Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024

Η απαγωγή του Στρατηγού Κράιπε

H απαγωγή του Γερμανού στρατηγού στην Κρήτη λίγους μήνες πριν από τη λήξη του πολέμου, αποτελεί άλλη μια ιστορική στιγμή του αντιστασιακού αγώνα. Βρετανοί κομάντος και κρητικοί αντιστασιακοί συνεργαστήκανε για να πετύχουνε την απαγωγή του διοικητή του νησιού που είχε τεράστια στρατηγική σημασία για του Γερμανούς.

Ο Κράιπε δεν ήτανε ένα τυχαίο πρόσωπο, αλλά ήτανε ένας ήρωας του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και μάχιμος στρατηγός με περγαμηνές στο ανατολικό μέτωπο. Οργανώσανε λεπτομερώς το σχέδιο απαγωγής και με τη βοήθεια των ντόπιων το εκτελέσανε με απόλυτη επιτυχία. Η ομάδα που θα πραγματοποιούσε το ριψοκίνδυνο εγχείρημα αποτελούνταν από 13 άτομα.
Επικεφαλής του σχεδίου απαγωγής ήτανε ο Βρετανός ταγματάρχης Πάτρικ Λη Φέρμορ, γνωστός στους Κρητικούς ως  «Μιχάλης» η «Φιλεντέμ». Ο Φέρμορ είχε πολεμήσει στη μάχη της Κρήτης και είχε παραμείνει στο νησί, αναπτύσσοντας ένα δίκτυο επαφών με τους αντάρτες. Υπαρχηγός της ομάδας ήτανε ο Βρετανός λοχαγός Ουίλιαμς Στάνλεϋ Μος. Στενοί συνεργάτες τους, πρωταγωνιστές της απαγωγής ήτανε οι Κρητικοί : ο χωροφύλακας Μανώλης Πατεράκης, ο Γιώργος  Τυράκης,, ο χωροφύλακας Στρατής Σαβιολάκης, ο Ηλίας Αθανασάκης, ο Δημήτρης Τζατζαδάκης, ο Μιχάλης Ακουμιανάκης, ο Παύλος Ζωγραφιστός, ο Αντώνης Παπαλεωνίδας, ο Γρηγόρης Χναράκης, ο Νίκος Κόμης και ο χωροφύλακας Αντώνης Ζωϊδάκης.
Το αρχικό σχέδιο είχε ως στόχο τον μισητό στρατηγό του γερμανικού στρατηγείου, Φίντριχ Μίλλερ, γνωστού και ως ο «Χασάπης της Κρήτης», εξαιτίας της βαναυσότητας που επιδείκνυε στον ντόπιο πληθυσμό. Ωστόσο, δύο μήνες πριν από την απαγωγή του αντικαταστάθηκε από τον ταξίαρχο Χάινριχ Κράιπε. Η αλλαγή του προσώπου δεν τους πτόησε. Η απαγωγή του Κράιπε θα είχε τον ίδιο αντίκτυπο.
Οι Φέρμορ και Μος ντυμένοι ως Κρητικοί και οι υπόλοιποι της ομάδας υποδυόμενοι τους βοσκούς, ήταν σκορπισμένοι κατά μήκος του δρόμου Αρχανών προς Ηράκλειο. Κατέγραφαν τη διαδρομή που επέλεγε και πόσα άτομα τον συνόδευαν κάθε φορά. Αφού συγκέντρωσαν όλες τις πληροφορίες ξεκίνησαν να οργανώνουν το σχέδιο απαγωγής. Κατάλληλο σημείο για να τον αιφνιδιάσουν ορίστηκε μια απότομη δεξιά στροφή, η οποία βρισκόταν λίγα μέτρα μετά το Γερμανικό Στρατηγείο των Αρχανών. Για να στρίψει το αυτοκίνητο με ασφάλεια και να μη βγει από τον δρόμο, θα έπρεπε να κόψει ταχύτητα. Επιπλέον, βρισκόταν σε μια σχετικά ερημική περιοχή και τριγύρω υπήρχαν θάμνοι και χαντάκια που θα τους επέτρεπαν να καμουφλαριστούν.
Το βράδυ της 26ης Απριλίου έλαβαν τις προκαθορισμένες θέσεις τους. Ο Φέρμορ με τον Μος φόρεσαν στολές δεκανέα του γερμανικού στρατού και κρύφτηκαν σε ένα χαντάκι, δίπλα από τη στροφή που θα περνούσε ο στρατηγός. Αντίστοιχα, οι υπόλοιποι της ομάδας καμουφλαρίστηκαν στους θάμνους κατά μήκος του δρόμου. Ο φακός έλαμψε μια φορά. Ο στρατηγός είχε ξεκινήσει συνοδευόμενος μόνο από τον οδηγό του. Όταν το αυτοκίνητο έφθασε στο σημείο της παγίδας, ο Μος με τον Φέρμορ πετάχτηκαν στον δρόμο και του έκαναν σινιάλο να σταματήσει για ένα τυπικό έλεγχο. Πλησίασαν από δεξιά και αριστερά τα παράθυρα του αυτοκινήτου και σε άπταιστα γερμανικά ρώτησαν εάν ήταν το αυτοκίνητο του Στρατηγού. Εκνευρισμένος ο στρατηγός ετοιμάστηκε να βγάλει τα έγγραφα και να κατσαδιάσει τους υπαξιωματικούς που δεν αναγνώριζαν τα διακριτικά του αυτοκινήτου του.
