Στὸ προηγούμενο σημείωμα (Χ. Ν. 20.3.17, 22) ὑπῆρξε σύντομη ἀναφορὰ στὴν “ἀνάγκη” ὡς παράγοντα ποὺ πολλὲς φορὲς ἐπηρεάζει δραστικὰ τὴ ζωή μας. Ἔννοια γιὰ τὴν ὁποία, σημείωσα, “ἀξίζει νὰ γίνει ξεχωριστὸς λόγος”. Πρόκειται γιὰ λέξη μὲ μεγάλη “ἱστορία”, ἀποτέλεσμα καὶ τῆς ἡλικίας της (μαρτυρεῖται ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ὁμήρου). Ἡ προέλευσή της εἶναι ἀβέβαιη: σχετίζεται, ἐνδεχομένως, μὲ ἕνα θέμα τοῦ ρήματος “φέρω” (ἐνεκ-. Τὸ βρίσκουμε στὸ ἐπίθετο διηνεκὴς = ὁ χωρὶς τέλος καὶ στὸ οὐσιαστικὸ ὄγκος. Θυμίζω καὶ τὴ φράση “μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμὸν” – μὴ μᾶς βάλεις σὲ πειρασμό -, ἀπὸ τὸ “Πάτερ ἡμῶν”), ἐνῶ σύμφωνα μὲ ἄλλη ἄποψη συνδέεται μὲ μία ἀπὸ τὶς λέξεις ἀγκάλη, ἀγκών.
Ἡ λέξη ἀπὸ τὴν ἀρχὴ εἶχε τὴν ἴδια σχεδὸν σημασία μὲ τὴ σημερινή, ὅμως στὸ πέρασμα τοῦ χρόνου χρησιμοποιήθηκε γιὰ τὴν ἀπόδοση καὶ ἄλλων ἐννοιῶν. Ἐδήλωνε κάθε τι ποὺ πνίγει καὶ στενοχωρεῖ, εἴτε σὲ ἐξωτερικὴ βία ὀφείλεται εἴτε σὲ συνδρομὴ διαφόρων περιστάσεων. Παρεμφερεῖς ἔννοιες (μεταξὺ ἄλλων): αὐτὸ ποὺ ἐπιβάλλεται ἀπὸ μιὰ κατάσταση / δύσκολη περίσταση ἢ στενοχώρια / ἐπιθυμία, φυσικὴ παρόρμηση / χρεία προσώπου ἢ πράγματος. Συχνὰ κάνουμε λόγο γιὰ “εἴδη πρώτης ἀνάγκης”, γιὰ “κατάσταση ἐκτάκτου ἀνάγκης” καὶ μὲ εὐφημισμὸ ὅτι “πηγαίνω γιὰ τὴν ἀνάγκη μου”. Ἀπὸ τὴ λόγια γλώσσα προέρχονται στερεότυπα ὅπως “ἐξ ἀνάγκης”, “κατ’ ἀνάγκην”, “ἐν ἀνάγκῃ”, “ἀνάγκη ἀδήριτη” (ἀκαταμάχητη). Κατὰ τὴν ἀρχαιότητα “ἀνάγκαι” ὀνομαζόταν ἡ τιμωρία μὲ βασανισμὸ ἀλλὰ καὶ οἱ νόμοι τῆς φύσης. Ἔνταση (σὲ δυσκολίες), συγγένεια, σωματικὸς πόνος ἦταν ἄλλες σημασίες τῆς λέξης. Ποιητές, φιλόσοφοι καὶ ἄλλοι συγγραφεῖς (Ὅμηρος, Σιμωνίδης, Αἰσχύλος, Εὐριπίδης, Μένανδρος, Θέογνις, Πλάτων, Ἀριστοτέλης, Πλωτῖνος, Πλούταρχος κ. ἄ.) ἔκαμαν λόγο γιὰ τὴν ἀνάγκη καὶ γιὰ τὴν ἰσχὺ ποὺ ἔχει. Σὲ πολλὰ σημεῖα τοῦ ἑλληνικοῦ χώρου ἱδρύθηκαν ἱερὰ στὰ ὁποῖα λατρευόταν ὡς θεὰ ἡ Ἀνάγκη (τὸ πιὸ γνωστὸ βρισκόταν στὴν ἀνάβαση πρὸς τὸν Ἀκροκόρινθο).
