Την παλιά εποχή ο άνθρωπος από το πρωί µέχρι το βράδυ βρισκότανε στα χωράφια του για να αποκτά την διατροφή του που την είχε ανάγκη για την διαβίωσή του. Γύριζε κατάκοπος από την πολύ δουλειά στο σπίτι του. Μόνο λίγες µέρες δεν εργαζότανε, την Κυριακή και τις γιορτές για να ξεκουραστεί και για να αποκτά δύναµη να αντέξει το βαρύ φορτίο που σήκωνε στην πλάτη του.
Αυτές τις ηµέρες συνήθως µε όλη την οικογένεια πηγαίνανε στην εκκλησία και µετά η οικοδέσποινα έφτιαχνε το ιδιαίτερο πάντα φαγητό µε κρέας για να φάνε στο τραπέζι όλοι µαζί. Μετά οι γονείς δίνανε στα παιδιά τους τις απαραίτητες συµβουλές να είναι εργατικά για να έχουν καλή πρόοδο αργότερα στις οικογένειες που θα αποκτήσουν και µε τις ευχές τους για να φύγουνε από αυτήν την φτώχεια που περνούσανε. Κάθε µέρα πρωί και βράδυ στην προσευχή της η µητέρα προσευχότανε στον Άγιο του χωριού τους να τους βοηθήσει για να βρεθούν σε καλύτερη εποχή τάζοντας τάµατα και ανταποκρινότανε στην βοήθειά του. Πάντα ήτανε σε ανησυχία µέχρι να φτάσει η εποχή που επιθυµούσανε όλοι. Αυτές τις ηµέρες που είχανε την ξεκούραση οι άνδρες πηγαίνανε στα καφενεία του χωριού τους να καπνίσουν ένα ή δύο τσιγάρα και να πούνε µεταξύ τους για όλα τα νέα τους χαρούµενα ή πικραµένα όπως: για το πανηγύρι τους, για τις σοδειές τους, για τις κλοπές κλπ. και χωρίς να παραλείπουν τα πολλά τους αστεία µεταξύ τους να γελούν για να φύγουν λίγο από τις πολλές στεναχώριες που είχανε για την πρόοδό τους.
Ήτανε όµως ορισµένοι χωριανοί που είχανε την όρεξη και το ταλέντο που όταν πηγαίνανε στο καφενείο λέγανε πολλά αστεία και σοβαρά που µετά τα µετατρέπανε σε αστεία για να γελούν και να περνούν την ώρα τους πριν τον ύπνο. Όπως µια Κυριακή ένας από αυτούς µετά από το βραδινό φαγητό του βρέθηκε στο πιο µεγάλο καφενείο του χωριού του. Ήτανε γεµάτο από χωριανούς και όταν κάθισε, πρόσεξε ότι ο γείτονάς του που ήτανε δίπλα του είχε βάψει υπερβολικά το µουστάκι του µε µαντέκα «µε µαύρο κάρβουνο από το τζάκι» ενώ τα µαλλιά του ήτανε γκρι. Τον εντυπωσίασε πολύ και για να τον πειράξει του είπε: «Μανώλη, ίντα χάλια είναι απόψε που έχεις κάνει στο µουστάκι σου; Του έβαλες πολύ µαντέκα και δεν σου πηγαίνει. Έπρεπε να βάλεις και στα µαλλιά σου. Μήπως νοµίζεις ότι είσαι πιο όµορφος ή παλληκαράς ή µάγκας;» Αυτός προτίµησε να µη θυµώσει αλλά του είπε: «Εσύ µήπως µε ζηλεύεις; Άµα σε πιάνει να βάψεις κι εσύ το δικό σου που είναι όλο άσπρο, αλλά φοβάσαι τη γυναίκα σου» και γελάσανε όλοι οι χωριανοί.
Υπόψη ότι την παλιά εποχή όλοι οι µερακλήδες, οι παλληκαράδες, οι ερωτευµένοι κ.λπ. άνδρες όταν είχανε γκρι ή άσπρο µουστάκι και µαλλιά βάφανε µόνο τα µουστάκια τους «µαύρα µε κάρβουνο» για να φαίνονται ότι υπερέχουν των άλλων στο χωριό τους, το ίδιο και ορισµένες γυναίκες βάφανε µόνο τα φρύδια τους για να διακρίνουν των άλλων ότι είναι πλούσιες και όµορφες και τις ονοµάζανε αρχόντισσες.
Επειδή ο κ. Μανώλης ενός χωριού το έβαφε συχνά και έντονα όλοι οι χωριανοί τον ονοµάζανε «Μαντέκα» και µετά από ένα χρονικό διάστηµα ξεχάστηκε το κανονικό του επίθετο. Στον πόλεµο οι Γερµανοί κάψανε το χωριό του, µαζί και το κοινοτικό γραφείο του. Όταν φύγανε ο νέος πρόεδρος κατά λάθος έγραψε αυτόν και την οικογένειά του µε το παρατσούκλι που τον λέγανε «Μαντέκα». Με την έρευνα που κάναµε εντοπίσαµε κάποιον να έχει όµοιο επίθετο που προέρχεται από αυτήν την εποχή. Όλα τα παραπάνω µας τα έχει πει πριν από λίγο καιρό ένας γνωστός µας ηλικιωµένος που τα έχει ακούσει από τους γονείς του αλλά τα ξέρανε και όλοι οι συγχωριανοί του.
Επειδή σεβόµαστε την παλιά εποχή και όλους που την ζήσανε τους προσφέρουµε ως δώρο τους παρακάτω στίχους για να θυµηθούν τα βιώµατά τους οι σηµερινοί ηλικιωµένοι που τότε ήτανε σε µικρή ηλικία:
Ο µερακλής ο άνθρωπος, φαινότανε από το µουστάκι
που περπατούσε τις γειτονιές, κι έκανε καµάκι
Ψαρά µαλλιά στην κεφαλή, µουστάκι µε µαντέκα
δύσκολα παντρευότανε, δεν τον έπαιρνε γυναίκα.
Μαντέκα µε φωνάζανε, οι χωριανοί µου όλοι
και µου έµεινε η µαντεκιά, σε όλο µου το σόι.
Όµως µετά από πολλά χρόνια που έφυγε η παλιά εποχή πήρε µαζί της και όλα τα βιώµατα που υπήρχανε αυτά τα χρόνια. Αµέσως σιγά σιγά τα διέγραψε να µην κυκλοφορούν εις την σκέψη τους. Μέσα σε αυτά ήτανε και η βαφή µε το µαύρο κάρβουνο «µαντέκα» γι’ αυτό σήµερα κανείς δεν την γνωρίζει εκτός µόνο οι ηλικιωµένοι που είναι στη ζωή. Έτσι τώρα οι άντρες και οι γυναίκες έχουν στη διάθεσή τους πολλά χρώµατα βαφής που όλοι χωρίς διάκριση τα προσφέρουν για την περιποίησή τους.
*O Γιάννης Τσακπίνης,
είναι Συνταγµατάρχης (Π.Β.) ε.α.