Ο Νόρτον Περίνα βραβεύτηκε με το Νόμπελ Ιατρικής το 1974 για την απόδειξη ότι η κατανάλωση μιας εξαφανισμένης πλέον χελώνας από τη μικρονησιακή χώρα του Ου’ίβου αδρανοποιούσε την τελομεράση, που περιορίζει τον αριθμό των διαιρέσεων στα ανθρώπινα κύτταρα με αποτέλεσμα την αύξηση του προσδόκιμου ζωής. Ο Ρόναλντ Κουμποντέρα, επί χρόνια συνεργάτης του Νόρτον Περίνα, είναι ένας, ίσως ο μοναδικός, από τους ανθρώπους του στενού κύκλου του επιστήμονα που θα σταθούν στο πλευρό του και δεν θα περάσουν στην απέναντι πλευρά, εκείνη των πολέμιων, όταν θα καταδικαστεί για βιασμό και έκθεση ανηλίκου σε κίνδυνο· κατήγορός του ήταν ένα από τα σαράντα τρία θετά του παιδιά. Ο Ρόναλντ θα ζητήσει από τον φυλακισμένο Νόρτον να διηγηθεί ο ίδιος την ιστορία του, κάτι το οποίο επανειλημμένως είχε αρνηθεί εκείνος να κάνει ως τότε για εφημερίδες και περιοδικά.
Ο Περίνα θα διηγηθεί, λοιπόν, την ιστορία του, με τον Κουμποντέρα να την επιμελείται, μέχρι το σημείο εκείνο που θα συναντηθεί χρονικά με την πλοκή του μυθιστορήματος. Και αυτό το δομικό εύρημα της Γιαναγκιχάρα αποδεικνύεται ιδιαιτέρως λειτουργικό, καθώς, χωρίς να στερεί ιδιαίτερα από το μυθιστόρημα το σασπένς, τοποθετεί ήδη εξαρχής τόσο τον Περίνα όσο και την αφήγησή του απέναντι από τον αναγνώστη, τις προθέσεις του ενός απέναντι στις προσδοκίες του άλλου. Ο Περίνα δεν επιθυμεί, ή τουλάχιστον δεν μοιάζει να επιθυμεί να απολογηθεί. Νιώθει την ελευθερία, απευθυνόμενος σε έναν φίλο του, να διηγηθεί την ιστορία του, από την αρχή μέχρι το τέλος. Η Γιαναγκιχάρα στοχεύει σε πολλά περισσότερα από μία απλή δικαστική ιστορία, και ο τρόπος με τον οποίο αφηγείται ο Περίνα την ιστορία του, έστω και μετά την επιμέλειά της από τον Κουμποντέρα, αποτελεί το ιδανικό όχημα γι’ αυτό. Τα παιδικά χρόνια και οι σπουδές του, η παρουσία του στο Ίβου’ίβου της Μικρονησίας, η έρευνα και τα αποτελέσματά της, ο ακαδημαϊκός χώρος και τα εργαστήρια των πολυεθνικών, η βράβευσή του, η προσωπική του ζωή και, τέλος, η καταδίκη του, προσφέρουν πλείστες δυνατότητες τις οποίες η Γιαναγκιχάρα αξιοποιεί. Έτσι, εκτός από μία δικαστική ιστορία, Οι άνθρωποι στα δέντρα θα μπορούσαν να είναι μία πλήρης ιστορία επιστημονικής φαντασίας, ένα ακαδημαϊκό μυθιστόρημα, μία μυθιστορηματοποιημένη ηθική της επιστήμης, μία οικογενειακή σάγκα ή μία ερωτική ιστορία. Είναι όλα αυτά μαζί, και είναι θαυμαστό πώς η Γιαναγκιχάρα επιτυγχάνει κάτι τέτοιο στο πρώτο της μυθιστόρημα.
Η αληθοφάνεια της ιστορίας, η σχεδόν αδιόρατη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην αλήθεια και τον μύθο, από τις βιβλιογραφικές υποσημειώσεις μέχρι τα ρεπορτάζ των εφημερίδων, είναι μία ακόμα κομβικής σημασίας συγγραφική επιλογή, και εδώ είναι ενδιαφέρον το πώς καταφέρνει να κάνει τον κόσμο της ιστορίας της να μοιάζει ερμητικά κλειστός παρά τα φαινομενικά ανοίγματα επικαιροποίησης και συγχρονισμού. Η Γιαναγκιχάρα αντλεί από την έρευνα και οπλίζει τη φαντασία της, δημιουργεί και ονομάζει κόσμους και πλάσματα, κρυμμένη καλά πίσω από τον υποκειμενικό αλλά ταυτόχρονα άρτια επιστημονικό λόγο τού Περίνα, γοητεύει εξοργίζοντας τον αναγνώστη, αρνείται την όποια ηθικοπλαστική χροιά που η παρουσία ενός παντογνώστη αφηγητή πιθανώς να επέτρεπε. Κινείται με άνεση σε έναν -σχεδόν- αμιγώς αντρικό κόσμο, κάτι το οποίο επαναλαμβάνει και στο Λίγη ζωή, το επόμενο μυθιστόρημά της το οποίο και την καθιέρωσε.
Οι προσδοκίες, υψηλές λόγω της αναγνωστικής εμπειρίας του Λίγη ζωή, υπερκαλύφθηκαν, δύο, σίγουρα διαφορετικά, αλλά υπέροχα βιβλία, μία συγγραφέας που αναμένεται να μας απασχολήσει ξανά στο μέλλον.