Αγχουσέλα η ποικιλόχρωμη, Καμπανούλα η δραβόφυλλη, Κενταύρια η αττική, Οφρύς του Ασκληπιού, Σεραπιάς του Μπεργκόν, Σκορζονέρα η κροκόφυλλη, Μικρομέρια της Ακρόπολης … Ονομασίες φυτών που μπορεί να διαφεύγουν από τους περισσότερους, όχι όμως και η ομορφιά των λουλουδιών τους που, ειδικά τώρα την άνοιξη, ξεπροβάλλουν στους υπαίθριους αρχαιολογικούς χώρους. Τα σπάνια, συχνά απειλούμενα και ενδημικά, αυτά είδη βρίσκουν σε αυτούς τους χώρους (ειδικά της Αττικής) ιδανικά καταφύγια για να ευδοκιμήσουν, καθώς η σύγχρονη αστική ανάπτυξη έχει σχεδόν εξαφανίσει τους υπόλοιπους βιοτόπους τους.
«Στην Ελλάδα, όπως και στη γειτονική Τουρκία, η επίδραση του ανθρώπου είναι εμφανής εδώ και χιλιετίες. Σε πολλές περιοχές, όπως και στην Αττική, η κατοίκηση είναι συνεχής εδώ και 3.000 ή 4.000 χρόνια και παντού υπάρχουν τα ίχνη της. Από τις αρχές του 19ου αιώνα άρχισε η συστηματική έρευνα και, στη συνέχεια, η ανάδειξη και η προστασία των αρχαιολογικών χώρων, κυρίως με τον περιορισμό της πρόσβασης. Έτσι, καθώς οι ολοένα εντεινόμενες ανθρώπινες δραστηριότητες άρχισαν να υποβαθμίζουν τη βλάστηση και τη χλωρίδα, οι απομονωμένοι αυτοί χώροι λειτούργησαν σαν νησίδες φυσικότητας, προσφέροντας καταφύγιο σε φυτά που χάνονταν από τους γύρω τους χώρους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Ακρόπολη και οι γύρω της λόφοι στην Αθήνα που φιλοξενούν πάνω από 220 είδη στην καρδιά του πυκνοδομημένου αστικού ιστού», δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Νίκος Πέτρου, πρόεδρος του ΔΣ της Ελληνικής Εταιρίας Προστασίας της Φύσης (ΕΕΠΦ), η οποία υλοποιεί, σε συνεργασία με την τουρκική περιβαλλοντική ΜΚΟ CAOB, ένα ενδιαφέρον έργο. Έχει τίτλο «Αρχαίες Πόλεις και Ενδημικά Είδη Χλωρίδας – Από τον Απόλλωνα στην Αθηνά» και χρηματοδοτείται από το Πρόγραμμα «Κοινωνικός Διάλογος μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Τουρκίας» (Supporting Civil Society Dialogue between EU and Turkey Grant Scheme (CSD-V).
«Στόχος του είναι να αναπτυχθεί ένας βιώσιμος διάλογος ανάμεσα σε οργανώσεις της Τουρκίας και της Ελλάδας, μέσω της ανταλλαγής βέλτιστων πρακτικών και πιλοτικών εφαρμογών αναφορικά με σπάνια ή/και ενδημικά φυτά σε αρχαιολογικούς χώρους των δύο χωρών. Οι δράσεις του έργου είναι δομημένες γύρω από εφαρμοσμένες πολιτικές και μεθοδολογίες για τη διαχείριση σημαντικών ειδών χλωρίδας και απευθύνονται σε όσους εμπλέκονται στη διαχείριση και διατήρηση των αρχαιολογικών χώρων. Επίσης, το έργο στοχεύει στο ευρύτερο κοινό μέσω δράσεων ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης», αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Χαρά Αγάογλου από το Τμήμα Ευρωπαϊκών Προγραμμάτων της ΕΕΠΦ. Στο πλαίσιο του έργου δημιουργήθηκε και η εφαρμογή «Virtual Garden», που προορίζεται για κινητά τηλέφωνα και άλλες έξυπνες συσκευές. «Στόχος είναι να ενημερωθούν, μέσα από σχετικό πληροφοριακό υλικό και εικόνες, οι επισκέπτες των αρχαιολογικών χώρων, οι ξεναγοί, αλλά και το προσωπικό, σχετικά με την τοπική χλωρίδα», προσθέτει η κ. Αγάογλου. Όμως, ακόμα και στους προστατευμένους αρχαιολογικούς χώρους, τα σπάνια αυτά είδη μπορεί να αντιμετωπίσουν κινδύνους. «Συχνά, η διαχείριση των χώρων περιλαμβάνει και εκτεταμένους καθαρισμούς της βλάστησης ώστε να αναδεικνύονται τα μνημεία και να διευκολύνεται η κίνηση των επισκεπτών, αλλά και φυτεύσεις ξενικών ειδών για καλλωπιστικούς λόγους. Όταν αυτό συνδυάζεται με άγνοια των υπευθύνων για την παρουσία σημαντικών και σπάνιων φυτών, μπορεί να οδηγήσει σε εξαφάνισή τους. Επίσης, η έλλειψη ενημέρωσης των ξεναγών για την παρουσία σημαντικών ειδών εμποδίζει την πληροφόρηση και ευαισθητοποίηση του κοινού για τον ιδιαίτερο φυσικό πλούτο των αρχαιολογικών χώρων», τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Αγάογλου.