Μόλις απάντησε ότι είναι ο διοικητής, ο Φέρμορ στόχευσε με το πιστόλι του στο στήθος και του ανακοίνωσε ότι πλέον είναι αιχμάλωτος πολέμου. Αμέσως πετάχτηκαν και οι υπόλοιποι με τα όπλα τους, τον έδεσαν και τον φίμωσαν, ενώ με ένα χτύπημα αναισθητοποίησαν τον οδηγό του. Τον έβαλαν στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου και στη συνέχεια επιβιβάστηκαν οι Πατεράκης, Σαβιολάκης, Τυράκης. Τη θέση του οδηγού πήρε ο Μος και ο Φέρμορ φόρεσε το καπέλο του Κράιπε και έκατσε στη θέση του συνοδηγού.
Οι υπόλοιποι πήραν μαζί τους τον οδηγό του αυτοκινήτου και απομακρύνθηκαν πεζή. Σημείο συνάντησης είχαν ορίσει τον Ψηλορείτη. Παράλληλα, οι Ακουμιανάκης και Αθανασάκης πήγαν προς το Ηράκλειο, προκειμένου να παρατηρήσουν τις αντιδράσεις των Γερμανών μετά την απαγωγή και να σπείρουν φήμες ότι δεν συμμετείχε κανένας ντόπιος, αλλά μόνο Βρετανοί.
Οι απαγωγείς κατευθύνθηκαν με το αυτοκίνητο του Στρατηγού προς την Κνωσό. Πέρασαν μπροστά από τη βίλα του Στρατηγού, κόρναραν για να καταλάβουν οι φρουροί ότι δεν θα μπουν και συνέχισαν προς το Ηράκλειο. Διέσχισαν την πλατεία του Ηρακλείου Σάββατο βράδυ, την ώρα που σχόλαγε ο κινηματογράφος και πέρασαν από συνολικά 22 μπλόκα Γερμανών χωρίς να τους σταματήσουν. Η σημαία του αυτοκινήτου ήτανε αρκετή για να τους ανοίγουνε οι Γερμανοί τον δρόμο και να τους χαιρετούνε σε στάση προσοχής. Μόλις περάσανε όλα τα μπλόκα αφήσανε το αυτοκίνητο κοντά στη θάλασσα, στο ύψος του χωριού Σείσες, ώστε να πιστέψουνε οι Γερμανοί ότι τους παρέλαβε υποβρύχιο και διαφύγανε.
Μέσα στο αυτοκίνητο είχανε αφήσει ένα βρετανικό μπερέ, τσιγάρα βρετανικής μάρκας και ένα σημείωμα που γνωστοποιούσε στους Γερμανούς ότι την απαγωγή είχαν πραγματοποιήσει μόνο Βρετανοί για να μην υπάρξουν αντίποινα στους ντόπιους. Οι Γερμανοί δεν παραπλανήθηκαν, αλλά ξεκίνησαν να τους ψάχνουν σε όλο το νησί. Πετούσαν απειλητικές προκηρύξεις στους ντόπιους ζητώντας να τους παραδώσουν τους απαγωγείς. Ωστόσο, οι Κρητικοί δεν υπέκυψαν στη τρομοκρατία των Γερμανών, αντίθετα τους έκρυψαν και τους εφοδίαζαν καθ΄ όλη τη προσπάθεια διαφυγής τους από την Κρήτη. Με τη βοήθεια των Κρητικών έφτασαν στα Ανώγεια, όπου συναντήθηκαν με τους υπολοίπους. Τη μέρα οι απαγωγείς έμεναν σε κρησφύγετα και τη νύχτα περπατούσαν, ώστε να μην τους εντοπίσουν τα γερμανικά αεροπλάνα.
Επί 18 ημέρες κρύβονταν από τους Γερμανούς. Περπάτησαν μέσα στο χιόνι στις απόκρημνες κορυφές του Ψηλορείτη με τους Γερμανούς να τους αναζητούν. Ξεπερνώντας την χιονισμένη κορφή του Ψηλορείτη κατηφόρισαν προς την περιοχή Αμαρίου, όπου φιλοξενήθηκαν σε μιτάτο της Νίθαυρης και στη συνέχεια σε ρεματιές της Αγίας Παρασκευής και του Άϊ Γιάννη, με άκρα μυστικότητα. Στην περιοχή Αμαρίου ο αρχηγός του ΕΑΜ της περιοχής Μιχάλης Παττακός, ήρθε σε επαφή με τους αντάρτες και τους έδωσε πυρομαχικά και τρόφιμα. Τους είπε επίσης ότι οι αντάρτες του είναι έτοιμοι να δημιουργήσουν αντιπερισπασμό για να μπορέσει η ομάδα να διαφύγει. Έτσι και έγινε. Οι Γερμανοί αιφνιδιάστηκαν όταν τα ξημερώματα της 4ης Μαΐου δέχτηκαν επίθεση από τους αντάρτες σε πολλά σημεία. Η ομάδα των Εγγλέζων ξεγλίστρησε κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή. Στις 4 Μαΐου, βρισκόντουσαν στο χωριό Άϊ Γιάννης, σχετικά ασφαλείς. Συνέχισαν στα χωριά του Κέντρους ώσπου ήρθε η κρυπτογραφημένη απάντηση από το στρατηγείο του Καίρου. Με τη συνδρομή των ανταρτών, οι οποίοι σε όλη τη διαδρομή έκαναν αντιπερισπασμούς στους Γερμανούς, έφτασαν στον όρμο Χ75, στην περιοχή Ροδακίνου-παραλία Περιστερέ. Στις 14 Μαΐου ένα σκάφος του βρετανικού ναυτικού τους παρέλαβε και διέφυγαν στη Μέση Ανατολή. Το επόμενο βράδυ ο Γερμανός Στρατηγός βρισκόταν αιχμάλωτος των συμμάχων στο Κάιρο. Ο Κράιπε οδηγήθηκε στην Αγγλία και από εκεί στον Καναδά, όπου παρέμεινε έγκλειστος σε στρατόπεδο αιχμαλώτων κοντά στα Βραχώδη Όρη μέχρι το 1947, οπότε απελευθερώθηκε.
