Α’ μέρος
Η προφορική παράδοση αποτελεί σημαντική πηγή πληροφοριών αρκεί, βέβαια, να υπάρχει η ανάλογη επιστημονική ιστορική τεκμηρίωση. Ειδικά η γραπτή τεκμηρίωση αποτελεί το σημαντικότερο στοιχείο για την επαλήθευση ενός ιστορικού γεγονότος, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της ανέγερσης του μητροπολιτικού ναού Χανίων. Το πρωτοσέλιδο άρθρο της εφημερίδας «Κήρυξ» με τίτλο «Ιστορικά διηγήματα. Το ιστορικόν της ανεγέρσεως του Ναού των Εισοδίων» της Σταυρούλας Λαντζάκη, μαθήτριας της έκτης τάξης του Γυμνασίου Θηλέων Χανίων δημοσιεύθηκε σε δυο συνέχειες στον τοπική εφημερίδα (30/12/1932 και 1/1/1933).
Σύμφωνα με το άρθρο στη θέση του σημερινού ναού υπήρχε ένας αρχαίος χριστιανικός ναός στα ερείπια του οποίου οι Τούρκοι είχαν χτίσει ένα σαπωνοποιείο. Ο σημερινός κυρίως ναός ήταν το εργοστάσιο που είχε ένα λέβητα για να ψήνει το σαπούνι, ενώ στη θέση του σημερινού νάρθηκα υπήρχε μια σκάλα που οδηγούσε σε ένα ξύλινο κιόσκι στο οποίο απλωνόταν τα έτοιμα τεμάχια σαπουνιού. Στη θέση του κωδωνοστασίου υπήρχε η υδαταποθήκη και ένα πηγάδι, ενώ στη θέση του Αγίου Βήματος βρισκόταν η αποθήκη με το λάδι. Δίπλα στο κωδωνοστάσιο υπήρχε ένα θόλος στον οποίο φυλασσόταν το αλάτι, υλικό απαραίτητο για την παρασκευή σαπουνιού. Εκεί πάνω σε ένα τραπέζι και σε φανερό σημείο έκαιγε ένα καντήλι μπροστά από μια παλιά εικόνα της Παναγίας. Ο διοικητής της πόλης Μουσταφά Πασάς είχε δώσει διαταγή στον Τσιούτ Εφέντη, ταμία του σαπωνοποιείου, να ανάβει καθημερινά το καντήλι.
Το σαπωνοποιείο, όμως, δεν λειτουργούσε σωστά και είχε συνέχεια προβλήματα, καθώς ο πασάς δεν έβρισκε καλούς τεχνίτες μέχρι που βρέθηκε ο Αγγελής από τα Ροδοπού Κισάμου, ονομαστός τεχνίτης σαπουνιού εκείνη την εποχή. Κι ο Αγγελής όμως απέτυχε και ένα βράδυ είδε όνειρο μια μαυροφορεμένη γυναίκα που του είπε: «Εγώ το σπίτι μου δεν θέλω να είναι σαπουναριό. Δεν σε πειράζω, αλλά να φύγεις». Ο Αγγελής φοβήθηκε και έφυγε παίρνοντας την εικόνα στο χωριό του. Φεύγοντας, όμως, ένα παιδί, μουσουλμάνος Κρητικός, παίζοντας έπεσε στο πηγάδι που βρισκόταν δίπλα στο κωδωνοστάσιο. Τότε ο Αγγελής φώναξε: «Παναγία μου πρόφθασε» και το παιδί σώθηκε. Εκτός από αυτό το θαύμα κι άλλοι γείτονες, οι οποίοι έμεναν δίπλα στο σαπωνοποιείο, έλεγαν ότι άκουγαν περίεργους θορύβους τη νύχτα σαν να δούλευαν μαραγκοί μέσα στο εργοστάσιο, ενώ ο Ταΐς αγάς ανέφερε ότι είδε ένα φώς στην ταράτσα του σαπωνοποιείου αργά τη νύχτα.
Μετά από αυτά τα γεγονότα όταν ο Μουσταφά πασάς προάχθηκε σε βεζίρη και πήγε στην Κωνσταντινούπολη οι χριστιανοί του ζήτησαν να μετατρέψουν το εργοστάσιο σε χριστιανικό ναό και αυτός δέχτηκε, δίνοντας μάλιστα και 100.000 γρόσια για την ανέγερση. Ο Αγγελής χαρούμενος έδωσε την εικόνα σε ένα αγιογράφο για να την ρετουσάρει, καθώς από την πολυκαιρία είχε φθορές, αλλά η εικόνα γύρισε στο σπίτι του μόνη της, ενώ το ίδιο βράδυ ο Αγγελής είδε όνειρο τη μαυροντυμένη γυναίκα, η οποία του είπε: «Μπαντανάδες δε θέλω».
Συνεχίζεται