Ο ακούραστος για την παραγωγή του πευκόμελου “εργάτης” του πεύκου, το μεσογειακό κοκκοειδές “Μαρσαλίνα” η ελληνική (Marchalina hellenica) και οι μελισσοκόμοι πάλι στο εδώλιο του “κατηγορουμένου”. Η διχογνωμία των ειδικών επιστημόνων πάλι στο αποκορύφωμά της.
Η ανάγκη μιας ακόμα μελέτης πάλι επίκαιρη. Ο συνάδελφος εντομολόγος δρ Πολυράκης Γιάννης με καίριες παρεμβάσεις “βαρέθηκε” να χτυπά τις πόρτες των “βαρύκοων” αρμοδίων. Το πευκόδασος της Δυτικής Κρήτης, τόπος καταγωγής του “αργοπεθαίνει” από το 2000. Τι ακριβώς συμβαίνει; Ποια είναι η αλήθεια για τον “εργάτη” του πεύκου, που μονομερώς “καταπάτησε” τη συμβιωτική συμφωνία με το πευκόδεντρο, το οποίο “καταστρέφει”, παρόλο που έχει άμεση εξάρτηση της επιβίωσής του από αυτό.
Η “Μαρσαλίνα” φέρει άξια τον επιθετικό προσδιορισμό “ελληνική”. Υπάρχουν αναφορές παρουσίας στη χώρα μας σε αγαστή συμβίωση με το πεύκο από το 1415. Ταυτοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Ελληνα Γεννάδιο το 1882. Στο διάστημα αυτό δεν υπάρχει καμία αναφορά για «καταστροφή» πευκοδασών. Υπήρχε αγαστή οικολογική ισορροπία. Οι βιοτικοί, κλιματικοί και εδαφικοί παράγοντες ήταν εναρμονισμένοι μεταξύ τους. Οι φυσικοί εχθροί της Μαρσαλίνας ρύθμιζαν τους πληθυσμούς της. Εξαιτίας του γεγονότος αυτού δεν μελετήθηκε σχολαστικά ο βιολογικός της κύκλος. Δεν υπήρχε κανείς σοβαρός λόγος να γίνει παρακολούθηση της εξέλιξης του πληθυσμού της και να μελετηθεί διεξοδικά το φαινόμενο της φαινοανοσοποίησης του πεύκου. Συμβιώνει με πολλά είδη πεύκου που φύονται στην Ελλάδα. Διαπιστώνεται στην πεύκη τη χαλέπιο γνωστή και με το όνομα, κοινό πεύκο (Pinus halepensis), στην πεύκη την τραχεία, γνωστή και ως θασίτικο πεύκο (Pinus brutia), στην πεύκη την αγρία ή δασόπευκο ή λιάχα ή δασική πεύκη (Pinus sylvestris) και σπανιότερα στην πεύκη τη μαύρη, το μαυρόπευκο (Pinus nigra).
Η μελισσοκομική αξία της Μαρσαλίνας είναι δεδομένη. Το μελίτωμά της αποτελεί πολύτιμη μελισσοκομική τροφή για την παραγωγή του πευκόμελου. Το πευκόμελο στη χώρα μας καλύπτει το 60 – 70% της συνολικής παραγωγής. Μελίτωση των πευκόδεντρων μπορεί να παρατηρηθεί και φυσιολογικά εξαιτίας της διαταραχής του μεταβολισμού τους από την επικράτηση για μεγάλο χρονικό διάστημα ξηροθερμικών συνθηκών. Οι μελισσοκόμοι θα θυμούνται παλαιότερα τη μεγάλη θνησιμότητα των μελισσοσμηνών τους από το “μέλωμα” που είχε προσβληθεί από τοξικογόνο για τις μέλισσες βακτηρίου. Το μελίτωμα από τη Μαρσαλίνα διαπιστώνεται δύο περιόδους γνωστές στους μελισσοκόμους ως “βαρέματα”. Το πρώτο “βάρεμα” τον Αύγουστο και το δεύτερο τον Μάιο. Μάλιστα σήμερα έχουν αναπτυχθεί ειδικά μοντέλα παρακολούθησης της μελίτωσης, ώστε να προειδοποιούνται οι μελισσοκόμοι για τη μετακίνηση των κυψελών. Τα “βαρέματα” αυτά συμπίπτουν με το μεγάλο ποσοστό, πάνω από 70%, των ερπουσών προνυμφών.