Η επιχείρηση, όσο καλά και να είχε σχεδιαστεί δεν θα μπορούσε ποτέ μα ποτέ να πραγματοποιηθεί, εάν δεν συμμετείχαν οι κρητικοί. Εάν οι Κρητικοί δεν εφοδίαζαν την ομάδα με τρόφιμα, εάν δεν την καθοδηγούσαν σε χαράδρες, σπηλιές και στενά περάσματα του Ψηλορείτη και του Κέντρους, εάν δεν πολεμούσαν και εάν δεν μπέρδευαν τους Γερμανούς με τα τεχνάσματα τους, ο στρατηγός Κράιπε θα συνέχιζε να είναι διοικητής της Μεγαλονήσου και ο ίδιος ο Χίτλερ θα απολάμβανε πιο ήρεμος τις ημέρες του στη φωλιά του αετού…
Οι Γερμανοί είχαν ήδη αρχίσει αντίποινα, αλλά κανείς δεν μίλαγε και το πληρώσανε ακριβά. Η καταστροφή των χωριών του Κέντρους αποδόθηκε στο πέρασμα του Στρατηγού Κράιπε και στη διευκόλυνση των απαγωγέων. Σε αντίποινα αυτής της απαγωγής, επεκράτησε σχεδόν αμέσως και για πολλά χρόνια η άποψη ότι, εξαιτίας της καταστραφήκανε ολοκληρωτικά από τους Γερμανούς, τα 8 χωριά του Κέντρους, με 164 ανθρώπινα θύματα. Αυτή η άποψη κυκλοφορούσε σχεδόν αποκλειστικά, σε όλα τα καταστραμμένα χωριά και γενικότερα στα Αμαριώτικα χωριά. Από τις 29 Ιουνίου μέχρι 6 Αυγούστου 1945, επιτροπή που συστήθηκε με ειδική διαταγή του Προέδρου της κυβέρνησης Βούλγαρη, περιήλθε τα κατεστραμμένα χωριά της Κρήτης και συνέταξε έκθεση. Την Κεντρική Επιτροπή Διαπιστώσεως Ωμοτήτων εν Κρήτη, όπως ονομάστηκε, αποτελούσαν ο λογοτέχνης Νίκος Καζαντζάκης, οι καθηγητές πανεπιστημίου Ι. Καλιτσουνάκης και Ι. Κακριδής και ο Κ. Κουτουλάκης ως βοηθητικό μέλος. Για τα καμένα χωριά του «Κέντρους, γράφουν μεταξύ των άλλων στην έκθεση που συνέταξαν: «Ο επισκεπτόμενος σήμερα τα χωρία του Αμαρίου ευρίσκετο προ θεάματος από τα σπαρακτικώτερα. Τα άλλοτε ανθούντα χωρία έχουν μεταβληθεί εις ερείπια, 500 οικογένειαι έχουν παραμείνει άστεγοι, δίχως ενδύματα, δίχως έπιπλα, δίχως σκεύη, δίχως τίποτε. Και έπειτα ο επισκέπτης οδηγείται προ μιας ερειπωμένης οικίας, κάτω από τα χαλάσματα της οποίας ευρίσκονται ακόμη θαμμένοι οι ομαδικώς εκτελεσθέντες-36 εις τον Γερακάριν, 20 εις το Καρδάκι, 30 εις Βρύσες, 30 εις το Άνω Μέρος… Επί των ερειπωμένων και ημικαύστων τοίχων εκάστης οικίας και επί των πέριξ λίθων διακρίνονται άφθονα ακόμη τα ίχνη του αίματος των μαρτύρων. Χαμηλά δε, εις το κέντρο της οικίας, υπό τας υπό την ανατίναξιν συσσωρευθείσας πέτρας, τα γυμνά οστά των. Η γενική πέριξ καταστροφή και ερήμωσις συμπληρώνει την εικόνα της φρίκης…» Αναλυτικά για κάθε μαρτυρικό χωριό του Αμαρίου αναφέρεται στην έκθεση :
1.Άνω Μέρος: «… Από τυχαίον πυροβολισμόν Γερμανού στρατιώτου κατά την κύκλωσιν, προϊδεασθέντες τινές κατώρθωσαν να διαφύγουν. Οι υπόλοιποι κάτοικοι, βιαίως υπό την απειλήν των περιστρόφων ανεγερθέντες εκ της κλίνης των ωδηγήθησαν, χωρίς να τους επιτραπή να ενδυθούν εις το σχολείον.. Καθ’ οδόν οι Γερμανοί εφόνευον όλα τα ζώα που συνήντων, αγελάδας, σκύλους, χοίρους κ.τ.λ. Εξετέλεσαν 30 άνδρας ομαδικώς, άλλους δε 8 γέροντας και γραίας, μη δυνηθέντας ν’ αποχωρήσουν μετά του άλλου άμαχου πληθυσμού, μ.