Ἀπὸ τὴν ἴδια αὐτὴ ἐποχὴ προέρχεται καὶ ἡ φράση “ἀνάγκᾳ καὶ θεοὶ πείθονται”, ὅπως καὶ ὁ στίχος ἀπὸ ἄγνωστη τραγωδία “οὐδεὶς ἀνάγκης μεῖζον ἰσχύει νόμος” (κανένας νόμος δὲν ἔχει δύναμη μεγαλύτερη ἀπὸ τὴν ἀνάγκη). Παραλλαγὴ τῆς ρήσης αὐτῆς βρίσκουμε στὸν Ἀπ. Παῦλο (Πρὸς Ἑβραίους 7, 12): “ἐξ ἀνάγκης καὶ νόμου μετάθεσις” (ὅταν ὑπάρχει ἀνάγκη, μπορεῖ νὰ παραμεριστεῖ ἀκόμη καὶ ὁ νόμος), προέκταση δὲ στὴ νεοελληνικὴ παροιμία “ἡ ἀνάγκη λεῖ (=λύνει, καταργεῖ) τὸ νόμο”. Ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ γλώσσα (Ἀπόστιχα Αἴνων Πέμπτης τοῦ Βαρέος ἤχου) προέρχεται ἡ πολὺ διαδεδομένη φράση “κάνω τὴν ἀνάγκη φιλοτιμία”, δηλαδὴ ὑποκρίνομαι ὅτι κάνω κάτι μὲ τὴ θέλησή μου, στὴν πραγματικότητα ὅμως ἐξαναγκάζομαι ἀπὸ τὰ πράγματα. Ἀπὸ τὸ χῶρο τῆς Λαογραφίας ἔχουμε τὶς παροιμίες “ὁ φίλος στὴν ἀνάγκη φαίνεται” καὶ “φίλε μου στὴν ἀνάγκη μου κι ἐχθρέ μου στὴ χαρά μου”.
Τὸ σύντομο καὶ ἐνδεικτικὸ αὐτὸ ἀνθολόγημα δείχνει καθαρὰ ἀφ’ ἑνὸς τὴ διαχρονικὴ παρουσία τῆς “ἀνάγκης” στὴ ζωὴ καὶ στὴ σκέψη τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ (φαντάζομαι, τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους λαοὺς) καὶ ἀφ’ ἑτέρου τὴν κοινὴ καὶ χωρὶς ἐπιφυλάξεις ἀντίληψη γύρω ἀπὸ τὸ τί εἶναι καὶ ποιά θέση κατέχει στὴ ζωή μας αὐτὴ ἡ ἀόρατη δύναμη. Ὕστερα ἀπὸ αὐτὰ ὅμως θὰ εἶχε ἐνδιαφέρον νὰ δοθεῖ ἀπάντηση σὲ ἐρωτήματα εὔλογα ἴσως καὶ πάντως οὐσιώδη. Ὅπως: ἡ ἀνάγκη εἶναι κάτι αὐθύπαρκτο ἢ ὀφείλεται σὲ αἴτια γιὰ τὰ ὁποῖα μάλιστα τὴν εὐθύνη ἔχει ὁ ἄνθρωπος; Εἶναι πράγματι ἀκαταμάχητη ἡ δύναμη τῆς ἀνάγκης ἢ ὑπάρχουν τρόποι γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση ἢ καὶ ἐξουδετέρωσή της;
