» Μαρία Στεπάνοβα (Μετάφραση Ελένη Κατσιώλη, Απόστολος Θηβαίος, εκδόσεις Βακχικόν)
Είχα για καιρό ένα θετικό προαίσθηµα για το βιβλίο αυτό, αλλά, όπως συµβαίνει µε τη ζωή γενικά, το ένα έφερε το άλλο και παραµέρισε το τρίτο την ώρα που ένα τέταρτο έβγαινε στην επιφάνεια σέρνοντας ξοπίσω του ένα πέµπτο, και ούτω καθεξής, διαρκώς και επαναλαµβανόµενα. Αποδείχτηκε όµως κατάλληλη η αναγνωστική συγκυρία, έστω και εκ των υστέρων και από καθαρή σύµπτωση µάλλον, αν και µε το υποσυνείδητο έδαφος ποτέ δεν µπορεί κανείς να είναι απόλυτα σίγουρος, αφού λίγο καιρό πριν είχα διαβάσει το W ή Η παιδική ανάµνηση του Περέκ και το Z ή αναµνήσεις µιας ιστορικού της Ζαλκ.
«∆εν έχει καµία σηµασία, µα µες στους κόλπους της οικογένειας, ανάµεσα στους συγγενείς µου, δεν υπήρχε κανείς διάσηµος. Έµοιαζαν όλοι τους ικανοί να επιµείνουν σε ένα είδος ύποπτης απόστασης. Έγιναν ιατροί, µηχανικοί, αρχιτέκτονες (µα όχι για εµπνευσµένες αψίδες και προσόψεις, µα µόνο για βέβαιες, χρήσιµες κατασκευές, όπως δρόµους και γέφυρες). Εργάστηκαν ακόµη ως λογιστές και ως βιβλιοθηκονόµοι.
Ακολούθησαν ήσυχες ζωές, κρατώντας τον εαυτό τους µακριά από τις µυλόπετρες της εποχής που αλέθουν πρόσωπα και πράγµατα. Σχεδόν κανείς τους δεν ανήκε στο Κοµµουνιστικό Κόµµα, µα την ίδια στιγµή αυτό δεν αποτελούσε σε καµιά περίπτωση πράξη αντίστασης. Οι βιογραφίες τους µοιάζουν να γράφονται βαθιά κάτι από το δέρµα, λες και τίποτα δεν καθρεφτιζόταν στις επιφάνειες, εκεί που και η παραµικρή κίνηση, ο ελάχιστος σπασµός γίνεται άξιος προσοχής και επιφέρει συνέπειες. Τώρα που όλοι τους έχουν περάσει σε νύχτες αιώνιες, τώρα που οι ιστορίες τους έχουν καταλήξει στα συµπεράσµατά τους, µπορώ να εξετάσω αυτές τις ζωές, να µιλήσω γι’ αυτές και να τις κρατήσω κάτω από το φως, επιθεωρώντας κάθε λεπτοµέρεια. Στο τέλος της ηµέρας όλες µου οι προσπάθειες αποκαλύπτονται και εγώ αποµένω αβέβαιη για το αν οι πρακτικές µου, που τους φέρνουν και πάλι στο φως, θα µπορούσαν να τους ξαναπληγώσουν».
Η ανάµνηση της µνήµης δεν είναι µυθιστόρηµα, παρότι το εξώφυλλο τέτοιο τη χαρακτηρίζει, όχι τουλάχιστον ένα τυπικό µυθιστόρηµα, αλλά µια υβριδική κατασκευή. Και αυτό δεν συµβαίνει εξαιτίας της έντονης αυτοβιογραφικής συνισταµένης που το διέπει, αλλά λόγω της ιδιάζουσας κατασκευής του, εξ ου και η ευτυχής συγκυρία της πρόσφατης ανάγνωσης των βιβλίων του Περέκ και της Ζαλκ. Το κυρίως νήµα που διαπερνά την αφήγηση της Στεπάνοβα είναι η ανάγκη της να γράψει αυτό το βιβλίο, να αφηγηθεί την ιστορία των προγόνων της, να αναζητήσει τον εαυτό της µέσα σε αυτή την αναζήτηση, να αναφερθεί στις προηγηθείσες αποτυχηµένες απόπειρες συγγραφής, και, κυρίως, να αναζητήσει τον τρόπο µε τον οποίο κάτι τέτοιο θα καταστεί εφικτό, ενώ, δηλαδή, γράφει το βιβλίο, διαπραγµατεύεται το πώς θα το γράψει.
