(μτφρ. Δημήτρης Δημακόπουλος, εκδόσεις Πόλις)
(Όταν ένα καινούργιο βιβλίο φτάνει, το παίρνω στα χέρια μου και το περιεργάζομαι, σπάνια διαβάζω το οπισθόφυλλο, δεν είναι λίγες οι φορές που το έχω μετανιώσει, συχνά όμως, τις περισσότερες φορές, αν όχι όλες, διαβάζω την πρώτη πρόταση. Ο Α., που συνήθως έχει δίκιο, ισχυρίζεται πως αυτό αρκεί για να καταλάβεις πολλά, αν όχι τα πάντα. Κάποιες φορές, όπως συνέβη και με το βιβλίο του Ντυκροζέ αρκετές μέρες πριν, συνεχίζω την ανάγνωση, όχι σπάνια όρθιος και με την πόρτα ακόμα μισάνοιχτη, και οποιοσδήποτε ‒αναγνωστικός‒ προγραμματισμός πηγαίνει στον βρόντο.)
Εδώ δεν υπάρχει τίποτα ‒ή σχεδόν τίποτα‒, αλλά κάτι πρέπει να πούμε γι’ αυτό το μέρος. Μοναχικές τρώγλες κάτω από έναν χαμηλό ουρανό, χωματόδρομοι όλο στροφές που οδηγούν σε σωρούς από πέτρες. Το χώμα έχει σκάσει, τόσους αιώνες κάτω από τον ήλιο. Οι κινήσεις είναι αργές, δεν προλαβαίνουν τα πράγματα. Μια taquería τυλιγμένη σε ηλεκτρικά καλώδια αναδίνει τσίκνα από ψητό χοιρινό. Μακριά, στους λόφους, υπάρχουν φυτείες παπαρούνας και μαριχουάνας κι ένα χωριό που έχει όνομα. Οι λέξεις που μπορούσαν να αναμορφώσουν το πραγματικό έχουν κολλήσει στους ασβεστωμένους τοίχους.
Ο Άλβαρο έφτασε στην Αγιοτσινάπα, Πολιτεία Γκερέρο, έξι ώρες δρόμο στα νότια από την Ομόσπονδη Περιοχή της Πόλης του Μεξικού, ένα μήνα πριν από τα γεγονότα της 26ης Σεπτεμβρίου του 2014. Οι φοιτητές της Παιδαγωγικής Σχολής είναι δεκαοχτώ ή δεκαεννιά χρονών, έχουν τραχιά χέρια κι απλανές βλέμμα, δεν μιλούν πολύ, πίνουν τεκίλα και λατρεύουν τη μπάλα, χορεύουν κούμπια με τις κοπέλες, έχουν αφήσει πίσω τους ένα άλλο κορίτσι, κάποιοι ακόμα και ένα μωρό. Αυτή εδώ είναι η ευκαιρία τους σ’ έναν τόπο στον οποίο οι ευκαιρίες δεν περισσεύουν, και αν θέλει κανείς να ζήσει τίμια θα πρέπει να λιώσει τα χέρια του στις οικοδομές. Γκερέρο σημαίνει πολεμιστής, και αυτή είναι μια γη της εξέγερσης, που, όπως και η χώρα ολόκληρη, μαστίζεται από το εμπόριο των ναρκωτικών και την διαφθορά, σ’ όλα τα επίπεδα. Ο Άλβαρο νιώθει κοντά τους, παρόλο που δεν είναι δικός τους, δεν είναι από εκείνα τα μέρη, γεννήθηκε στην Πόλη του Μεξικού, σε έναν κόσμο διαφορετικό, με δρόμους ήσυχους και σκιερούς. Οι φοιτητές ετοιμάζονται για τη διαδήλωση στην Πόλη του Μεξικού, στην Πλατεία των Τριών Πολιτισμών, διαδήλωση που γίνεται κάθε χρόνο στις 2 Οκτωβρίου, φόρος τιμής στους συνομήλικούς τους που ο στρατός της Δημοκρατίας δολοφόνησε τον Οκτώβριο του 1968. Ο Άλβαρο δέχεται την πρόσκληση να κάνει μαζί τους το ταξίδι. Το σχέδιο περιλαμβάνει την κατάληψη κάποιων λεωφορείων που θα τους μεταφέρουν μέχρι την πρωτεύουσα. Στην Ιγκουάλα θα πέσουν σ’ ένα μπλόκο των αρχών. Από τους πυροβολισμούς των αστυνομικών θα πέσουν νεκροί τρεις φοιτητές, παραπάνω από είκοσι θα τραυματιστούν. Το μένος των διωκτών δεν σταματά εκεί. Οι φοιτητές κυνηγιούνται λυσσαλέα, σαράντα τρεις συλλαμβάνονται, όμως τα ίχνη τους εξαφανίζονται.