α. την Εργινούσαν Μαθιουδάκην 103 ετ., τον Γ. Λεμονάκην 86 ετ., την σύζυγόν του Ευαγγελίαν 80 ετ., την Αμαλίαν Παπουτσάκην 75 ετ., και τον Εμμ. Κατσαντώνην 75 ετ., του οποίου οι δυο υιοί Γεώργιος και Στυλιανός και ο επί θυγατρί γαμβρός Διον. Χανδράκης εξετελέσθησαν συγχρόνως. Ο δε τρίτος υιός Αντώνιος είχε φονευθεί υπό των αλεξιπτωτιστών το 1941. Καταστραφείσαι οικίαι  172(ολική καταστροφή). Η εκκλησία του χωρίου ουχί μόνον κατεστράφη αλλά και εβεβηλώθη μεταβληθείσα εις τόπον σφαγής ζώων, απορριφθέντων εκεί των εντοσθίων και των κεφαλών χοίρων, προβάτων κ.τ.λ. Η εικών της Παναγίας εις ην ήτο αφιερωμένος ο ναός, ευρέθη απογυμνωμένη από τα χρυσά και αργυρά αφιερώματα της και αποπατημένη…»
2.Βρύσες: «… Το χωρίον εκυκλώθη και αυτό από βαθείας πρωίας. Οι Γερμανοί εισελθόντες διέταξαν γενικήν συγκέντρωσιν των κατοίκων. Εκ των νεωτέρων ανδρών εξετελέσθησαν 30, 8 δε ακόμη απεστάλησαν εις το Καρδάκι προς συμπλήρωσιν, μεταξύ των οποίων ο ιερεύς του χωρίου Συμεών Δρετουλάκης. Οι λοιποί εφυλακίσθησαν εις το Ρέθυμνον. Τα γυναικόπαιδα και οι γέροντες, δερόμενοι και προπηλακιζόμενοι ωδηγήθησαν εις το χ. Μέρωνας, οπόθεν διεσκορπίσθησαν εις άλλα γειτονικά χωρία. Η λεηλασία των Βρυσών διήρκεσεν 8 ημέρας. Μετά ταύτα κατεστράφησαν αι οικίαι των 77 εν όλω…»
3.Γερακάρι: «… Την 22/8 ηκολούθησεν η φοβερά τραγωδία των χωρίων του Αμαρίου Γερακάρι, Γουργούθοι, Καρδάκι, Βρύσες, Άνω Μέρος, Σμιλές, Δρυγιές, ως και του νοτιώτερον κειμένου Κρύα Βρύση. Την πρωίαν της ημέρας αυτής τα χωρία του Αμαρίου ευρέθησαν κυκλωμένα υπό γερμανικών αποσπασμάτων, ενώ οι άνδρες όλοι ανυποψίαστοι εκοιμώντο εντός των οικιών των. Εισελθόντες εις τον Γερακάρι οι Γερμανοί συνεκέντρωσαν όλους τους κατοίκους εις την οικίαν του Ν. Τζωτζάκη. Δυο νέοι ο Εμμ. Γ. Γιαννακουδάκης και ο Ευστρ. Εμμ. Στρατιδάκης, επιχειρήσαντες να δραπετεύσουν, εφονεύθησαν επί τόπου προ των άλλων συγχωριανών των. Επειδή αι γυναίκες εθρήνουν, οι Γερμανοί έστρεψαν εναντίον των τα πολυβόλα και τας διέταξαν να σιωπήσουν επί ποινή αμέσου τυφεκισμού… Τέλος, αφού εξεχώρισαν τους γέροντας, υποχρεωθέντας ν’ ακολουθήσουν τας γυναίκας, εκράτησαν 36 άνδρας προς εκτέλεσιν, τους δε λοιπούς, 75 περίπου μετά 50 παρθένων, ωδήγησαν εις το Ρέθυμνον όπου τους εφυλάκισαν επί τρεις περίπου εβδομάδας… Μετά τον φόνον των 36, έρριψαν βενζίνην και έκαυσαν την οικίαν μετά των πτωμάτων. Επηκολούθησε γενική λεηλασία επί 8 ημέρας 13 αυτοκίνητα μετέφερον την λείαν, ενδύματα, κλινοσκεπάσματα, κεραμίδια, ζώα κ.τ.π. Μετά την λεηλασίαν εκάστη οικία εκαίετο και ανατινάσσετο δια δυναμίτιδος. Το σχολείον ανετινάχθη επίσης εκ θεμελίων, ομοίως αι 4 εκκλησίαι του χωρίου και αι 4 κρήναι. Εκ των 117 οικιών του Γερακάρι δεν απέμεινε ούτε μια ορθή. Της εκκλησίας της Παναγίας τα ερείπια οι Γερμανοί εφρόντισαν να τα μεταβάλουν εις κοπρώνα… Εν συνόλω το χωρίον αριθμεί 53 τυφεκισθέντας, συμπεριλαμβανομένων και των εις Γουργούθων εκτελεσθέντων, ως και των εν Καρδάκι προς συμπλήρωσιν του ορισθέντος αριθμού θυμάτων…»
4.Γουργούθοι: «… Εξετελέσθησαν 4, εξ ων οι δυο ξενοχωριανοί, εις το Καρδάκι προς συμπλήρωσιν του αριθμού των εκεί ορισθέντων. Οικίαι 17, καταστραφείσαι όλαι η εκκλησία εσώθη εκ συμπτώσεως».
