Ο Χανιώτης ορειβάτης-αλπινιστής Γιάννης Στεφανογιάννης, μέλος του Ορειβατικού Συλλόγου Χανίων, συμμετέχοντας σε 18μελή πανελλήνια αποστολή ως ο μόνος Κρητικός, κατάφερε να κατακτήσει την ψηλότερη κορυφή της Αφρικής, στο όρος του Κιλιμάντζαρο της Τανζανίας στα 5.895 μ.
Η αποστολή μετέβη από την Αθήνα στο Διεθνές Αεροδρόμιο Κιλιμάντζαρο της Τανζανίας, με ενδιάμεσο σταθμό το Αντίς Αμπέμπα της Αιθιοπίας και μετά από 8 περίπου ώρες πτήσης. Μεταφορά σε ξενοδοχείο στην πόλη Μόσι, με πληθυσμό περίπου 200.000 κατοίκους. Εκτενής περιήγηση στη γύρω περιοχή και γνωριμία με ντόπιο πληθυσμό. Τραγικές εικόνες φτώχειας και εξαθλίωσης, άθλιες ξύλινες παράγκες με σκουριασμένους τσίγκους για οροφή, χώμα για πάτωμα στα σπίτια που γίνεται λάσπη όταν βρέξει, μισοσχισμένα πανιά ως πόρτες και παράθυρα, νοικοκυριά συχνά χωρίς τρεχούμενο νερό και ρεύμα. Τα παιδιά, με αυτοσχέδια ξύλινα παιχνίδια, παίζουν στις λάσπες, παρέα με κότες και γουρούνια, όλα τα ‘’μαγαζιά’’ 5-10 τ.μ. με εμπόρευμα λίγων ευρώ, που πωλείται πίσω από κάγκελα, λόγω υψηλής εγκληματικότητας. Τα ξενοδοχεία και τα σπίτια των πλουσίων με 2,5 μέτρα καγκελόπορτες και από πάνω ηλεκτροφόρα καλώδια.
Η κοινωνική διαστρωμάτωση τεράστια, αφού δίπλα σε πανάκριβες βίλες υπάρχουν άθλιες παράγκες, χωρίς τουαλέτες και χωρίς σύστημα αποκομιδής απορριμμάτων. Απροκάλυπτη παιδική εργασία, παιδιά 5-8 ετών δουλεύουν σκληρά σε χωράφια, βόσκουν τα ζώα και κάνουν παρασιτικές δουλειές. Μανάδες πουλάνε στο δρόμο, σε ένα μικρό τελάρο, 5-6 μπανάνες, μάνγκο, ανανάδες ή παπάγιες, για να βγάλουν 1-2 δολάρια να περάσουν τη μέρα. Απουσία βοηθημάτων ή επιδομάτων ανεργίας στους φτωχούς, η παιδεία είναι στοιχειώδης, ενώ τα πανεπιστήμια είναι ιδιωτικά και απευθύνονται σε πλούσιους, κρατικούς αξιωματούχους, εμπόρους, επιχειρηματίες κ.ά. Το επίπεδο ζωής μοιάζει τουλάχιστον έναν αιώνα πίσω από το Ευρωπαϊκό και δυστυχώς με ελάχιστες δυνατότητες βελτίωσης της κατάστασης.
Διάχυτη η αναρχία και η ανυπαρξία αστυνομίας, δήμου και γενικότερα κράτους, παιδιά που γεννιούνται και μεγαλώνουν χωρίς το παραμικρό μέλλον, καταδικασμένα να βρίσκονται στο περιθώριο για πάντα. Η περιοχή αυτή, μάλιστα, λόγω Εθνικού Πάρκου Κιλιμάντζαρο, θεωρείται ότι διαθέτει μεγαλύτερη οικονομική ευμάρεια. Στο εσωτερικό της χώρας η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη, όπως μας είπαν οι ντόπιοι κάτοικοι και οδηγοί βουνού.