Μέχρι το 1992 το δασοοικοσύστημα ήταν σε ικανοποιητική αρμονία με τη Μαρσαλίνα. Την ίδια χρονιά το Τμήμα Μελισσοκομίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών πέτυχε την εξασφάλιση πίστωσης για μετάδοση (εμβολιασμό) με τον “εργάτη” 10.000 στρεμμάτων στα πευκοδάση της Κεντρικής Μακεδονίας και της Στερεάς Ελλάδας. Την περίοδο 1995 – 1999 το Υπουργείο Αγροτικής ανάπτυξης χωρίς καμία μελέτη προτρέπει τους μελισσοκόμους με οδηγίες και σχετική επιδότηση να προχωρήσουν στον εμβολιασμό των πευκοδασών με τη Μαρσολίνα σε 55.000 και στη συνέχεια σε 153.000 στρέμματα. Το πρόγραμμα αυτό είχε και την έγκριση της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τον κανονισμό 1221. Στο διάστημα αυτό εκδόθηκε μάλιστα και ειδικό βιβλίο για την τεχνική μετάδοσης του “εργάτη” στα πεύκα.
«Κάντε ανοιχτούς εμβολιασμούς. Με άλλα λόγια διασπείρετε τα εμβόλια μέσα στο δάσος και δώστε χρόνο στον εργάτη να προχωρήσει προοδευτικά μόνος του. Εμείς τοποθετούμε σ’ ένα δάσος μικρές γλυκές φωτιές» τονίζει επιγραμματικά ο συγγραφέας. Κι ακόμα ερευνητής του ΕΘΙΑΓΕ δέχθηκε τα συγχαρητήρια από το Επιστημονικό Συμβούλιο του Εθνικού Ιδρύματος Αγροτικής Έρευνας γιατί «κατάφερε» να μεταδώσει τον “εργάτη” και στην Ελάτη την κεφαλιανική (Abies cephalonica), του ενδημικού στη χώρα μας ελάτου.
Το εγχείρημα πέτυχε απόλυτα σε όλα τα είδη του πεύκου, στα οποία “μπολιάστηκε” η Μαρσαλίνα. Υπήρχαν βέβαια και φωνές διαμαρτυρίας, όπως της Δ/νσης Δασών Χανίων. Η Μαρσαλίνα όμως ευνοημένη και από τη διαταραχή της οικολογικής ισορροπίας στο δασικό περιβάλλον υπερπολλαπλασιάστηκε. Άρχισαν οι ξηράνσεις των πεύκων σε πολλές περιοχές και ιδιαίτερα στο λεκανοπέδιο της Αττικής, όπου ο “εργάτης” βρέθηκε σε ευνοϊκές συνθήκες. Το αρμόδιο Υπουργείο, τα Πανεπιστημιακά και ερευνητικά ιδρύματα τίθενται επί ποδός. Η επιστημονική διχογνωμία, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, «δίνει και παίρνει». Το ΕΘΙΑΓΕ “βγάζει” αθώο τον “εργάτη”. Το Εντομολογικό Τμήμα του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών μιλεί για “πρωτογενή” εχθρό του πεύκου, που μπορεί να προκαλέσει ξηράνσεις κλάδων, ανάπτυξη της καπνιάς και ενίοτε και ξήρανση ολόκληρου του πευκόδεντρου. Η Κτηνιατρική Σχολή αναλαμβάνει το ρόλο του “συνηγόρου” υπεράσπισης. Το Μπενάκειο Φυτοπαθολογικό Ινστιτούτο, ύστερα από έρευνα, προτείνει μια σειρά από συνθετικά και βιολογικά σκευάσματα καθώς και εξαπολύσεις φυσικών εχθρών. Το αρμόδιο Υπουργείο ο βασικός πρόξενος αυτού του κακού εγκρίνει τα σκευάσματα και ταυτόχρονα απαγορεύει και ποινικοποιεί τον εμβολιασμό του πεύκου με τη Μαρσαλίνα.