5.Καρδάκι: «Όλαι αι οικίαι κατεστράφησαν και μόνον η εκκλησία εσώθη, διότι έκειτο κάπως απόμερα και διέφυγεν την προσοχήν των Γερμανών. Ο συνοικισμός αυτός αποτελούμενος από 13 οικίας ηρίθμει 9 μόνον άνδρας, εξ ων επρόφθσαν και εδραπέτευσαν 3. Οι Γερμανοί όμως είχον ορίσει 20 να εκτελέσουν εντός αυτού δια τούτο εις τους έξι συλληφθέντας Καρδακιανούς προσετέθησαν 14 εκ των πέριξ χωρίων Γερακάρις, Γουργούθοι και Βρύσες, οίτινες και εξετελέσθησαν καθ’ ον τρόπον και οι του Γερακάρι…»
6.Σμιλές: «… Ο συνοικισμός εξ 11 κατοικιών καταστραφεισών. Εξετελέσθησαν 3 άνδρες, εξ ων ο εις ο Ιω. Βαρούχας, ήτο πατήρ 7…»
7.Δρυγιές: «… Καταστραφείσαι οικίαι 30(ολική καταστροφή). Εκτελεσμένος κανείς, διότι οι κάτοικοι, ειδοποιηθέντες εγκαίρως περί των εις τα άλλα χωρία συμβαινόντων, εξεκένωσαν τελείως το χωρίον…»
8.Κρύα Βρύση: «…Την ιδίαν ημέραν, 22/8/44, και με την ιδίαν πρόφασιν της εκείθεν διελεύσεως του στρατηγού Κράιπε απαγαγόντος ανταρτικού αποσπάσματος, κατεστράφη και η νοτιώτερον των χωρίων του Αμαρίου κειμένη Κρύα Βρύση. Οι κάτοικοί της εξετοπίσθησαν όλοι εις άλλα χωρία, πλην 30 εκτελεσθέντων. Ο τόπος του θανάτου τούτων παραμένει άγνωστος. Οι κάτοικοι, όταν μετά την αναχώρησιν των Γερμανών κατόρθωσαν να επιστρέψουν, ανεύρον κάτωθεν των ερειπίων ενός οικίσκου παρά τον ναόν του χωρίου κειμένου, οστά καμένα και σάρκας και ενδύματα. Φαίνεται ότι ο οικίσκος αυτός υπήρξεν ο τόπος μαρτυρίου. Συγχρόνως αγνοείται η τύχη άλλων 5, οίτινες είχον κρυφθεί εντός των οικιών των ελπίζοντας να διαλάθουν. Εις τους εκτελεσθέντας συγκαταριθμούνται οι 3 αδελφοί Εμμ., Ευάγγ. Και Κων. Πετρακάκης. Η λεηλασία και η πυρπόλησις του χωρίου διήρκεσεν 8 ημέρας. Όσαι οικίαι ήσαι κατασκευασμέναι από μπετόν, ανετινάχθησαν δια δυναμίτιδος. Σύνολο οικιών καταστραφεισών 113…»
Κατά μια άλλη άποψη, το γεγονός της καταστροφής των χωριών του Κέντρους, δεν σχετίζεται με την απαγωγή του Κράϊπε, αλλά κυρίως στη δυναμική αντίσταση των Αμαριωτών κατά των καταχτητών, στην τροφοδοσία των ανταρτών και στην άρνηση παροχής βοήθειας στο στρατό κατοχής και για να καμφθεί το ηθικό των αντιστασιακών ομάδων, προκειμένου να γίνει ομαλά και χωρίς απώλειες, η επικείμενη αποχώρηση των Γερμανικών στρατευμάτων από την Κρήτη. Δεν γίνανε πιστευτοί από όλους ότι, τα αντίποινα γίνανε εξ αιτίας της διέλευσης του Κράϊπε από τα Αμαριώτικα χωριά, αλλά γίνανε για να μην ενοχληθεί, από το αντάρτικο των χωριών, η σύμπτυξή τους προς τα Χανιά, την οποία κρατούσανε μυστική. Την άποψη αυτή ενισχύει και το γεγονός ότι δεν καταστραφήκανε τα χωριά Νίθαυρη – Αγία Παρασκευή – Άγιος Ιωάννης, χωριό του Ζωϊδαντώνη, από τα οποία πέρασε ο απαχθείς Γερμανός Στρατηγός καθώς και ο Φουρφουράς χωριό του Τυρογιώργη, Πατσός, Φωτεινού, Βιλανδρέδο, Ροδάκινο. Αντίθετα την ίδια μέρα καταστράφηκε η Κρύα Βρύση, που δεν είχε καμιά συμμετοχή στην απαγωγή Κράϊπε. Προσωπικά θεωρώ ιδιαίτερα τιμητικό να αποδίδεται η καταστροφή των Αμαριώτικων χωριών στην γενναιότητα και αντιστασιακή δράση των κατοίκων, παρά στην απαγωγή Κράϊπε. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η απαγωγή δικαίως έχει καταγραφεί ως μια από τις πλέον τολμηρές επιχειρήσεις του αντιστασιακού αγώνα κατά των Γερμανών. Για το λόγο αυτό πιστεύω ότι πρέπει να γίνεται κάθε φορά ειδική αναφορά, στους 11 Κρήτες πρωταγωνιστές και όπως έχω προτείνει και στο παρελθόν, να αποδοθεί κάποτε ξεχωριστή τιμή στον καθένα, τουλάχιστον από τη γενέτειρά τους. Είναι βέβαια γνωστό ότι, στην διαδρομή και φυγάδευση του Κράϊπε βοηθήσανε, με κάθε τρόπο και μέσο, άλλοι περισσότερο κι άλλοι λιγότερο, πάρα πολλοί Κρήτες, οι οποίοι είναι δύσκολο να αναφερθούνε.