Ο Ντυκροζέ μπλέκει εξαρχής το ντοκουμέντο με τη μυθοπλασία, καίτοι μυθιστόρημα, κάθε άλλο παρά φανταστικός είναι ο κόσμος που περιγράφεται. Είναι ένας πρώτος, ελάχιστος, φόρος τιμής στον Ρομπέρτο Μπολάνιο, που για τη βία των περιοχών αυτών με ποιητική ακρίβεια έγραψε σελίδες που ανήκουν πια σε κάθε λογοτεχνικό κανόνα. Ο Ντυκροζέ στη θέση της ποίησης τοποθετεί την τεχνολογία, αυτή αποτελεί το αντίβαρο στον κόσμο αυτό, οι λέξεις είναι όπλα, αυτό δεν αλλάζει, εκείνο που αλλάζει είναι το μέσο, ο στίχος δίνει τη θέση του στον κώδικα. Ο πατέρας του Άλβαρο, όταν εκείνος ήταν ακόμα μαθητής, του έκανε δώρο έναν υπολογιστή, ένας νέος κόσμος ανοίχτηκε τότε μπροστά στα μάτια του, η εφηβεία απέκτησε νόημα. Μια κοινότητα ανθρώπων με κοινές ιδέες δημιουργήθηκε. Στην πορεία ο Άλβαρο παρασύρθηκε, έχασε τον βηματισμό του. Η διδασκαλία της πληροφορικής υπήρξε για εκείνον μια κρυψώνα, η σωστή κατεύθυνση της γνώσης, η ορθή της χρήση, η καταπολέμηση του ψηφιακού αναλφαβητισμού, η τεχνολογική ενίσχυση της πολιτικής θεωρίας, η μεταφορά στον ιστό της αντίστασης και του αγώνα για αλλαγή. Ο Άλβαρο μπορεί να κατάφερε να διαφύγει εκείνη τη μέρα, όμως δεν ήταν πια ο ίδιος άνθρωπος μετά από αυτό. Έπρεπε να περάσει τα σύνορα, δεν γινόταν να μείνει άλλο στη χώρα αυτή. Περνώντας ο Άλβαρο τα σύνορα, ο Μπολάνιο παραδίδει τη σκυτάλη στον ΝτεΛίλλο, η άνυδρη μεξικανική γη στη Σίλικον Βάλλεϋ που ονειρεύεται την αθανασία.
Η ανακάλυψη των σωμάτων είναι ένα από εκείνα τα βιβλία που προφητεύουν ή ‒αν προτιμάτε‒ σηματοδοτούν το καινούργιο στη λογοτεχνία, εκείνο που κάποια χρόνια αργότερα θα καταστεί τόπος κοινός, στη συγκεκριμένη περίπτωση όχι τόσο ως προς τη μορφή, άλλωστε ο Ντυκροζέ επιλέγει μια σχετικά συμβατική αφήγηση, ενώ και η ιστορία του διαθέτει αρχή, μέση και τέλος, αλλά καινούργιο ως προς τα συστατικά που αποτελούν πια τον κόσμο μας, την αποτύπωση της συγχρονίας ενός κόσμου που πορεύεται ‒όπως πάντα‒ σε διαφορετικές ταχύτητες, που το λεξιλόγιο του εμπλουτίζεται διαρκώς με νέους όρους και νοήματα. Η υπεραιχμή της τεχνολογικής προόδου, εκεί που η φαντασία δεν έχει όρια και ο Θεός έχει αντικατασταθεί από καιρό στην ηγεσία της εκστρατείας για την επίτευξη της αθανασίας, για την κατάκτηση του άπειρου και του άφθαρτου σώματος, στον αντίποδα του γνώριμου γήινου κόσμου, που το Μεξικό αντιπροσωπεύει, της βίας της εξουσίας και της διαφθοράς, εκεί που ο εχθρός μοιάζει προετοιμασμένος για κάθε πιθανή αντίδραση. Η ψυχρή τριτοπρόσωπη αφήγηση λειτουργεί εξόχως αντιστικτικά ως προς τις εικόνες και τα νοήματα που μεταφέρει, έτσι όπως δομείται συναισθηματικά ουδέτερη σαν αυτοματοποιημένη λειτουργία κάποιου πανίσχυρου λογισμικού. Η επιρροή του ΝτεΛίλλο ‒όπως και του Μπολάνιο, άλλωστε‒ δεν περιορίζεται στην υπό διαπραγμάτευση θεματική, άλλωστε με το ζήτημα της επ’ άπειρον παράτασης της ζωής έχει ασχοληθεί, ήδη από χρονιά, πλήθος δημιουργών. Η επιρροή εδώ βρίσκεται στον τρόπο με το οποίο αποτυπώνεται γλωσσικά το άχρονο και το άτοπο, το διαρκές παρόν και το πάντοτε εδώ, η αντίθεση ανάμεσα στη δίψα για ζωή και την απουσία οποιουδήποτε συναισθήματος, μια επιθυμία απόρροια της τετράγωνης λογικής, ένα λάθος του συστήματος.