Και αν η Ζαλκ είναι ιστορικός, οι περιπτώσεις του Περέκ και της Στεπάνοβα είναι διαφορετικές, αφού έρχονται από διαφορετικό δηµιουργικό µετερίζι, αν και οι τρεις εκείνο που γυρεύουν είναι απαντήσεις µάλλον προσωπικού ενδιαφέροντος, του τρόπου δηλαδή που το υλικό του παρελθόντος µάς αποτελεί και ασχολούµενοι µε κάτι εκ πρώτης προσωπικό/ατοµικό αναπόφευκτα παρατάσσονται στα πλαϊνά του µεγάλου ποταµού µε το πρόσωπο στραµµένο προς τα πίσω. Μάλιστα, αυτό το διάχυτο προσωπικό στοιχείο, η ανάγκη της αναζήτησης και της κατανόησης, τοποθετεί σε (τουλάχιστον) δεύτερο επίπεδο τη φιλοδοξία για κάτι πέρα και έξω από τους ίδιους, για κάτι µεγαλειωδώς οικουµενικό, και όταν αυτό συµβαίνει, ενίοτε και σπάνια, το αποτέλεσµα, όπως συµβαίνει εδώ, είναι εντυπωσιακό.
Αν έπρεπε σώνει και ντε να κατηγοριοποιήσω το βιβλίο αυτό, τότε θα το τοποθετούσα στην επικράτεια του αυτοδοκιµίου, αφού εδώ η µυθοπλασία, πέρα από τα απαραίτητα γεµίσµατα και γεφυρώµατα της µνήµης και της έρευνας, τις υποθέσεις απέναντι στην αιώνια σιωπή και τις υποδόριες προθέσεις των προσώπων, έρχεται σε δεύτερη µοίρα, απόρροια της κάθε µορφής αρχείου που η συγγραφέας επισκέπτεται και επί του οποίου σκύβει. Είπα: εκείνο που πρωτίστως απασχολεί την Στεπάνοβα, στην προκειµένη περίπτωση, και που ο τίτλος Η ανάµνηση της µνήµης τόσο εύστοχα αποτυπώνει, είναι το σουλάτσο σε όλους αυτούς τους µηχανισµούς, σε όλες αυτές τις ιδιωτικές και ελάχιστες ατοµικές διαδροµές, παράλληλα και µέσα στο µεγάλο κάδρο, το οποίο ελάχιστα διαµόρφωσαν, αν και ξέρετε τι λένε για τη µια και µόνη σταγόνα που υπερχειλίζει ένα ποτήρι γεµάτο ως απάνω µε νερό, αλλά που σίγουρα διαµορφώθηκαν από αυτό.
Η ιδιάζουσα αυτή κατασκευή επιβάλλει ένα τίµηµα, αφού η έντονη και συνεχής παρουσία του αναγνώστη ανάµεσα στα γρανάζια και τους µηχανισµούς περιστροφής αποτρέπει την ολική παράδοση που ένα µυθιστόρηµα µε τους ίδιους πρωταγωνιστές, τις ίδιες αγωνίες, τα πάθη και τα βάσανα, µε καµουφλαρισµένες ωστόσο τις σκαλωσιές θα πρόσφερε πιθανότατα απλόχερα. Η ανάµνηση της µνήµης επιζητά µια άλλη οπτική γωνία, µια εγρήγορση, αλλά και µια ιδιότυπη συµµετοχή από πλευράς αναγνώστη, εντάσσοντας και εκείνον µε τη σειρά του στον δικό του λαβύρινθο προς το παρελθόν, από το οποίο, καθώς αποµακρυνόµαστε κάθε στιγµή, ολοένα και οι λεπτοµέρειες σβήνουν, µια γενική, ίσως θολή, εικόνα αποµένει, ένα λιβάδι στο οποίο ο άνθρωπος επιµένει να γυρεύει απαντήσεις µε την ελπίδα πως θα αποδειχτούν επεξηγηµατικές για τα πεπραγµένα και χρηστικές για τα, άγνωστα και τροµακτικά, µελλούµενα.