Ιδιαίτερα σημαντικές και πλέον αξιόπιστες πρέπει να θεωρούνται οι πληροφορίες που καταγράφονται στο Βιβλίο – Ημερολόγιο του Γουϊλιαμ Στάνλεϊ Μος (Μπίλι) 1921-1965, Άγγλου Λοχαγού, Υπαρχηγού της ομάδας των απαγωγέων, με τίτλο : «Κακό φεγγαραντάμωμα», του οποίου απαγορεύτηκε κατ’ αρχήν η έκδοση το έτος 1945 από το Υπουργείο Πολέμου της Αγγλίας, εκδόθηκε όμως κανονικά το έτος 1950 και επανεκδόθηκε στα Ελληνικά το Φεβρουάριο του 2016 από την κόρη του Γκαμπριέλα, τις οποίες αξίζει να επισημάνομε : Στις σελίδες 12-15 αναφέρονται τα εξής : «Στην Κρήτη κυκλοφορεί το αστείο ότι από τους 600.000 κατοίκους οι 599.999 ισχυρίζονται ότι συμμετείχαν (εννοείται στην απαγωγή Κράϊπε). Ο Πάντι (Λη Φέρμορ) δεν καταφέρνει να μετριάσει το αίσθημα ευφορίας που προκαλεί αυτή η ιστορία. Η διαχρονική γοητεία της οφείλεται σε έναν εκπληκτικό συνδυασμό θάρρους και αποκοτιάς και στο γεγονός ότι στόχος της επιχείρησης-κάτι ίσως μοναδικό-δεν ήταν κανενός είδους καταστροφή, αλλά απλούστατα, με τη συνεργασία τεράστιου μέρους του αδάμαστου τοπικού πληθυσμού, να τη φέρουν στους τρομερούς Γερμανούς κλέβοντας τον στρατηγό τους. Σύμφωνα με τα λόγια του Μ.Ρ.Ντ.Φουτ, μελετητή της βρετανικής στρατιωτικής ιστορίας, μια ανατριχίλα ανησυχίας πρέπει να διαπέρασε την Ανώτατη Γερμανική Διοίκηση. Ήταν υπέροχη ιδέα. Υπήρχε όμως μια πολύ σοβαρή πλευρά σε όλη αυτή την ιστορία, τα αντίποινα των ναζί προς τον πληθυσμό της Κρήτης το καλοκαίρι του 1944, τέσσερις μήνες περίπου μετά την απαγωγή. Υπήρξαν κάποιοι που είχαν προβλέψει τέτοιου είδους αντίποινα (όπως ο Σουίτ Έσκοτ). Υπήρξαν κι εκείνοι που αργότερα δήλωσαν ότι η επιτυχία της επιχείρησης συνοδευόταν από πολύ βαρύ τίμημα. Πολλά χωριά στην περιοχή του Αμαρίου, καθώς και το μεγαλύτερο χωριό της περιοχής, τα Ανώγεια, ανατινάχτηκαν, κάηκαν και καταστράφηκαν ολοσχερώς, ενώ πολλοί άνθρωποι τουφεκίστηκαν μαζικά με αποκρουστική βαναυσότητα. Ο στρατηγός Μιούλερ, «ο σφαγέας της Κρήτης», εκτελέστηκε στην Αθήνα το 1947 γι αυτά και για άλλα εγκλήματα πολέμου. Ο Μιούλερ αφού είχε αναλάβει και πάλι τη διοίκηση του νησιού τον Ιούλιο του 1944, έπειτα από απουσία έξι μηνών, εξέδωσε διαταγή για την καταστροφή των Ανωγείων.(δεν καταχωρείται για οικονομία χρόνου) Υπάρχουν άλλοι, του Πάντι (Λη Φέρμορ) συμπεριλαμβανομένου (παρόλο που σε όλη του τη ζωή βασανιζόταν από αμφιβολίες), που επιμένουν ότι τα αντίποινα δεν συνδέονταν με την απαγωγή και αναζητούν την αιτία σε άλλους λόγους : κυρίως στην επικείμενη κατάρρευση των ναζί και κατ’ επέκταση τη στρατηγική ανάγκη του Μιούλερ να αποκλείσει την πιθανότητα επιθέσεων στα στρατεύματά του που θα υποχωρούσαν. Το πέτυχε αυτό τσακίζοντας όλα τα κέντρα αντίστασης στο νησί με την «τακτική της καμένης γης» και με αυτόν τον τρόπο οι απλοί γερμανοί στρατιώτες γίνονταν συμμέτοχοι σε εγκλήματα πολέμου, πράγμα που έκανε αδύνατο γι αυτούς να παραδοθούν ή να λιποτακτήσουν. Ένας άλλος παράγοντας που προκάλεσε τα αντίποινα πιστεύετε πως ήταν οι επιθέσεις των κομμουνιστών (ΕΛΑΣ) εναντίων γερμανικών στρατώνων και φυλακίων τον Μάϊο, μια κυνική στρατηγική σχεδιασμένη για να προκαλέσει βίαιη αντίδραση. Επιπλέον υπάρχει η άποψη ότι επιστρέφοντας, με διάθεση εκδίκησης, ο Μιούλερ αντέστρεψε απολύτως την επιεική στάση που είχαν κρατήσει ως τότε οι Γερμανοί σε σχέση με την αναίμακτη απαγωγή του Κράϊπε. Και υπάρχουν κι εκείνοι-οι περισσότεροι ίσως, ειδικά στην Κρήτη-που κρατούν στάση φιλοσοφική, στωϊκή και δηλώνουν ότι στο κάτω κάτω γινόταν πόλεμος. Ναι, η απαγωγή ήταν ένας παράγοντας, ένας από τους πολλούς πίσω από τα αντίποινα, που είχαν αποτελέσει αδυσώπητο χαρακτηριστικό της κατοχής από την αρχή της.»
