακτικό.
Η αίσθηση, ή το κυνήγι, της αληθοφάνειας, τόσο από την πλευρά του συγγραφέα όσο και από εκείνη του αναγνώστη, αποτελεί µια παγίδα που συχνά στον βωµό της θυσιάζεται η λογοτεχνικότητα αλλά και η ελευθερία που η µυθοπλαστική συνθήκη φέρει, ή οφείλει να φέρει. Θέλω κυρίως να σταθώ σε µια συνθήκη, εκείνη της επίµονης και δυσκολοκατάβλητης άγνοιας γύρω από τον ίδιο µας τον εαυτό. Η αναζήτηση στοιχείων που πιθανά θα δώσουν κάποιες απαντήσεις ή ίσως ενδείξεις για το πώς τα πράγµατα συνέβησαν ύστερα έχει πεπερασµένα όρια και αναπόφευκτα άλµατα λογικής, µια κακώς εννοούµενη απλοϊκότητα, το αίτιο και το αιτιατό, διαδεδοµένο και ισχυρό στη φύση, αλλά και στην αποµονωµένη υψηλή σκέψη, στην πραγµατική ζωή µόνο γενικότητες µπορεί να δώσει, ψευδοεπιβεβαιώσεις άκρως υποκειµενικές. Κάπου εκεί, άλλωστε, ξεπηδά το κοτσάνι της αυτοβελτίωσης, του άχρηστου οδηγού πλοήγησης. Η συγγραφέας, διαµέσου της αφηγήτριας της, δεν παρασύρεται σε µια δίνη εύκολων και µονοδιάστατων απαντήσεων, τριγυρίζει γύρω από περιστατικά, σκέψεις και µνήµες του παρελθόντος, επιχειρεί να γνωρίσει καλύτερα την εαυτή της, υποψιασµένη για το αδύνατο ή το ατελές µιας τέτοιας εκστρατείας. Και αυτό αποδεικνύεται καθοριστικό.
Άλλωστε, προειδοποίηση για κλισέ, η λογοτεχνία θέτει τα ερωτήµατα απλόχερα την ίδια στιγµή που οι απαντήσεις που και η ίδια γυρεύει εξέρχονται µε το σταγονόµετρο. Ακόµα ένα υποκειµενικό στοιχείο ελέγχου παραµονεύει σε βιβλία όπως αυτό και έχει να κάνει µε τη διάκριση ανάµεσα στο τι και το πώς. Θέλω να πω πως για µια ιστορία βίας, ή για µια προσωπική ιστορία εν γένει, η ενσυναίσθηση, η όποια ενσυναίσθηση γεννηθεί και καρπίσει στον αναγνώστη, δεν αρκεί, ή δεν θα έπρεπε να αρκεί για την τελική γνωµοδότηση. Η αφηγήτρια δεν γυρεύει την έξωθεν κατανόηση, δεν την ενδιαφέρει, ή δεν δείχνει να την ενδιαφέρει κάτι τέτοιο. Αυτό δηµιουργεί το απαραίτητο ανάχωµα. Και αν η αφηγήτρια έχει τα δικά της σηµεία εκκίνησης, τη δική της ευκρινή ανάγκη να συνθέσει το αυτοπορτραίτο της, να γυρέψει στοιχεία και απαντήσεις, η συγγραφέας δεν το συµµερίζεται, όχι σε απόλυτο βαθµό, καθώς η επιδίωξή της είναι η δηµιουργία καλής λογοτεχνίας, όσο η αφηγήτρια της σκέφτεται το τι εκείνη ασχολείται µε το πώς, βάζοντας τα σκόρπια κοµµάτια µιας σκέψης υπό την επήρεια της προσωπικής αγωνίας σε σειρά, επικεντρώνεται σε πιο αφανή κοµµάτια τεχνικής και συνολικής λειτουργίας, µην επιτρέποντας στο συναισθηµατικό χάος να κυριαρχήσει.
Ούτε µια στιγµή, παρά µόνο τώρα, δεν σκέφτηκα αν το Η αγαπηµένη του ανήκει στο νεόδµητο σώµα της αυτοµυθοπλασίας, και αυτό από µόνο του δείχνει αρκετά για την αναγνωστική απόλαυση και τη λογοτεχνική αξία που το µυθιστόρηµα γεννά και φέρει, χωρίς την ανάγκη να καταταχθεί και να περιοριστεί σε ειδολογικές στενωπούς. Ναι, ανήκει στο σώµα της κουήρ λογοτεχνίας, πιθανά και στην αυτοµυθοπλασία, σίγουρα στη λογοτεχνία ενηλικίωσης, όµως δεν αναπνέει µόνο εντός των σωµάτων αυτών, αλλά, και πόσο σηµαντικό κάτι τέτοιο είναι, στέκεται θαρραλέα και αυτόνοµα. Μια (ακόµα) ιστορία σκληρής και δύσκολης ενηλικίωσης, αλλά και προβληµατικής ενήλικης ζωής, παρά τα όποια προνόµια αποκτήθηκαν στην πορεία, µια διάχυτη συγχρονία, ένα κοινό έδαφος παρά τη µοναδικότητα της κάθε ιστορίας, λογοτεχνία που δεν φωνάζει για να φωνάξει, για να τραβήξει µε τον τρόπο αυτό την προσοχή, δεν επιθυµεί αυτή τη λάθος προσοχή. Ένα καλό βιβλίο ήταν αυτό.