Ποιό φως σε ψάχνει ; Ποιά αυγή αξημέρωτη. Ποιός Έρωντας και ποιό δειληνό; Χαμένε ασκιανέ των αστεριών. Χαμένε ασκιανέ των εσώτερων ερήμων. Χαμένε ασκιανέ της σιωπής. Των δακρύων. Της αλμύρας του λυκόφωτος. Εσύ που αμοναχός είσαι. Και ασκιτεύεις μέσα στο μίτο της Αριάδνης. Και μετράς. Και ξεχνάς. Και φεύγεις. Κι αποφεύγεις το πέταγμα. Κι ύστερα; Τι θα γίνει ύστερα; Στα ύστερα του λυκόφωτος. Στα ύστερα της αγγελοπαρμένης σκέψης. Και ‘συ χαμένε ασκιανέ. Νου. Πούθε ταξιδεύεις χωρίς να κοιτάς τους αστερισμούς. Και χωρίς να χαράζεις ρότα. Αφημένος. Στην αθιβολή των ερήμων. Σε κάστρα, μέσα, στοιχειωμένα είσαι. Ανεβασμένος σε ερηπωμένες πολεμίστρες. Και πάνω τους τα ρείκια του καιρού. Των γερακιών στο λιόγερμα. Διψά το βλέμμα για το πέταγμα. Διψά ο νους για το πέταγμα. Εκεί στη πιο ψηλή πολεμίστρα, ανεμίζει το λάβαρο του καιρού. Του χρόνου. Του μεγάλου πετάγματος. Είναι αμοναχοί οι καιροί. Απο του Μύστη το ψιθύρισμα. Που μοιάζει με τον ήχο απο τις σταλαγματιές βροχής χαμένης. Που μοιάζει με το θρόισμα στη κοιλάδα των κέδρων. Και ‘συ βλέπεις. Μέσα στο πέτρινο καθρέφτη. Τον εκστατικό χορό του υποψήφιου Μύστη των στεναγμών. Και της αλμύρας του σκοταδιού. Στο άντρο των Καβείρων είσαι. Το κρυμένο μυστικό του χαμένου ασκιανού. Αυτού που ποτέ δεν ειπώθηκε. Μα, κάθε που βγαίνουν οι νεράιδες, ξυπνά. Και θυμάται. Λένε οι μύθοι, οτι η μύηση απαιτεί την πορεία ματιών κλειστών. Που οταν αποκαλυφθούν, θα δει επιτέλους ο υποψήφιος μύστης το ιερό φως. Αυτό το φως που αναζητά, αιώνες τώρα, ο νους. Ο χαμένος ασκιανός σου. Στα ύστερα του λυκόφωτος πάντα ξεκινά η πορεία η μυστική. Είναι σκοτεινή η αναζήτηση. Κι ακόμα πιο σκοτεινή, η χαρά της. Αναρωτιέσαι και αναζητάς. Ήρεμα κυλούν τα νερά του Αχέροντα. Με τη σιγουριά του τέλους. Με τη σιγουριά της αρχής. Η ανυπομονησία του σκοταδιού είναι που φέρνει την αυγή. Του σκοταδιού του δικού σου. Χαμένε ασκιανέ του νου που ψάχνει.