Ο Άγγλος Ταγματάρχης Πάτρικ Λη Φέρμορ, σε ομιλία του (22-8-1946) δηλαδή δύο χρόνια μετά την καταστροφή είχε πει μεταξύ των άλλων: «Κάτι άλλο περισσότερο και απ’ τα βουνά είναι εκείνο που κράτησε απάτητο τ’ Αμάρι: Ήταν το κουράγιο και η ψυχή των Αμαριωτών, η εσωτερική τους ενότητα κι η οργάνωσή τους, η αυτοπειθαρχία τους, η γενναιότητά τους και η αποφασιστικότητά τους. Αυτά το έκαναν από την αρχή ως το τέλος της κατοχής να σταθεί το προπύργιο και το καταφύγιο για όλους μας, όσοι πήραμε μέρος στην Αντίσταση εναντίον των Γερμανών. Το Αμάρι στάθηκε το πραγματικό κατάλυμα συμμάχων στρατιωτών που κρυβόταν στα χωριά ή τα βουνά ή στις στάνες του Αμαριού, τρεφόταν από τους χωρικούς, ντυνόταν απ’ αυτούς κι είχαν όλες τις περιποιήσεις σαν ν’ αποτελούσαν μέλη γενναίων οικογενειών και διακινδύνευαν τη ζωή τους και τα χωριά τους να τους βοηθήσουν. Οι Βρετανοί αξιωματικοί έστησαν τα λημέρια τους και τους ασυρμάτους τους, στις σπηλιές του Κέντρους και του Ψηλορείτη, με τη βοήθεια και τη φιλική συνεργασία όλης της επαρχίας. Δεν μπορούμε να μη θυμηθούμε πολλά απ’ τα χωριά με νοσταλγία κι ευγνωμοσύνη, τη Νίθαυρη, τη Σάτα, τον Πλάτανο, τον Αϊ Γιάννη, την Αγία Παρασκευή, το Χορδάκι, το Φουρφουρά, την Πατσό, τις Καρίνες, την Παντάνασσα και τόσα άλλα. Το Άνω Μέρος, τις Δρυγιές, τις Βρύσες, τους Γουργούθους, το Σμιλέ, το Γερακάρι, το Καρδάκι και την Κρύα Βρύση, που στο τέλος πλήρωσαν με τη σφαγή και την καταστροφή. Αν και οι Γερμανοί ήξεραν ότι το Αμάρι ήταν η καρδιά της αντιστάσεως και της αντιγερμανικής δράσεως, δεν κατόρθωσαν ν’ ανακαλύψουν παρά τις επανειλημμένες επιδρομές, τις φυλακίσεις, τα μαρτύρια και τις εκτελέσεις, ούτε ένα ενοχοποιητικό στοιχείο. Οι Αμαριώτες είναι ένα μεγαλοπρεπές παράδειγμα της Κρητικής ράτσας. Οι τάφοι των, θα στέκουν μνημεία αιώνια της γενναιότητας, του πατριωτισμού και της αυτοθυσίας της γενναίας επαρχίας».
Ο γνωστός Άγγλος Ταγματάρχης Πάτρικ Λη Φέρμορ που σχεδίασε, οργάνωσε και εκτέλεσε μαζί με άλλους 12 το τολμηρότερο εγχείρημα του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, την θρυλική απαγωγή του Γερμανού Στρατηγού ΚΡΑΪΠΕ είπε επίσης σε μια ομιλία του το 1981 στην Κρήτη: «Οι ζωές μας εξαρτώνταν από την καλοσύνη και την τόλμη των βοσκών, ανάμεσα στους οποίους ζούσαμε, των χωρικών και των ιερέων, των δασκάλων και των απλών οικογενειών. Ντυμένοι με στιβάνια, κρητικό καπότο και κρουσσωτό κεφαλομάντηλο, προσπαθήσαμε να γίνουμε Κρητικοί και σχεδόν το κατορθώσαμε. Οι ιδέες αλλάζουν, οι άνθρωποι πεθαίνουν και με τον καιρό όλα τα μνημεία χάνουν την αξία τους, αλλά ίσως κάτι αδιάφθορο θα επιζεί: Το πνεύμα που ενέπνευσε τους κατοίκους αυτού του νησιού. Κάτι ακαθόριστο, ευγενές και πηγαίο, κάτι λαμπερό και καθάριο, σαν τον αέρα και το φως, που λάμπει στα βουνά της Κρήτης».

