»… και η δύναµη της βιωµένης εµπειρίας στην Μετά-τα-Τέµπη Εποχή
∆ιαχρονικά σε όλες τις κοινωνίες απ’ άκρη σ’ άκρη σε όλον τον κόσµο, ο θάνατος και η ταφή συνιστούσαν ένα γεγονός µέγιστης σπουδαιότητας, το οποίο γινόταν αντιληπτό ως διαβατήρια τελετή, δηλαδή ως µεταφυσική και συµβολική µετάβαση από τον κόσµο των ζώντων στον κόσµο των µη-ζώντων.
Η µετάβαση αυτή προϋπέθετε, ως βασική συνθήκη, τη διενέργεια συγκεκριµένων εθιµοτυπιών και ιεροτελεστιών στις οποίες εµπλέκονταν τόσο η ιδιωτική, όσο και η δηµόσια σφαίρα. Και λέγοντας δηµόσια σφαίρα, δεν εννοούµε µόνο τη δηµόσια προβολή και επιτέλεση της ταφής, αλλά και τους απαραβίαστους κανόνες, ή/και νόµους που σχετίζονταν µε τις διαδικασίες ενταφιασµού ή καύσης των νεκρών.
Εποµένως, στο συλλογικό ασυνείδητο (όπως το ονόµασε ο Γιούνγκ) όλων των σύγχρονων κοινωνιών ενυπάρχουν τα αρχέτυπα εκείνα, δηλαδή τα σύµβολα, οι πρακτικές, τα συγκεκριµένα µοτίβα πράξεων και συµπεριφορών που σχετίζονται µε τον θάνατο και τη διαχείριση του ενταφιασµού, τα οποία λειτουργούν ως καθολικές έννοιες σε όλα τα µέλη µιας κοινωνίας και τα οποία εντοπίζονται πολύ συχνά στους αρχέγονους µύθους.
Ανάµεσα στα θεµελιώδη παγκόσµια αρχέτυπα συγκαταλέγονται ο Θάνατος και η Μητέρα. Έχει ήδη αναφερθεί, κυρίως από νοµικούς, στην περίπτωση της διαχείρισης των λειψάνων των θυµάτων του πολύνεκρου δυστυχήµατος των Τεµπών, η Αντιγόνη, η αρχετυπική ηρωίδα του Σοφοκλή, η οποία σηκώνει το ανάστηµά της στην εξουσία και εναντιώνεται στους αυθαίρετους νόµους του Κρέοντα, ο οποίος απαγορεύει τον ενταφιασµό του νεκρού αδελφού της Πολυνείκη.
Η Αντιγόνη αψηφώντας τις επιβολές του Κρέοντα, παραβαίνει τους νόµους του και τιµώντας τα ήθη που επιβάλουν την ταφή των νεκρών µε τον προσήκοντα σεβασµό, ρίχνει συµβολικά χώµα πάνω από το πτώµα του αδελφού της µε τίµηµα τη φυλάκιση και τον θάνατό της. Τα πανανθρώπινα αρχετυπικά µοτίβα που αναδύονται από την Αντιγόνη είναι η σπουδαιότητα της ταφής των νεκρών και ο σεβασµός των λειψάνων ως αξία και ηθικό χρέος των ζώντων απέναντί τους, και κυρίως η κατίσχυση του ηθικού δικαίου, που αναγνωρίζεται ως θεϊκό, έναντι του ανθρώπινου νόµου τα «ἄγραπτα κἀσφαλῆ θεῶν νόµιµα», όπως διατυπώνει η Αντιγόνη.