Με απλά λόγια επικράτησε ένα κομφούζιο και ένα αλαλούμ απόψεων που όξυναν περισσότερο το πρόβλημα. Προς τιμή τους οι μελισσοκόμοι στην περιοχή της Ανώπολης βλέποντας τους αυξημένους πληθυσμούς της Μαρσαλίνας στο παρακείμενο πευκοδάσος ανησύχησαν από την πρώτη στιγμή. Ο εκπρόσωπός τους ο κ. Οικονομάκης επισκέφθηκε το Ινστιτούτο Ελιάς και υποτροπικών φυτών και τη Διεύθυνση Δασών Χανίων και ζήτησε να εξεταστεί η σοβαρότητα του προβλήματος. Πράγματι κλιμάκιο επιστημόνων από τον υποφαινόμενο ως φυτοπαθολόγο – οικοτοξικολόγο τον δρα Βενιζέλο Αλεξανδράκη εντομολόγο, το δρα Στέλιο Μιχελάκη εντομολόγο, προϊστάμενο του τότε Κέντρου Γεωργικής ‘Έρευνας Κρήτης και Νήσων και τον Βασίλη Κασσιωτάκη, δασολόγο διευθυντή της Δ/νσης Δασών Χανίων μετέβη επιτόπου για την εξέταση του προβλήματος. Το κλιμάκιο διαπίστωσε πράγματι έξαρση του εργάτη, κυρίως λόγω των ξηροθερμικών συνθηκών και ξήρανση κλάδων των πευκόδεντρων. Ξηράνσεις παρατηρήθηκαν και σε διάσπαρτα και χωρίς προσβολή από τη Μαρσαλίνα πευκλοδεντρα. Επικράτησε η άποψη, πως πρόκειται για παρασιτικό σύμπλοκο, στην εκδήλωση του οποίου συμμετέχουν τόσο βιοτικοί όσο και αβιοτικοί παράγοντες. Ιδιαίτερα κρίθηκε πως θα έπρεπε να μελετηθεί η σχέση του φυτού – ξενιστή και της Μαρσαλίνας. Η σχέση αυτή γνωστή και ως φαινόμενο φαινοανοσοποίησης, μπορεί να επηρεάσει την αναπαραγωγική ικανότητα και την ανάπτυξη του πληθυσμού της Μαρσολίνας στο πευκόδεντρο ξενιστή. Όπως είναι γνωστό σύμφωνα με το φαινόμενο αυτό υπάρχει διαφορετική συμπεριφορά από το ένα στο άλλο στην ίδια περιοχή πευκόδεντρο και από τη μία στην άλλη περιοχή πευκοδάσους. Η φαινοανοσοποίηση μπορεί επίσης να είναι μόνιμη ή παροδική. Η μόνιμη είναι γενετικής φύσης και η παροδική σχετίζεται με τις δυσμενείς περιβαλλοντικές συνθήκες και τη σύσταση του εδάφους. Στη χώρα μας το φαινόμενο αυτό είναι σύνηθες τόσο στην πεύκη τη χαλέπιο όσο και στην πεύκη την τραχεία. Δείγματα ξερών κλαδιών πεύκων και ριζοσφαιρικό έδαφος στάλθηκαν στο Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών Θεσσαλονίκης για ανάλυση. Στα δείγματα εδάφους βρέθηκαν υψηλοί πληθυσμοί νηματωδών, πράγμα που επιβεβαίωσε την αρχική σκέψη του κλιμακίου για παρασιτικό σύμπλοκο. Το κλιμάκιο προκειμένου να διαπιστώσει τη συμβολή της Μαρσαλίνας στην ξήρανση των πευκόδεντρων και τη δυνατότητα ύπαρξης αυτόχθονων φυσικών εχθρών εκπόνησε ειδικό ερευνητικό πρόγραμμα. Το “χειμάζον” εντομοτροφείο του Ινστιτούτου Ελιάς και Υποτροπικών φυτών θα μπορούσε να συμβάλλει ουσιαστικά στη υλοποίηση μέρους του προγράμματος Δεν πρέπει να ξεχνά κανείς την αντιμετώπιση του εριώδη αλευρώδης (Aleurothrixus floccosus) των εσπεριδοειδών που ελέγχθηκε κατά 100%. Το πρόγραμμα αυτό υπεβλήθη στη Νομαρχία Χανίων προκειμένου να διασφαλιστεί η σχετική μικρή οικονομική επιχορήγηση. Η Νομαρχιακή αυτοδιοίκηση απάντησε πως αδυνατεί.
