Παρά την αναγγελία διαρθρωτικών μέτρων καταπολέμησης της ακρίβειας και τα πρόστιμα που επιβάλλονται, οι εταιρείες μένουν απτόητες. Οι τιμές δεν έχουν τιθασευτεί. Οι ποσότητες και το βάρος στις συσκευασίες μικραίνουν, οι δε αξίες των προϊόντων μεγαλώνουν. Εδώ ισχύει, πλέον, το παλιό ρητό ότι «οι αριθμοί ευημερούν, οι άνθρωποι δυστυχούν».
Η αγανάκτηση των καταναλωτών είναι δικαιολογημένη, όταν το 70% αυτών πιστεύει ότι θα χειροτερεύσουν τα οικονομικά τους και θα συνεχιστεί η επιδείνωση το επόμενο 12μηνο. Η εμπιστοσύνη του κόσμου έχει χαθεί. Στον επιχειρηματικό κλάδο υπάρχει απαισιοδοξία, καθ’ όσον η ευημερία των αριθμών δεν συμβαδίζει με αυτήν των πολιτών. Οι δαπάνες στα νοικοκυριά περιορίζονται για απαραίτητες αγορές κυρίως σε τρόφιμα ιδιωτικής ετικέτας και αποφεύγονται οι μάρκες επώνυμων προϊόντων ή ο αγοραστής μετά από κουραστικό έλεγχο αγοράς, αλλάζει κατάστημα.
Η αποταμίευση έχει γίνει όνειρο, αφού στο τέλος του δεύτερου 10ημέρου ο μισθός ή η σύνταξη έχουν εξαντληθεί. Οι δαπάνες διασκέδασης, ταξιδιών αναψυχής και διακοπών έχουν καταργηθεί. Μεγάλο ποσοστό εργαζομένων προσπαθεί να βρει δεύτερη δουλειά, να συμπληρώσει τα έσοδα του. Το “καλάθι του νοικοκυριού”, που θεωρήθηκε ότι θα βελτίωνε την κατάσταση, δεν βοήθησε την αντιμετώπιση της ακρίβειας.
Όσοι πιστεύουν ότι η λύση βρίσκεται μόνο στη μείωση του ΦΠΑ στα τρόφιμα, εθελοτυφλούν, διότι το όποιο ποσοστό μείωσης, αφενός θα απορροφηθεί απ’ τον επιχειρηματικό κλάδο, αφετέρου θα σημειώσει μείωση των φόρων που εισπράττει το κράτος. Στην πράξη υπάρχει μία άτυπη συμμαχία επιχειρήσεων και κρατικής μηχανής, που γίνεται αναδιανομή του πλούτου προς όφελος αυτών και των κρατικών ταμείων.
Η αποκατάσταση της αγοραστικής δύναμης των λαϊκών στρωμάτων θα επέρχετο αν η κυβέρνηση μείωνε τους άμεσους και έμμεσους φόρους και τον ειδικό φόρο κατανάλωσης στις επιχειρήσεις.
Να σταματήσει η διακύμανση της τιμής του εμπορεύματος απ’ την παραγωγή στην κατανάλωση, που είναι 20% για τον γεωργό στο χωράφι ή τον παραγωγό στο εργοστάσιο, 40% για τον μεσάζοντα και 40% για τον πωλητή που το διαθέτει στον καταναλωτή.
Ακρίβεια δεν έχουμε μόνο στα βασικά είδη διατροφής, αλλά και στα φάρμακα πρώτης ανάγκης, για την αγορά των οποίων η συμμετοχή των ασθενών αυξήθηκε αδικαιολόγητα. Αλλάζουν οι φαρμακοβιομηχανίες τις συσκευασίες και τις ποσότητες και ελαχιστοποιείται η συμμετοχή της πολιτείας στις ιατρικές συνταγές.
Από την αρχή του έτους, όποιος επέλεγε γενόσημο που είναι φθηνότερο απ’ το πρωτότυπο φάρμακο, δεν πλήρωνε τη διαφορά μεταξύ ασφαλιστικής και λιανικής τιμής. Σήμερα τη διαφορά, που σε πολλές περιπτώσεις είναι μεγάλη, την χρεώνεται ο ασθενής, ο οποίος πλήρωνε εισφορά για την υγεία του όσο εργαζόταν. Σημειωτέον ότι οι αυξήσεις στη συμμετοχή αγοράς γενοσήμων, περίπου 1700 ειδών, φθάνουν μέχρι 80%.