Σήμερα ζούμε μιαν άνοιξη φορτωμένη με ανθρώπινο πόνο, με συγκρουόμενα συναισθήματα και ανείπωτη μελαγχολία, περιχυμένη από τον σκοτεινό ορίζοντα του κάθε δειλινού, που δεν αφήνει περιθώρια ελπίδας για την επόμενη ανατολή. Μέσα σε αυτήν οι άνθρωποι αναζητούν ερείσματα, για να σταθούν ορθοί και να φανούν χρήσιμοι.
Τα πολιτιστικά δρώμενα συνήθως σε αυτό αποσκοπούν ιδιαίτερα όταν υλοποιούνται από άτομα και ομάδες με έμπνευση και άποψη, όπως αυτήν της Εταιρείας Θεάτρου «Μνήμη».
Οι εκδηλώσεις τους χρόνια τώρα, στο θέατρο “Κυδωνία” συνήθως εστιασμένες τουλάχιστον όταν διοργανώνονται στα Χανιά, μας αιφνιδιάζουν ευχάριστα προσφέροντας μία πλούσια γκάμα αισθητικών ερεθισμάτων. Είναι επιβεβαιωμένο ότι η Εταιρεία Θεάτρου «Μνήμη» δεν ενδίδει στις μεταμορφώσεις του συρμού ούτε στα κελεύσματα του αγοραίου. Αντιθέτως με σπάνια επιλεκτικότητα και αδιαπραγμάτευτη εμμονή παρακολουθεί τις πιο πρωτοποριακές εξελίξεις στο χώρο της τέχνης. Ενδεικτική η συχνή επιλογή θεατρικών έργων από τη λονδρέζικη συγκαιρινή δραματουργία, αλλά και η πρόσκληση – πρόκληση για τα τοπικά –ασφαλώς επαρχιακά– πνευματικά μας δρώμενα και η φιλοξενία εκδηλώσεων «πρώτης προβολής» από τον ακαδημαϊκό χώρο του πνεύματος και από τις πιο αξιόλογες καλλιτεχνικές δραστηριότητες των υψηλού επιπέδου ομολόγων πνευματικών ιδρυμάτων.
Ολα αυτά χρωμάτισαν την αυγή της χανιώτικης άνοιξης ειδικά φέτος με την έμπνευση μιας ομάδας ανθρώπων αποφασισμένων να αντισταθούν στην ισοπέδωση, στην ομοιομορφία, στην κοινοτυπία· ικανών ταυτοχρόνως να ανεβάζουν παραστάσεις που νιώθουμε όλοι να μετράνε στη ζωή όχι μόνο των μεμονωμένων θεατών αλλά και του τόπου, εμπειρίες αξιομνημόνευτες, μοναδικά βιώματα έμπνευσης και περισυλλογής. Με τη θεατρική τους παρέμβαση συχνά φωτίζουν πτυχές της ρέουσας βιούμενης ιστορίας.
Ετσι αισθάνθηκε ο θεατής της «Λαμπεντούζας», του έργου του θεατρικού χειμώνα, που παίχτηκε ως πρόσφατα, μιας δραματουργικής επεξεργασίας των εκδοχών της προσφυγικής κρίσης, που ζούμε. Ο στιγματισμός της ετερότητας, το πρόβλημα της ενσωμάτωσης των ξένων, το αίσθημα της καταδίωξης και ταυτοχρόνως η ξενοφοβία αποτυπώθηκαν στις απειράριθμες εικόνες των ευρηματικών σκηνικών της παράστασης, στους ήρωες και στη θεματική της. Αναδείχθηκε άλλη μια φορά επικαιροποιημένη η ομολογούμενη ή ανομολόγητη ανησυχία διάσπασης της εύθραυστης μικροαστικής ρουτίνας μας, προσδιορισμένη λογοτεχνικά από τη σολωμική «Γυναίκα της Ζάκυθος» ακόμη. Ο αντικατοπτρισμός της στην ιταλική μεσογειακή ακτή και στη βρετανική κοινωνική πραγματικότητα – στοιχεία υπερεθνικής επιβεβαίωσης, βοηθούσε να κατανοήσει ο θεατής την τραγικότητα της προσφυγικής απόγνωσης και την ενδόμυχη ψυχική ανάγκη της ανθρωπιστικής ευαισθητοποίησης, ως μηχανισμού αυτοκάθαρσης ακόμη και για τον αλλοτριωμένο άνθρωπο της εποχής μας.
