Από το θέμα που προέκυψε πρόσφατα με την κάλυψη της θέσης δασκάλου στην ακριτική Γαύδο, θυμήθηκα σχετικό γεγονός, που μού είχε αναφέρει, πριν αρκετά χρόνια, ο τότε αείμνηστος πρόεδρος της κοινότητας Αγίου Ιωάννου Σφακίων, Κατσανεβάκης. Πριν μικρό χρονικό διάστημα, είχε φθάσει ο αμαξιτός δρόμος ως την Ανώπολη και εν όψει της έναρξης της σχολικής περιόδου, περίμενε στην πλατεία της Ανώπολης να φθάσει το λεωφορείο της γραμμής, για να παραλάβει τον νεοδιορισμένο δάσκαλο για το Δημοτικό του Αγ. Ιωάννη. Όταν έφθασε, τον καλωσόρισε και φόρτωσε τις αποσκευές του στο ζώο και ξεκίνησαν για το χωριό. Οταν έφθασαν στο χείλος του γκρεμνού του φαραγγιού Αράδαινας, για να κατέβουν το μονοπάτι, ο δάσκαλος μόλις αντίκρισε το χάος, αναρωτήθηκε έκπληκτος και μεγαλοφώνως:
– Πού πάμε; Πού με πας;
Παρά τις εξηγήσεις του μακαρίτη του Κατσανέβα και τις διαβεβαιώσεις ότι θα τον προσέχουν, θα περάσει καλά, κ.λπ., ο νέος ήταν ανένδοτος, επαναλαμβάνοντας ότι δεν προχωρεί ούτε βήμα.
Τον γύρισε πίσω και βρέθηκε μετά άλλος να καλύψει την θέση και γλύτωσε ο πρώτος την απόλυση.
Μήπως η πολιτεία, αν δεν το έχει προγραμματίσει γι’ αυτές τις περιπτώσεις, θα έπρεπε να έχει ιδιαίτερη φροντίδα για τους ακρίτες δασκάλους, που είναι αρκετοί σε νησιά και σε σχεδόν ερημωμένα χωριά;