Και έχει έντονο δοκιµιακό χαρακτήρα γιατί εκτός από το προσωπικό ένστικτο, όχι την έµπνευση εδώ, αλλά τον βηµατισµό στον οποίο η διαµόρφωση του χαρακτήρα δίνει ρυθµό και ανάσα, είναι και η προσφυγή της Στεπάνοβα για απαντήσεις προς τη λογοτεχνία κυρίως, του σπουδαίου Ζέµπαλντ ή της καίριας Σόνταγκ για παράδειγµα, η απόπειρα κατανόησης του πώς η σκέψη των άλλων, φαινοµενικά ανεξάρτητης και ξένης προς τα εµάς, µας αφορά και µας διαµορφώνει, εξηγεί και φανερώνει, προφητεύει και ενίοτε, παρά τη θέλησή της, δικαιώνεται. Ένα µονοπάτι απαντήσεων στο γιατί διαβάζουµε τις αλλότριες αφηγήσεις, στο γιατί νιώθουµε πως µας αφορούν, στο αποτύπωµα που µας αφήνουν, στο γιατί επιλέγουµε το ένα ή το άλλο βιβλίο, στο γιατί βρίσκουµε κάτι που ως δια µαγείας αποδεικνύεται δικό µας στο ένα ή το άλλο βιβλίο, και τελικά στον τρόπο µε τον οποίο η κάθε αφήγηση οσµίζεται και αποτυπώνει τα πραχθέντα. Και κάπως έτσι το συγγραφικό ατοµικό µετατρέπεται σε αναγνωστικό ατοµικό και αυτό αθροιζόµενο τείνει στο οικουµενικό.
Το έγραφα και πρόσφατα, αναφερόµενος στους Πλάνητες της Τοκάρτσουκ, επίσης συγγενές ανάγνωσµα τώρα που το σκέφτοµαι, πως το µέγεθος εδώ λειτουργεί ενισχυτικά του αρχικού ευρήµατος, πως δηλαδή το µέγεθος, οι σχεδόν πεντακόσιες σελίδες στην περίπτωση του βιβλίου της Στεπάνοβα, αναδεικνύουν το εύρηµα ως µια ικανή επιφάνεια επί της οποίας οικοδοµείται η κατασκευή, µια βάση στέρεα και καλά προϋπολογισµένη ώστε να αντέξει και όχι ένα απλό καπρίτσιο, ένα υποβοήθηµα στιγµιαίας, ανέµπνευστης τελικά, έµπνευσης. Και ίσως η κόπωση, ως διατυπωµένη ένσταση και ανάλογα σε ποιο σηµείο εµφανίζεται, να µας δείχνει γεωµετρικά την προσωπική µας ανοχή στην αναζήτηση απαντήσεων, στην αµφιβολία που διαρκώς φέρνει νέα ερωτήµατα στο προσκήνιο, στον τρόπο µε τον οποίο ο ατοµικός µας µηχανισµός λειτουργεί, ίσως αυτό κάτι να σηµαίνει για τις θανατηφόρες, πλαστές και άχρηστες, αν και για κάποιους καθησυχαστικές, βεβαιότητες, τα απόλυτα ζεύγη αντιθέτων, τον θρίαµβο της αιτιοκρατίας, τη διαρκή αγωνία µήπως κάποια αγωνία ξεπηδήσει στην επόµενη στροφή του δρόµου, λίγο πριν ο ορίζοντας, πάντα απέραντος, εµφανιστεί ξανά.
Πολύ µου άρεσε το βιβλίο αυτό.