Η ανακάλυψη των σωμάτων, όπως και το μεγαλύτερο μέρος της καλής λογοτεχνίας, είναι ένα μυθιστόρημα πολιτικό, που αναφέρεται στους αγώνες και τις προκλήσεις ενός κόσμου που μοιάζει, αλλά δεν είναι μακρινός. Στον πυρήνα της ιστορίας βρίσκεται το διαδίκτυο που ξεκίνησε ως μια νησίδα, με προοπτικές να καταστεί ήπειρος ολόκληρη, ελευθερίας, εκεί όπου όλοι θα είχαν ισότιμη συμμετοχή και πρόσβαση, η βάση για την αλλαγή, όμως ο καπιταλισμός απέδειξε για ακόμα μια φορά το χάρισμά του να οικειοποιείται ακόμα και ό,τι είναι εχθρικά διακείμενο απέναντι σ’ αυτόν, να το φέρνει στα μέτρα του και κυρίως να παράγει κέρδος από την εκμετάλλευσή του. Έτσι έγινε και με το ίντερνετ. Ο ψηφιακός και ο αναλογικός κόσμος διαφέρουν σε πολλά αλλά μοιάζουν σ’ ένα· η μάχη δείχνει χαμένη. Ο αφηγητής δεν εθελοτυφλεί, γνωρίζει καλά πώς έχουν τα πράγματα, τη δύσκολη θέση στη γωνία του ρινγκ, ώρες μετά από την ανακοίνωση του νοκ άουτ, κι όμως η ελπίδα δεν έχει χαθεί, το πόσο θα ζήσει κανείς έρχεται σε δεύτερη μοίρα, το πώς θα ζήσει κανείς αποτελεί το επίκαιρο διακύβευμα, έτσι θα έπρεπε τουλάχιστον.
Ο Ντυκροζέ εκκινά ‒φαινομενικά‒ κυρίως από τη γνώση και λιγότερο από την έμπνευση για να γράψει αυτό το βιβλίο. Γνώση θαυμαστής ποικιλίας και βάθους, από τη λογοτεχνία και τη φιλοσοφία, μέχρι την επικαιρότητα και την τεχνολογική πρωτοπορία. Η ιστορία που αφηγείται είναι ένα σύνολο θραυσμάτων του κόσμου που μας περιβάλλει και ο Άλβαρο ενώνει τα νήματα μεταξύ αυτών. Ένα κατασκεύασμα σκοπίμως εγκεφαλικό και τεχνικό, ώστε η ποίηση να βρει πρόσφορο έδαφος, βαδίζοντας το μονοπάτι που οι ύστεροι σπουδαίοι έχουν προλειάνει. Ο Ντυκροζέ διόλου δεν ασφυκτιά υπό το βάρος των επιρροών του, δεν κρύβεται πίσω από αυτές και δεν προσπαθεί ‒μάταια‒ να τις μακιγιάρει, παίζει με τα χαρτιά του ανοιχτά και το αποτέλεσμα τον δικαιώνει και με το παραπάνω.
(Αυτό το βιβλίο έσκασε πραγματικά από το πουθενά, δεν γνώριζα τίποτα γι’ αυτό, δεν είχα καν χτίσει αναγνωστικές προσδοκίες, και ήδη από τις πρώτες κιόλας σελίδες ένιωθα πως έχω απέναντί μου ένα σπουδαίο μυθιστόρημα. Άφησα να περάσουν αρκετές μέρες από το τέλος της ανάγνωσης ωσότου κάτσω να βάλω σε μια σειρά τις σκέψεις μου, ήθελα να κατακάτσει το αίσθημα του ενθουσιασμού, να εξακριβώσω, όσο μπορώ, πως δεν πρόκειται για ένα πυροτέχνημα. Όπως διαπιστώσατε, ο ενθουσιασμός όχι μόνο δεν κατακάθισε, αλλά γιγαντώθηκε. Η επανανακάλυψη των σωμάτων. Τι βιβλίο!)