Στην πλούσια ελληνική χλωρίδα, η οποία παρά την μικρή έκταση της χώρας μας περιλαμβάνει περίπου 6.600 είδη και υποείδη (taxa), ενώ νέα taxa καταγράφονται συνεχώς με την επέκταση της βοτανικής εξερεύνησης σε απρόσιτες και απομονωμένες περιοχές, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ενδημικά φυτά. Είδη, δηλαδή, που μπορεί να κατανέμονται σε μία μόνο περιοχή και συχνά εντοπίζονται σε περιορισμένη έκταση, ή ακόμα και σε μια μόνο θέση, γεγονός που τα κάνει πολύ ευάλωτα σε εξωτερικές πιέσεις. «Η ενδημική χλωρίδα της Ελλάδας, απαρτίζεται από είδη που βρήκαν καταφύγιο σε κάποιες περιοχές και επιβίωσαν από την εποχή των παγετώνων, τα ονομαζόμενα παλαιοενδημικά -όπως είναι η περίφημη Jankaea heldreichii του Ολύμπου- και είδη που εμφανίστηκαν αργότερα, μετά την εδραίωση του Μεσογειακού κλίματος, τα νεοενδημικά. Τα ενδημικά είδη εξελίχθηκαν είτε προσαρμοζόμενα σε τοπικές συνθήκες είτε λόγω της γεωγραφικής απομόνωσης, όπως στα νησιά και στα ψηλά βουνά, που απέκλειε την ανταλλαγή γενετικού υλικού», εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Πέτρου, που δίνει μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα ενδημικών ειδών σε αρχαιολογικούς χώρους: «Στην Ακρόπολη είναι η Anchusella variegata, στον αρχαιολογικό χώρο της Βραυρώνας η Campanula drabifolia, κοντά στην περιοχή του Μαραθώνα η Fritillaria obliqua subsp. obliqua και στο Σούνιο η Silene reinholdii. Στην Τουρκία χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι στην Τερμησσό το Colchicum baytopiorum και στην Φασηλίδα ο Lathyrus phaselitanus. Παραδείγματα υπάρχουν και σε πολλούς άλλους αρχαιολογικούς χώρους: Στους Δελφούς συναντάμε την Campanula topaliana subsp. delphica, στο Ιερό των Μεγάλων Θεών στη Σαμοθράκη το Allium samothracicum, στη Φαιστό την Ophrys bassilisa, καθώς και άλλες ορχιδέες ενδημικές της Κρήτης, στη Μονεμβασιά το Stachys spreitzenhoferi subsp. Virella, το οποίο αριθμεί περίπου 50 άτομα μόνον μέσα στο κάστρο κ.ά.».
Και τα κριτήρια επιλογής των αρχαιολογικών χώρων στην Ελλάδα (Ακρόπολη, Σούνιο, Βραυρώνα, Μαραθώνας) και στην Τουρκία (Τερμησσός, Πέργη, Άσπενδος, Σίδη, Φασηλίδα) που συμπεριλήφθηκαν στο έργο; «Επιλέχθηκαν βάσει του τουριστικού ενδιαφέροντος που προσελκύουν, καθώς με την αλματώδη αύξηση του τουρισμού σε όλο τον κόσμο, ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες, αλλά και την εντεινόμενη διεθνή προβολή τους, κάποιοι από αυτούς τους χώρους δέχονται πλέον πολύ μεγάλους αριθμούς επισκεπτών -εκατοντάδες χιλιάδες στην Ακρόπολη κάθε χρόνο- κάτι που επιφέρει σημαντική πίεση στη χλωρίδα τους. Άλλα κριτήρια ήταν η παρουσία ενδημικών ή σπάνιων ειδών, καθώς και η χωρική κατανομή τους, ιδιαίτερα στην Τουρκία, ώστε να είναι μέσα στην εμβέλεια δράσης των οργανώσεων. Το τελευταίο αποδείχτηκε πολύ σημαντικό λόγω των περιορισμών στις μετακινήσεις που επέβαλε η πανδημία», καταλήγει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Πέτρου.