Στον χώρο του παλαιού Γυμνασίου Αλικιανού (Πύργος Αλικιανού) το βράδυ της 24ης Ιουνίου αναβίωσε η γιορτή του Κλήδονα.
Πρόκειται για μια γιορτή, η οποία αποτελεί μία από τις αρχαιότερες εκφράσεις του ελληνικού παραδοσιακού πολιτισμού μας. Η εν λόγω γιορτή έλκει την καταγωγή της από τις τελετουργίες καθαρμού και μαντείας των αρχαίων Ελλήνων από όπου και η λέξη «κλήδων». Συνδέεται με το θερινό ηλιοστάσιο, ενώ στη νεοελληνική της εκδοχή συνδέθηκε με τη χάρη του Αϊ Γιάννη του Κλήδονα ή του Αϊ Γιάννη του Φανιστή, μαρτυρώντας πως ο νεοελληνικός λαϊκός μας πολιτισμός είναι ουσιαστικά έκφραση ενός τρόπου ζωής που πάντρεψε αρμονικά το ελληνικό με το χριστιανικό στοιχείο και η Ορθοδοξία η εκδοχή εκείνης της Χριστιανοσύνης, η οποία σμιλεύτηκε στη μακροχρόνια συζυγία της με την ελληνική σκέψη.
Το έθιμο του Κλήδονα στην Κρήτη αποτελεί μία λαϊκή μαντική διαδικασία κατά τη διάρκεια της οποίας λέγεται ότι αποκαλύπτεται στις άγαμες κοπέλες η ταυτότητα του μελλοντικού τους συζύγου: «Ανοίξετε τον Κλήδονα στ’ Αϊ-Γιαννιού τη χάρη, να πάρω γω το μήλο μου κι η νια το παλληκάρι».
Στον Αλικιανό, όμως, το βράδυ της 24ης Ιουνίου στην αναβίωση του εθίμου πρωτοστάτησαν οι Αμερικανίδες σπουδάστριες του “Εmmanuel College” της Βοστώνης, οι οποίες φιλοξενούνται στον χώρο του “Ιδρύματος Καψωμένου” στο πλαίσιο του θερινού σχολείου που υλοποιούν υπό την καθοδήγηση του καθηγητή τους Πέτρου Βαμβακά.
Οι εν λόγω σπουδάστριες, αφού με τη βοήθεια του Συλλόγου “Βιγλάτορες” ντύθηκαν με τις παραδοσιακές κρητικές στολές, πήραν τις πήλινες στάμνες τους και κίνησαν για το πηγάδι, αναβιώνοντας το πρώτο επεισόδιο του εθίμου το «Αμίλητο νερό». Μάταια, οι συμφοιτητές τους από το Κολλέγιο προσπαθούσαν καθώς επέστρεφαν από το πηγάδι με το αμίλητο νερό, με διάφορα τεχνάσματα να τις προκαλέσουν για να μιλήσουν προκειμένου το νερό να χάσει τη μαντική του ικανότητα, ενώ οι παρευρισκόμενοι κατά τη διάρκεια της πορείας απήγγειλαν με την παραδοσιακή μελωδία δίστιχα, όπως: «Φέρτε τ’ αμίλητο νερό, νεράιδες του κληδόνου κι ας τάξομε στη χάρη ντου να ’ρθομε και του χρόνου».
Επιστρέφοντας, οι κοπέλες στο κέντρο της συγκέντρωσης, η μία μετά την άλλη άδειαζαν μέσα στη μεγάλη στάμνα το αμίλητο νερό και εκεί μαζί με όλους τους συμμετέχοντες βάζουν μέσα τα “ριζικάρια” τους. Την όλη διαδικασία συνόδευε η ομήγυρη με ανάλογες μαντινάδες: «Μες στο σταμνί του Κλήδονα δυο κερασάκια βάνω, να δω αν βγουν αληθινά τα όνειρα που κάνω». Στη συνέχεια κλείδωσαν τον Κλήδονα και με τελετουργική συνοδεία τον απομάκρυναν για «ν’ αστρονομιστεί» σύμφωνα με την παράδοση κάτω από τ’ άστρα.