Θλιβερές εικόνες, τροφή για σκέψη, για τις αξίες της ανθρώπινης ζωής και όλα αυτά που έχουμε ως δυτική κοινωνία και όχι μόνο δεν τα αναγνωρίζουμε, αλλά συχνά τα πετάμε και στα σκουπίδια, για όλα αυτά που εκατομμύρια άνθρωποι, χωρίς ελπίδες και προσδοκίες, δεν βλέπουν ούτε στα όνειρά τους…
Η αποστολή ξεκίνησε ουσιαστικά από την είσοδο του Εθνικού Πάρκου Κιλιμάντζαρο, στην Marangu Gate, στα 1.860 μ. Μετά από περίπου 5 ώρες ανάβαση σε εντυπωσιακό τροπικό δάσος βροχής με ψηλά δέντρα, εξωτικά πουλιά και μαϊμούδες, αλλά και 860 μ. υψομετρικής διαφοράς, η ομάδα έφτασε και κατέλυσε στο καταφύγιο Mandara Hut, στα 2.743 μ., όπου ατένισε τα βουνά και τις ζούγκλες της Κένυας, αλλά και ανενεργούς ηφαιστειακούς κρατήρες.
Την επόμενη μέρα η ανάβαση συνεχίστηκε με 1.050 μέτρα υψομετρικής διαφοράς και 6 ώρες περπάτημα, μέσα από θάμνους και γιγάντια φυτά lobelia, με τελική κατάληξη το καταφύγιο Horombo Hut, γύρω στα 3.760 μ., μετά από σύντομη τροπική καταιγίδα, ενώ η αλπική ζώνη του βουνού αρχίζει να παίρνει τη θέση της πυκνής βλάστησης και τα συμπτώματα του υψομέτρου να γίνονται ήδη σε κάποιους αντιληπτά και πιεστικά.
Το επόμενο πρωί η αποστολή ετοιμάζεται για την άνοδο στο τελευταίο καταφύγιο στους πρόποδες του όρους Κιλιμάντζαρο, το περίφημο Kibo Hut, στα 4.730 μ. με 1.000 μέτρα υψομετρική διαφορά και περίπου 6 ώρες κουραστικής πορείας, στους πρόποδες του ηφαιστείου Mawenzi. Η ομάδα την επόμενη μέρα πραγματοποιεί ανάβαση εγκλιματισμού περίπου 400 μέτρων, ενώ νωρίς το απόγευμα όλοι οι ορειβάτες πηγαίνουν για ύπνο, για να ξεκουραστούν και να ηρεμήσουν. Τα μεσάνυχτα της Κυριακής 2 προς 3 Ιανουαρίου η 14μελής πλέον ορειβατική ομάδα, αφού 4 εγκατέλειψαν λόγω προβλημάτων υψομέτρου, παίρνει πρωινό και στη 1 το πρωί ακριβώς ξεκινά την τελική ανάβαση (final push), με σκοπό να διανύσει 1.200 μέτρα υψομετρικής διαφοράς και 7 χιλιόμετρα απόστασης, σε λογικό χρόνο, ώστε να καταστεί δυνατή η επιστροφή εντός της ημέρας και μάλιστα παρακάτω, στο καταφύγιο Horombo Hut, στα 3.760 μ.
Αν και το απόγευμα της προηγούμενης μέρας πραγματοποιήθηκε σύντομη, αλλά σφοδρή, χιονόπτωση στα 4.730 μ. τη νύχτα της κορυφής υπήρχε ξαστεριά, χωρίς δυνατές ριπές ανέμου, ενώ το πρωί ξημέρωσε μια ηλιόλουστη μέρα, με τσουχτερές όμως θερμοκρασίες, που η αίσθησή τους έφτανε του -15oC, ενώ στην κορυφή το ατμοσφαιρικό οξυγόνο ήταν μόλις 48% αυτού που συναντάμε στο επίπεδο της θάλασσας.