Εύλογα λοιπόν προκύπτουν ορισμένα ερωτήματα που χρήζουν απάντησης:
Φταίει η Μαρσαλίνα που κάτω από ευνοϊκές συνθήκες σε ένα οικολογικά τροποποιημένο περιβάλλον αύξησε σε ανεξέλεγκτο βαθμό τους πληθυσμούς της;
Φταίει ο μελισσοκόμος, που καλείται μάλιστα με χρηματοδότηση να βοηθήσει στην μετάδοση της Μαρσαλίνας στα πευκοδάση;
Οχι βέβαια. Η κύρια ευθύνη πρέπει να επιμεριστεί πρωταρχικά στο αρμόδιο Υπουργείο, που χωρίς καμιά μελέτη, προχώρησε με επιπόλαιο τρόπο στην προτροπή με επιχορήγηση της διάδοσης της τεχνικής της μετάδοσης της Μαρσαλίνας στα πευκοδάση. Κατά δεύτερο λόγο ευθύνονται και οι τοπικές Αρχές για την ολιγωρία, την οποία επέδειξαν στην έγκαιρη και άμεση λήψη μέτρων αντιμετώπισης του προβλήματος. Μεγάλο μερίδιο ευθύνης έχουν τέλος και οι από καθέδρας ειδικοί επιστήμονες που προτίμησαν να «ακονίσουν» τα ξίφη της διχογνωμίας αντί να ασχοληθούν με την ουσία του πράγματος. Οι κρητικοί μελισσοκόμοι της Κρήτης ενδιαφέρονται περισσότερο για το ανθόμελο από την πλούσια μελισοκομική χλωρίδα της μεγαλονήσου και όχι για το φτιαγμένο από τα «σ.. τά του εργάτη”, όπως απάντησε κρητικός, όταν ρωτήθηκε από κάποιον για το πευκόμελο.
Σήμερα η τεχνογνωσία για το συγκεκριμένο θέμα είναι αρκετή. Δεν χρειάζεται να μπει κανείς στο “τούνελ” μιας άλλης μελέτης για τη μελέτη. Η ξήρανση των πεύκων όπως τονίστηκε αποτελεί παρασιτικό σύμπλοκο. Η κλιματική αλλαγή με την επιμήκυνση της ξηροθερμικής περιόδου ευνοεί την ανάπτυξη του εργάτη και τους νηματώδεις. Και οι δύο εχθροί αδυνατίζουν τα πευκόδεντρα. Το υπερβολικό μέλωμα στη συνέχεια βοηθά στην ανάπτυξη καπνιάς, ακόμα και στις πευκοβελόνες με αποτέλεσμα την απίσχναση σε μεγαλύτερο βαθμό του πευκόδεντρου λόγω περιορισμένης φωτοσυνθετικής επιφάνειας, αδυναμίας πρόσληψης των θρεπτικών συστατικών και του νερού και της μείωσης της βιομάζας από τις ξηράνσεις. Αυτές οι αλήθειες είναι πια διαπιστωμένες. Το μόνο που χρειάζεται το “ταρακούνημα” των αρμοδίων για να προχωρήσει η εφαρμογή των ενδεικνυόμενων μέτρων με σεβασμό πάντα του δασικού οικοσυστήματος. Σ αυτήν την περίπτωση η οικολογική αντιμετώπιση του παρασιτικού αυτού συνδρόμου έχει τον πρώτο λόγο. Το σύστημα της μαζικής παγίδευσης με φερομόνη έλκυσης του αρσενικού της Μαρσαλίνας δεν φαίνεται να δίνει ικανοποιητικά αποτελέσματα, αφού κατά το μεγαλύτερο ποσοστό το κοκκοειδές αυτό πολλαπλασιάζεται παρθενογενετικά. Το αρπακτικό Neuleucopis kartliana, κάτω από ορισμένες συνθήκες δίνει ικανοποιητική λύση. Είναι εύκολη η άνευ λόγου καταδίκη της Μαρσαλίνας για «θανάτωση» των πεύκων κα ιη λήψη βιαστικών μέτρων, που μπορεί να αποϊσορροπήσουν ακόμα περισσότερο το συγκεκριμένο οικοσύστημα. Γιατί ενέργειες σαν εκείνες του Υπουργείου Αγροτικής ανάπτυξης και τροφίμων το 2005 θυμίζουν το γιατρό που κόβει το πόδι του ασθενούς και μετά αναζητάει τις αιτίες της ασθένειας. Αυτή είναι η αλήθεια για τον εργάτη του πεύκου. Και δεν πρέπει οι υπεύθυνοι για τη δημιουργία του προβλήματος να αποσείουν την ευθύνη τους και να τη μεταβιβάζουν σε άλλους.
* γεωπόνος, ερευνητής φυτοπαθολόγος – οικοτοξικολόγος