Η δικαιοσύνη και η υπεροχή του φυσικού – θεϊκού δικαίου το οποίο εδράζεται στην ηθική, ως συµβολική πρώτη ύλη των νόµων µιας οργανωµένης κοινωνίας, εντοπίζεται ακόµα και στα Ιερά Βιβλία του χριστιανισµού, και πιο συγκεκριµένα στην Παλαιά ∆ιαθήκη, Έξοδος, Κεφάλαιο 23 µε τίτλο: «∆ίκαιο και Αλληλεγγύη». Ο Θεός συνοµιλώντας µε τον Μωυσή µετά τη φυγή από την Αίγυπτο, τον καθοδηγεί υπαγορεύοντάς του τις βασικές αρχές διακυβέρνησης του λαού των ισραηλιτών λέγοντάς του µεταξύ άλλων: «Μη διαδίδεις φήµες ψεύτικες. Μη δίνεις, για χάρη ενός ανθρώπου αδίκου, µαρτυρία αναληθή. Να µην ακολουθείς τους πολλούς στο κακό, και σε περίπτωση δίκης να µην καταθέτεις παίρνοντας το µέρος των πολλών για να διαστρέφεις το δίκαιο. Να µη µεροληπτείς στη δίκη ούτε για χάρη του αδύνατου διαδίκου. Μην αφήσεις να καταπατηθεί το δίκιο ενός γνωστού σου φτωχού κατά τη δίκη του. Μείνε µακριά από κάθε υπόθεση απάτης. Μην προκαλέσεις το θάνατο ενός αθώου κι ενός που είναι δίκαιος, γιατί εγώ δε θα αθωώσω τον άδικο».
Αιώνες αργότερα, το 1689, ο Άγγλος φιλόσοφος Τζων Λοκ, κύριος εκπρόσωπος της φιλελεύθερης ιδεολογίας, υπέρµαχος της αστικής τάξης, της ιδιοκτησίας και του ατοµικισµού, στο βιβλίο του ∆εύτερη Πραγµατεία περί ∆ιακυβέρνησης το οποίο αποτέλεσε σταθµό και πηγή έµπνευσης για την θέσπιση της Αµερικανικής ∆ηµοκρατίας, ανέλυσε το φυσικό δίκαιο και τη σπουδαιότητα της σύναψης ενός Κοινωνικού Συµβολαίου ανάµεσα στα µεµονωµένα άτοµα και το κράτος. Ο Λοκ ισχυρίζεται ότι οι άνθρωποι για να εισέλθουν σε µια οργανωµένη και ασφαλή κοινωνία η οποία θα τους επιτρέψει να ζουν σε συνθήκες ευηµερίας και συνεχούς ανάπτυξης, εκχωρούν τα φυσικά τους δικαιώµατα και τις ατοµικές τους ελευθερίες προκειµένου να δηµιουργηθεί µια πολιτική κοινότητα, ένα Κράτος, που θα έχει ως κύριο στόχο την διασφάλιση των αναφαίρετων ατοµικών, φυσικών δικαιωµάτων τους, δηλαδή της ζωής, της ελευθερίας, και της ιδιοκτησίας. Εποµένως, η διασφάλιση της ζωής και της ιδιοκτησίας των πολιτών ανατίθεται στο Κράτος, το οποίο την ηµέρα παρακολουθεί τους πολίτες του που διαβιούν ελεύθεροι, ενώ τη νύχτα καιροφυλακτεί για να τους προστατεύσει λειτουργώντας ως Κράτος – Νυχτοφύλακας. Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι ο φιλελεύθερος Λοκ επάνω στις ιδέες του οποίου έχουν «χτιστεί» οι δυτικές δηµοκρατίες, και οι πυλώνες των φιλελεύθερων κοµµάτων, διατυπώνει ότι σε περίπτωση που το κράτος δεν διασφαλίζει τα παραπάνω, ο λαός έχει το δικαίωµα να αντιδράσει συλλογικά και να συγκρουστεί µε την εξουσία. Ο λαός δικαιούται δηλαδή να κάνει «προσφυγή στον ουρανό» όπως γράφει ο ίδιος χαρακτηριστικά.