Εξάλλου η εκδήλωση ανάδειξης της ποίησης του Αλέξανδρου Μάτσα, του «αιρετικού της γενιάς του ’30», έδωσε την ευκαιρία οικείωσης των θεατών με την ιδιότυπη ποιητική γραφή του, «ιδανικά ταγμένη στην υπηρεσία του ποιητικού ιδεώδους». Θεματικά διαχρονική αισθητικά εκλεκτική, γλωσσικά κατ’ εξοχήν ελληνική, με την πολιτισμική και όχι απαραίτητα με την εθνική σημασία του όρου, άνοιγε σε κάθε θεατή με τη δύναμη της «ανατομικής» προβολής της από τους δεινούς ακαδημαϊκούς ερευνητές, τον Αλέξη Πολίτη και την Αγγέλα Καστρινάκη, ένα ενδιαφέρον και ανεξιχνίαστο πεδίο ποιητικής και ευρύτερα πνευματικής αναζήτησης.
Η ακόλουθη ποιητική βραδιά με τη νέα μουσικό, βραβευμένη από τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, Φένια Χρήστου μας έκανε κοινωνούς μιας πραγματικής μυσταγωγίας. Η μουσική δεινότητα, η φωνητική δεξιότητα, η θαυμαστή σύνδεση έντεχνου λόγου και «σφυρηλατημένου» ήχου ενεργοποίησε αισθητικά μνήμες και συναισθήματα συνθέτοντας έναν μοναδικό ύμνο στην ποίηση, κατά τις ημέρες που συνηθίζεται να υμνείται. Υποβλητική η ανάδειξη των «φωνών» τόσο των Χανιωτών ποιητών όσο και των δικαιωμένων από τον χρόνο μεγάλων του ελληνικής μεσοπολεμικής και μεταπολεμικής γενιάς. Ξεχωριστή εμπειρία η φωνητική επένδυση και η υπόκρουση του πιάνου στην παρουσίαση της «Σονάτας του σεληνόφωτος», ικανή να παρασύσει το θεατή – ακροατή στο δικό του «εξαίσιο ίλιγγο» και υποβλητική, ώστε να αναδείξει τους «θησαυρούς και τα μαργαριτάρια» του ριτσικού ποιητικού οίστρου.
Τις ημέρες αυτές ο ίδιος ο Μιχάλης Βιρβιδάκης ξαναζωντανεύει σε χώρους μακριά από τα Χανιά τον Ελευθέριο Βενιζέλο, μία παράσταση μνημειώδη και ιστορική. «Ανεβαίνει ξανά στην κινητή σκάλα του χρόνου» και υπενθυμίζει τον λόγο και την επιχειρηματολογία ενός πολιτικού που δεν οικειώθηκε τον κομπατισμό του λαϊκισμού ούτε εκμαυλίστηκε από την ιδιοτελή διαχείριση της εξουσίας, όπως είθισται σε τούτη τη χώρα, όμως επιφορτίστηκε την ευθύνη του διχαστικού μίσους και πάθους. Ανοικτίρμονες μορφές πολιτικών κατηγόρων θα ζωντανέψουν πάλι στη σκηνή, για να υπενθυμίσουν τραγικά και πειστικά όχι μόνο τη φωνή και τις υποθήκες ενός εθνικού ηγέτη, αλλά και την ευθύνη του δημοκρατικού λαού στις πιο κρίσιμες εθνικές περιστάσεις.
Αισθητικά δικαιωμένοι αποχωρούν συνήθως οι θεατές από το Θέατρο Κυδωνία πνευματικά ενεργοί, συνειδησιακά «εν εγρηγόρσει». Ωστόσο τούτη ειδικά την άνοιξη τα μηνύματα και τα βιώματα του θεάτρου φάνηκαν πιο σημαντικά , καθώς συναρτώνται με τη βαριά πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα, που την κάνουν αν όχι ευχάριστη τουλάχιστον πιο υποφερτή και πιο γόνιμη.