Οταν ήμουνα παιδί, ήτανε τα χρόνια πολύ δύσκολα. Και πριν από τον πόλεμο ήτανε μεγάλη κρίση. Στον πόλεμο και προπάντων στην κατοχή είναι περιττό να αναφερθώ, μα και μετά την απελευθέρωση, βραδέως επέρχεται η βελτίωση.
Τα παιδιά από 5-6 χρονών και πάνω, μας απασχολούσαν σε μικροδουλειές, ανάλογες με την ικανότητά μας. Ακόμα από το σχολείο μας παίρνανε για να μας χρησιμοποιήσουνε κάπου και κάναμε απουσίες. Δεν μπορούσαμε, ειδικά άμα ήμαστε δέκα ετών να παίξουμε απερίσπαστα.
Μα και όταν εξοικονομείτο χρόνος για να παίξουμε, δεν είχανε τη δυνατότητα οι δύσμοιροι οι γονείς μας για να μας αγοράζουνε έξυπνα και διασκεδαστικά παιχνιδάκια μα, ή που φτιάχναμε εμείς παιχνιδάκια με τσιγαρόκουτα, με σπιρτόκουτα, με καρόλια, με παλιόπανα τοπάκια (αφού ούτε ένα λαστιχένιο τοπάκι δεν μας αγοράζανε.
Ακόμα στο δημοτικό σχολείο που πήγα πρώτη φορά το 1932, δεν είχε ούτε μια μπάλα, μα ούτε καν ένα λαστιχένιο τοπάκι. Παίζαμε όμως ομαδικά παιχνιδάκια: αμπάρα, ξυλίκι, πινακωτή, μελισσάκι, σκαμνάκια κ.ά. Σήμερα θα περιγράψω πώς παίζαμε τις αμάδες: Μία πετρούλα μακρουλή που μπορούσε να σταματήσει όρθια ήτανε ο “μπούτης”. Ένα παιδί ο μπουτιέρης, ήτανε υπεύθυνος να κρατά όρθια αυτή την πετρούλα.
Τα άλλα παιδιά είχε καθένα μια πετρούλα σε σχήμα όμοιο με μικρό πιάτο. Από ορισμένη απόσταση πετούσαμε τα παιδιά την πετρούλα μας (που την λέγανε “αμάδα”) με στόχο να ρίξουμε τον μπούτη. Οι αμάδες μένανε κοντά στον μπούτη. Όταν καταφέρναμε να ρίξουμε τον μπούτη ήτανε “ελεγκαρεία” και όσο ήτανε κάτω ο μπούτης τρέχαμε να πάρουμε τις αμάδες μας.
Αν όμως επρολάβαινε ο μπουτιέρης να στήσει τον μπούτη και μετά να πιάσει ένα παιδί, εκάθιζε αυτό στον άχαρο ρόλο του μπουτιέρη και ο πρώην μπουτιέρης έπαιρνε την αμάδα του και πήγανε να παίξει με τα άλλα παιδιά. Στο σκίτσο μας φαίνεται η μακρουλή πέτρα που είναι μπούτης και ο μπουτιέρης που είναι κοντά της. Ομως το σκίτσο μας πολλά έχει να πει για την τότε παιδική ζωή. Τα αγοράκια όλα βάζανε τότε χειμώνα καλοκαίρι κοντά παντελονάκια συνηθέστατα από ντρύλι που τότε το λέγαμε “ρετσινόπανο”, τα κοριτσάκια βάζανε φορεματάκια τσίτινα λίγο πιο κάτω από το γόνατο.
Τα δυο από τα τέσσερα παιδιά είναι ξυπόλητα, τα άλλα δυο πήγανε με τα παπούτσια τους μα την ώρα τα παιχνιδιού τα βγάζανε και τα άφηναν πιο πέρα για να μην τα φθείρουνε παίζοντας. Και άμα είχαμε παπούτσια δεν τα φορούσαμε τακτικά και η πατούσα μας ήταν εξοικειωμένη στην ξυπολητιά, θέλω να πω ότι συμμετείχαμε ως παιδιά και στον αγώνα για επιβίωση και έμπρακτα και στην αγωνία της κρίσης και δεν θέλαμε νε υποχρεωθεί ο πατέρας μας γρήγορα να μας πάρει άλλα παπούτσια. Υπήρχε όμως το ενδεχόμενο να περάσει καιρός για να μας πάρουν άλλα, όπου όταν είχαμε παπούτσια τα προσέχαμε. Παρατηρούμε και στο ντύσιμο των παιδιών μπαλώματα. Τότε πολλές φορές μέναμε με ένα παντελόνι και άμα τρυπούσε το μπαλώναμε και πάλι με αυτό περνούσαμε, και με το μπαλωμένο πηγαίναμε και στα πανηγύρια και στους γάμους. Τώρα έχω χρόνια να δω μπαλωμένο παντελόνι ή μπαλωμένα παπούτσια ούτε στην καθημερινότητα.
Θυμούμαι περιπτώσεις που νέοι βάζανε του φίλου τους τα στιβάνια ή του φίλοου τους το σακάκι για να πάνε σε μια εκδήλωση και ξέρω περίπτωση όπου ένα κοριτσάκι πήγε σε μια ραπτομηχανή το παντελόνι του μεγαλύτερου αδελφού της για να γαζώσουνε τους καβάλους και παρακάλεσε να το γαζώσουνε αμέσως διότι ο αδελφός της δεν είχε άλλο παντελόνι και ήτανε στο κρεβάτι σκεπασμένος μέχρι να του το πάει ραμένο. Καβάλους λέγανε μεγάλα μπαλώματα ομοιόμορφα που μπορούσανε να ειναι από άλλο ύφασμα και σε άλλο χρώμα. Τους βάζανε και μπροστά και πίσω στα μέρη που πρωτοφθείρονται και άντεχε το παντελόνι πολύ καιρό καβαλιασμένο. Περιγράφω εδώ την κατάσταση όπως ακριβώς την έζησα. Με το παρόν κείμενο γύρισα πίσω 80 χρόνια και φωτογράφισα με το σκίτσο και με το κείμενο κάποια σκηνή από αυτές που έβλεπα συχνά.