Η Αντιγόνη, η Παλαιά ∆ιαθήκη και ο Λοκ συναντήθηκαν στην Ελλάδα, στη Μετά-τα-Τέµπη Εποχή. Η ελληνική κοινωνία αφουγκράστηκε µε ευλαβική προσοχή τη βιωµένη εµπειρία και τις προσωπικές αφηγήσεις των πληγέντων από / και στο δυστύχηµα των Τεµπών, οι οποίες δεν αποτέλεσαν µόνο το θέµα, αλλά και την πηγή άντλησης ουσιαστικών πληροφοριών. Η συλλογή των επιµέρους προσωπικών τραυµάτων και η δύναµη της συλλογικής βιωµατικής αφήγησης επαναπροσδιόρισε όχι µόνο την ταυτότητα των εµπλεκοµένων, αλλά και αυτήν ενός πολύ µεγάλου µέρους της ελληνικής κοινωνίας. Τα νέα υποκείµενα που προέκυψαν από την τραγωδία αυτή, προχώρησαν σε πράξεις κοινωνικά αναγνωρίσιµες και αποδεκτές (καθότι αρχετυπικές και πολιτικά θεµελιωµένες) σε τέτοιο βαθµό, που προκάλεσαν ευρύ και τεράστιο ποσοστό ταύτισης. Έτσι λοιπόν οι προσωπικές αφηγήσεις συνέδεσαν τα πολλαπλά «εγώ» µε ένα συµπαγές «εµείς», µεγιστοποίησαν τον αντίκτυπο, κινητοποίησαν πόρους και άσκησαν πίεση για κοινωνικές και πολιτικές µεταρρυθµίσεις. Οι αιτούµενες αλλαγές βασίζονται περισσότερο στη θεσµική ισχυροποίηση του δικαίου και της ηθικής, καθιστώντας τη φράση της Αντιγόνης «ἄγραπτα κἀσφαλῆ θεῶν νόµιµα» πιο επίκαιρη και πιο επιτακτική από ποτέ. ∆ιαµορφώθηκε η γενικευµένη απαίτηση για µια νέου τύπου διακυβέρνηση. Η κοινωνική και πολιτική µεταρρύθµιση επιβλήθηκε από κάτω προς τα πάνω µε την κοινωνία να υποδεικνύει τον τρόπο µε τον οποίο οφείλει να λειτουργεί και να δρα ένα εν τοις πράγµασι, και όχι επί χάρτου επιτελικό κράτος.
Αυτό που συνάγεται από όλα ετούτα που συµβαίνουν τα τελευταία δύο χρόνια, είναι ότι η αγωνιώδης αναζήτηση της αλήθειας, η συλλογή τεκµηρίων και η επιδίωξη της διαφάνειας και απονοµής της δικαιοσύνης δεν συνιστούν ούτε κινηµατικά, αλλά ούτε και λαϊκιστικά χαρακτηριστικά. Υπερβαίνουν την όποια προσπάθεια περιχαράκωσής τους σε ένα κάποιο, κίνηµα ή σκοπούµενη ρητορική µε συγκεκριµένα ιδεολογικά ταυτοποιηµένα ίχνη. Οι συλλογικές διαµαρτυρίες για την τραγωδία των Τεµπών συνιστούν τη µαζική συµπόρευση και το κοινό αίτηµα των πολιτών για µια συγκροτηµένη ηθική, θεσµική και κοινωνική επανίδρυση του ελληνικού κράτους βασισµένου στον σεβασµό, τη διαφάνεια, τη νοµιµότητα, την οργάνωση και την ίση µεταχείριση όλων συλλήβδην των πολιτών, µε πλήρη απεξάρτηση από τις κοµµατικού τύπου διευθετήσεις και επιχειρησιακές προχειρότητες. Συνιστούν τη διατύπωση ενός επείγοντος αιτήµατος για τη διαµόρφωση ενός κράτους για τους πολίτες και όχι για τις παρατάξεις. Ενός κράτους απαλλαγµένου από κάθε είδους συναισθηµατικής χειραγώγησης (θα µπορούσαµε να το ονοµάσουµε και πολιτικό gaslighting), η οποία επιδιώκεται µέσω της καταστροφολογίας και των ηθικών ψευδοδιληµµάτων όπως π.χ. «ο µη ων µεθ’ ηµών καθ’ ηµών» (όποιος δεν είναι µαζί µας είναι εναντίον µας) σπέρνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τη διχόνοια και τη φιλονικία στους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας.
*Η Ελευθερία Καραγιάννη είναι διδάκτωρ του Τµήµατος Πολιτικής Επιστήµης και ∆ηµόσιας ∆ιοίκησης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστηµίου Αθηνών. Έχει πραγµατοποιήσει µεταδιδακτορική έρευνα στο Πανεπιστήµιο της Κρήτης και στο Καθολικό Πανεπιστήµιο της Λουβαίνης. Άρθρα της έχουν δηµοσιευθεί σε διεθνή επιστηµονικά περιοδικά. Εργάζεται στο Πολυτεχνείο Κρήτης ως Αν. Προϊσταµένη της Μονάδας Στρατηγικού Σχεδιασµού.