Ακολούθησε το δεύτερο μέρος του εθίμου «Οι φωτιές του Αϊ – Γιάννη». Η ομήγυρη μεταφέρθηκε στον χώρο της φωτιάς. Αναψε η φωτιά, έριξαν μέσα οι παρευρισκόμενοι τα ξερά στεφάνια της Πρωτομαγιάς και άρχισαν όλοι να πηδούν πάνω από τη φωτιά, φωνάζοντας: «Να πηδήξω τη φωτιά, μη με πιάσει αρρωστιά», μαρτυρώντας ενδεχομένως τον καθαρτήριο χαρακτήρα του εθίμου και αιτιολογώντας προφανώς και την επωνυμία του Αγίου ως Αϊ – Γιάννη του Ριγολόγου. Ομολογουμένως, οι φωτιές ενθουσίασαν τους σπουδαστές του αμερικανικού κολλεγίου, που δεν δίστασαν να πηδήξουν πάνω από αυτές, όπως το έθιμο το απαιτούσε.
Στη συνέχεια η ομήγυρη επέστρεψε στο αρχικό κέντρο της συγκέντρωσης για το τρίτο και τελευταίο μέρος της γιορτής «Το άνοιγμα του Κλήδονα». Κάτω από τις προτροπές της ομήγυρης «ανοίξτε τον Κλήδονα να βγάλομε τα μήλα, να δούμ’ από τη συντροφιά ποια θα ν’ η καλομοίρα», φέρανε οι κοπελιές τη στάμνα του Κλήδονα με τα ριζικάρια, την άνοιξαν και άρχισε το πραγματικό πανηγύρι κάθε φορά που το νεανικό χέρι έβγαζε από τη στάμνα το ριζικάρι και κάποιος από τη συντροφιά έλεγε μια μαντινάδα.
Στο τέλος ήρθαν τα όργανα και άρχισε το γλέντι και ο χορός με τη βοήθεια του μουσικοχορευτικού συγκροτήματος “Βιγλάτορες” και των μουσικών Γιώργη και Στέλιου Μαυροδημητράκη.
Σε μια Ευρώπη που έχασε την ιδιοπροσωπία της στην προσπάθειά της ν’ απεκδυθεί το χριστιανικό της μανδύα και να ενδυθεί εκείνο της πολυπολιτισμικής ηπείρου, εμφυσώντας σήμερα στους πολίτες της μία σειρά από φοβικά σύνδρομα, η αναβίωση παραδοσιακών εθίμων, όπως αυτό του κρητικού Κλήδονα και μάλιστα από σπουδάστριες του Αμερικανού Κολλεγίου, μαρτυρεί ότι η έννοια της οικουμενικότητας στην ελληνική της τουλάχιστον εκδοχή είναι συνυφασμένη με την αλήθεια του ανθρωπίνου προσώπου, όπως τουλάχιστον αυτό το βιώνει η Ορθόδοξη Παράδοση και είναι αυτή ακριβώς η προσφορά του δικού μας πιάτου στο κοινό τραπέζι με τους Ευρωπαίους συνδαιτυμόνες μας.
Κλείνοντας θεωρώ χρέος να εκφράσω εκ μέρους της ομήγυρης ένα «ευχαριστώ» στους καθηγητές Ερατοσθένη Καψωμένο και Πέτρο Βαμβακά καθώς και στις παλαιές μαθήτριές μου στο Γυμνάσιο Αλικιανού Ειρήνη Ποντιώτη και Φαίδρα Γαλανάκη καθώς χωρίς την παρουσία των πρώτων δεν θα είχε καταστεί δυνατή η αναβίωση του εθίμου στον Πύργο Αλικιανού, χωρίς την παρουσία των δευτέρων θα στερούμασταν τον μυσταγωγικό χαρακτήρα της βραδιάς της 24ης Ιουνίου.
*καθηγητής 1ου Λυκείου Χανίων