Ὡς πρὸς τὸ πρῶτο ἐρώτημα, εἶναι φανερὸ πὼς τὰ πράγματα κατὰ περίπτωση διαφοροποιοῦνται. Θὰ μπορούσαμε νὰ μιλήσουμε γιὰ ἀνάγκη ὡς ἀποτέλεσμα φυσικῶν αἰτίων ἢ διεργασιῶν, δηλαδὴ γιὰ τὴν ἄρρηκτη σχέση αἰτίου καὶ ἀποτελέσματος. Π. χ., ἡ σωματικὴ ἀνάγκη προκύπτει ἀπὸ τὴ λειτουργία τοῦ ὀργανισμοῦ. Ἡ εἰσπνοὴ ὀξυγόνου ἢ ἡ κατανάλωση νεροῦ καὶ τροφῆς εἶναι ἀπαραίτητα γιὰ τὴ διατήρηση τῆς ζωῆς. Ὅποιος πέσει στὸ νερὸ πρέπει νὰ κάμει κάποιες κινήσεις, εἰδάλλως θὰ πνιγεῖ. Γιὰ νὰ φυτρώσει ὁ σπόρος, πρέπει νὰ σκεπαστεῖ μὲ χῶμα καὶ νὰ ποτιστεῖ. Ἀκόμη καὶ ὁ ψυχικὸς βίος τοῦ ἀνθρώπου διέπεται ἀπὸ τὴ σχέση αἰτίου – ἀποτελέσματος, κάτι ποὺ μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ περιορισμὸς τῆς προσωπικῆς ἐλευθερίας. Παράλληλα, ὑπάρχουν οἱ ἀνάγκες οἱ ὁποῖες ἀνακύπτουν στὸ διάβα τῆς ζωῆς καὶ οἱ ὁποῖες συχνὰ προκαλοῦνται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἄνθρωπο: στὸν πόλεμο ὁ στρατιώτης ἔχει ὅπλο, ἐπειδὴ πρέπει νὰ μπορεῖ νὰ ἀμυνθεῖ. Πράξη ἄμυνας εἶναι καὶ ἡ πρόσδεση μὲ ζώνη τῶν ἐπιβατῶν αὐτοκινήτων ἢ ἀεροπλάνων. Κάθε μέτρο προληπτικὸ ποὺ σχεδιάζεται πάνω σὲ ὁποιαδήποτε κατασκευή, ἀπὸ μιὰ χύτρα (βαλβίδα ἐκτόνωσης) μέχρι ἕνα ὑπερωκεάνειο (σωσίβια), ὀφείλεται σὲ ἀντίστοιχες ἀνάγκες. Γιὰ ὅλα αὐτὰ ὁ Ἀριστοτέλης (Ἠθικὰ Εὐδήμεια 1224 b) ὁρίζει τὴν ἀνάγκη ὡς τὴν “ἔξωθεν ἀρχήν, τὴν (…) ἐμποδίζουσαν ἢ κινοῦσαν”.
Περνώντας στὸ δεύτερο ἐρώτημα θὰ διαπιστώσουμε ὅτι ἰσχύουν περίπου τὰ ἴδια, ἀφοῦ ὑπάρχουν διαφορὲς κατὰ περίπτωση. Δὲν εἶναι δηλαδὴ πάντοτε τοῦ ἴδιου βαθμοῦ καὶ τῆς ἴδιας ποιότητας ἡ ἀνάγκη ποὺ προκύπτει. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ παίρνει προληπτικὰ μέτρα γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν συνεπειῶν τὶς ὁποῖες ἔχει μία αἰτία, χάρη στὸ μεγάλο ὅπλο ποὺ διαθέτει καὶ ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὸ νοῦ τοῦ δίνεται ἡ δυνατότητα νὰ ὑψώνεται πάνω ἀπὸ περιστάσεις καὶ ἐμπόδια. Ὄχι, βέβαια, πάντοτε: τὶς ἀσθένειες τὶς ἀντιμετωπίζει μὲ καλὰ ἀποτελέσματα, ὄχι ὅμως καὶ τὸ θάνατο. Στὴ λειτουργία τῶν φυσικῶν νόμων δὲν μπορεῖ νὰ παρέμβει, βρίσκει ὅμως τρόπους γιὰ τὴ διαχείριση τῶν συνεπειῶν ποὺ ἔχουν, ἀνεξαρτήτως τοῦ ἂν ὑποβάλλεται σὲ πρόσθετο κόστος ἢ δαπάνη (ἀνάγκη καὶ αὐτό!).