Η κορυφή Uhuru στα 5.895 μέτρα προσεγγίστηκε από την ορειβατική ομάδα στις 8 το πρωί, σε ένα κατάλευκο πεδίο, με τον κρατήρα να απλώνεται επιβλητικά και παγετώνες χιλιάδων ετών, σαν συγκρότημα κτιρίων, να κάνουν έντονα αισθητή την παρουσία τους στο αλπικό τοπίο. Μετά τις απαραίτητες φωτογραφίες η ομάδα πήρε το δρόμο της επιστροφής, ο οποίος δεν ήταν ιδιαίτερα εύκολος, λόγω τόσο του χιονιού πάνω από τα 5.000 μ., όσο και λόγω των μεγάλων κλίσεων και του σαθρού εδάφους. Μετά την προσέγγιση του καταφυγίου Kibo Hut, την ξεκούραση και τη συγκέντρωση του εξοπλισμού, η ομάδα αναχώρησε προς το καταφύγιο Horombo Ηut, όπου και διανυκτέρευσε. Την επόμενη μέρα, με πολύ καλό καιρό επίσης, αφού η χώρα είναι στον Ισημερινό και το κλίμα είναι τροπικό, οι ορειβάτες κατέβηκαν στο καταφύγιο Mandara Hut και στη συνέχεια η αποστολή τερματίστηκε στην είσοδο του Εθνικού Πάρκου Κιλιμάντζαρο, απ’ όπου και ξεκίνησε.
Μετά από ένα τελευταίο γεύμα, η αποστολή συγκεντρώθηκε, όπου οι Τανζανοί συνοδοί (42 άτομα, αχθοφόροι, οδηγοί βουνού, μάγειρες κ.ά.) χόρεψαν τελετουργικά και τραγούδησαν πατρογονικά τραγούδια για το Κιλιμάντζαρο και έλαβαν τα φιλοδωρήματά τους, ως ελάχιστη αναγνώριση για το τεράστιο έργο τους, με τη μεταφορά εκατοντάδων κιλών εξοπλισμού και τροφίμων στα βουνά. Η αποστολή τελικά κατέληξε, μετά από 3 ώρες, για διανυκτέρευση στην πόλη Αρούσα (400.000 κατοίκων), με θερμοκρασίες 28oC με αντίστοιχες σκηνές απόλυτης φτώχειας, και η τελική αναχώρηση έγινε την επόμενη μέρα το απόγευμα για την Αθήνα, μέσω Αντίς Αμπέμπα.
Η ανάβαση στο Κιλιμάντζαρο δεν είναι μια εύκολη αποστολή, αντίθετα απαιτεί άριστη σωματική κατάσταση, πνευματική διαύγεια και ψυχική ηρεμία. Παρ’ όλα αυτά, το αθάνατο βουνό αποζημιώνει πλουσιοπάροχα τους ορειβάτες και επισκέπτες του, ενώ θλιβερή νότα αποτελεί η πολύ κακή ποιότητα ζωής, στα όρια της εξαθλίωσης, αμέτρητων Τανζανών, που μάχονται καθημερινά για την εξασφάλιση των απαραίτητων για την επιβίωσή τους, σε ιδιαίτερα σκληρές και αντίξοες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες.
Στη δύσκολη αυτή προσπάθεια του Χανιώτη ορειβάτη Γιάννη Στεφανογιάννη συνέδραμε ως χορηγός μετακίνησης η Αντιπεριφέρεια Χανίων και ως ευγενικοί χορηγοί το Γυμναστήριο Bodytec Chania, Το Κρητικό Εργαστήρι Οικογένεια Λαμπάκη, ο Λαογραφικός Όμιλος Χανίων, το Χρυσοχοείο Κυριακάκης, τα Παραδοσιακά Γλυκά Καντάνου-Κοντεκάκης, το παραδοσιακό Εστιατόριο Μεσόστρατο στην Κάντανο και ο Δήμος Καντάνου-Σελίνου, ενώ η ανάβαση τέθηκε υπό την αιγίδα την Δημόσιας Τράπεζας Ομφαλικών Βλαστοκυττάρων του Πανεπιστημίου Κρήτης.