Μὲ βάση τὶς σκέψεις αὐτὲς καὶ τὰ (λίγα) παραδείγματα ποὺ ἐπιστρατεύθηκαν φαίνεται νὰ ἀπομακρύνεται ἡ ἀντίληψη σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ὑποκύπτει, σχεδὸν μοιρολατρικά, μπροστὰ στὶς ἀνάγκες ποὺ ἐμφανίζονται στὴ ζωή του. Ἀντίθετα, ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ προσαρμόζεται σὲ νέες καταστάσεις, νὰ θέτει νέες προτεραιότητες, νὰ ἀλλάζει σχέδια, νὰ ἐπανορθώνει διδασκόμενος ἀπὸ ὅσα συμβαίνουν στὸν ἴδιο ἢ στοὺς συνανθρώπους του. Πρόκειται γιὰ μιὰ πορεία ποὺ ἰσοδυναμεῖ μὲ πόλεμο, ἀπὸ τὸν ὁποῖο βγαίνει νικητὴς μόνο ἂν μὲ σύνεση, προνοητικότητα, μεθοδικὴ ἐργασία, ἐπιμονὴ καὶ ὑπομονὴ χρησιμοποιεῖ τὶς δυνάμεις καὶ τὰ χαρίσματα μὲ τὰ ὁποῖα ἡ φύση τὸν ἔχει προικίσει. Μόνο ἂν δὲν συνδέει τὶς ὅποιες προσδοκίες του μὲ τὴν τύχη ἢ τὴ μοίρα ἢ μὲ κάποιο “θαῦμα”. Διότι, σύμφωνα καὶ μὲ τὸ μύθο (Πλάτωνος, Πρωταγόρας 320 c – 321), μπορεῖ οἱ θεοὶ νὰ ὅπλισαν τὰ “θνητὰ γένη”, ὅλα τὰ ζῶα δηλαδή, μὲ ἱκανότητες ποικίλες γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν δυσκολιῶν τῆς ζωῆς, στὸν ἄνθρωπο ὅμως ἔδωσαν πανίσχυρο ὅπλο, τὸ νοῦ, χάρη στὸ ὁποῖο ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ ἀγωνίζεται, νὰ δημιουργεῖ καὶ νὰ προσπερνᾶ τὰ ἐμπόδια ποὺ βρίσκει στὸ δρόμο του. Γιὰ ὅσους δὲν τὸ ἀντιλαμβάνονται, καλὸ εἶναι νὰ ἐπισημανθεῖ ὅτι σ’ αὐτὸ βρίσκεται καὶ ὁ μόνος τρόπος ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς βγάλει ὡς ἄτομα, ὡς κοινωνία, ὡς συντεταγμένη Πολιτεία ἀπὸ τὴν μέχρι ἀσφυξίας ἀνάγκη στὴν ὁποία βρισκόμαστε σήμερα.
Μιὰ τελευταία σημείωση. Ἡ “ἀνάγκη” εἶναι δυνατὸν νὰ συνδέεται μὲ τὴ μεταφυσικὴ (θάνατος, θαύματα κ.λπ.). Εἶναι, προφανῶς, θέμα φιλοσοφικό. Πολὺ χαρακτηριστικὴ ἦταν ἡ γραμμὴ ποὺ ὁ Σωκράτης βρῆκε τὴν εὐκαιρία νὰ χαράξει: Μετὰ τὴν καταδίκη του σὲ θάνατο ἡ ποινή του δὲν ἐκτελέστηκε ἀμέσως, ἐπειδὴ ἔπρεπε νὰ ἐπιστρέψει στὴν Ἀθήνα τὸ ἱερὸ πλοῖο “Σαλαμινία”, ποὺ βρισκόταν σὲ ἀποστολὴ στὴ Δῆλο. Στὴ φυλακὴ ὅπου ἦταν κλεισμένος ὁ φιλόσοφος τὸν ἐπισκέπτονταν γιὰ συντροφιὰ φίλοι καὶ μαθητές του. Τὴν παραμονὴ τῆς ἐπιστροφῆς τῆς Σαλαμινίας, ἑπομένως λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ κώνειο, ὁ φίλος του Κρίτων προσπαθοῦσε νὰ τὸν πείσει νὰ δεχτεῖ νὰ ἀποδράσει ἀπὸ τὴ φυλακή. Τοῦ εἶπε, ἀνάμεσα στὰ ἄλλα: “Πρέπει νὰ βιαστοῦμε, γιατὶ αὔριο ἔρχεται ἡ Σαλαμινία καὶ εἶναι ἀνάγκη νὰ πεθάνεις”. Ἡ ἀπάντηση τοῦ Σωκράτη ἦταν ὅτι “πρέπει” νὰ πεθάνει, ἀφοῦ ὁ νόμος τῆς πατρίδας αὐτὸ ὅριζε. Ἔδωσε ἔτσι μιὰ ἄλλη διάσταση στὴν ἔννοια τῆς ἀνάγκης, διάσταση ὅμως ποὺ μποροῦσε νὰ εὐδοκιμήσει στὴ σκέψη τοῦ Σωκράτη μόνο καὶ στὴ ζωή του, καθὼς τὴν ἔθεσε μέσα στὸ πλαίσιο τῆς ἠθικῆς καὶ ἔντιμης ζωῆς.