Με αφορμή αυτό το ιστορικό γεγονός ο αείμνηστος πνευματικός, στοχαστής και δάσκαλος Μανούσος Μπικάκης, από τη Νίθαυρη Αμαρίου, εμπνεύστηκε και έγραψε το παρακάτω τραγούδι – ρίμα. Είναι μια ιστορική ρίμα, η οποία αναφέρεται στη θρυλική απαγωγή του Γερμανού Στρατηγού Φον Κράϊπε και στο πέρασμά του από τη Νίθαυρη. Την τραγουδούσανε σε μια ιδιαίτερη μελωδία, κυρίως γυναίκες του χωριού, σε κοινωνικές εκδηλώσεις, η οποία σύντομα μαθεύτηκε και σε κοντινά χωριά της Αμπαδιάς. Οι αναφερόμενοι στον 5ο και 6ο στίχο του τραγουδιού ήτανε Αμαριώτες και συγκεκριμένα : ο Αντώνιος Ζωϊδάκης (Ζωϊδαντώνης) από τον Άγιο Ιωάννη Αμαρίου και ο Γεώργιος Τυράκης (Τυρογιώργης) από τον Φουρφουρά Αμαρίου.
«Στσ’ εικοσιέξε (26) τ’ Απριλιού μια δροσερή βραδούλα,
τον Κράϊπε εκλέψανε σαν νά ’τανε νυφούλα.
Μέσα στ’ αμάξι του ’τανε μ’ ένα του ιπποκόμο,
Άγγλοι κι αντάρτες τον βουτούν στων Αρχανώ(ν) το δρόμο.
Ο ένας είν’ ο Φιλεντέμ με τον Ζωϊδαντώνη
κι ο Τυρογιώργης πήδησε κοντά τους και σιμώνει.
Κι ένα αμάξι έρχεται κι αμέσως ξεσβουριάρουν,
τα ταχυβόλα πρότειναν πάνω τους να μοντάρουν.
Γερμανικά φωνιάζανε τ’ αμάξι σταματάνε
και μ’ ένα δυό πηδήματα τον Κράϊπε αρπάνε.
Τον Κράϊπε φιμώσανε και το σοφέρ χτυπούνε,
μέσα στ’ αμάξι μπαίνουνε και Άγγλοι τ’ οδηγούνε.
Ολοταχώς σαν αστραπή και σαν πουλιά πετούνε,
μέσα ’πό το Ηράκλειο οι ήρωες περνούνε.
Σκοποί και τα περίπολα στέκουν και χαιρετούνε,
οι Άγγλοι μέσα απ’ την καρδιά χαίρουνται και γελούνε.
Φτάνοντας στο Γενί Καβέ στα όρη ανεβαίνουν
και στα λημέρια ανταρτών εκεί τους επηγαίνουν.
Πετρακογιώργης ’ποδοχή διατάζει να του κάνουν,
αντάρτες όλοι ολοταχώς τα δυνατά τους βάνουν.
Ο Κράϊπερ εθαύμασε την τόση πειθαρχία, οι αντάρτες των εδήλωσε έχουν μεγάλη αξία.
Απόκειδά εφύγανε πήγαν σ’ ένα μιτάτο
τση Νίθαυρης, στο Καλικά, εις την Κορφή από κάτω.
Πάλι ο Καρουζόκωστας καλά τα καταφέρνει, φλουμάρια και γαλακτερά πολλά τωνε προσφέρνει. Ετρώγανε και πίνανε και γάλα και μυζήθρα και ό,τι άλλο η όρεξη των ανταρτών εζήτα».
Και το παρακάτω τραγούδι είναι μια ρίμα ιστορική, την οποία σύμφωνα με διασταυρωμένες πληροφορίες, εμπνεύστηκε και έγραψε ο Μιχαήλ Εμμ. Κατσαντώνης με το παρατσούκλι (Σφηνιάς), από το Άνω Μέρος Αμαρίου. Αναφέρεται, στην καταστροφή των 8 μαρτυρικών χωριών του Κέντρους, που έγινε στις 22 Αυγούστου 1944, αλλά και άλλων ηρωϊκών χωριών, από τα Γερμανικά στρατεύματα κατοχής. Γράφτηκε ύστερα από έντονη συναισθηματική φόρτιση, εξαιτίας της θανάτωσης προσφιλών του προσώπων (πατέρα και δύο αδέλφια), αλλά και όλων των θανατωθέντων συγχωριανών του. Απαγγέλθηκε από τον ίδιο κατά την τέλεση του πρώτου μνημόσυνου, των εκτελεσθέντων συγχωριανών του Ανωμεριανών και συγκλόνισε όλους τους παρευρισκόμενους. Είναι ένας πραγματικός θρήνος, που εκφράζει την ολοκληρωτική καταστροφή των χωριών και την θανάτωση 164 αθώων ψυχών. Η ρίμα αυτή διαδόθηκε, από στόμα σε στόμα, μαθεύτηκε σε σύντομο χρόνο σε όλα σχεδόν τα Αμαριώτικα χωριά και την διηγούνταν οι γεροντότεροι σε διάφορες παρέες ή και μεμονωμένα, εκφράζοντας την θλίψη τους, για τα αθώα θύματα και την οργή τους, για τα αποτρόπαια εγκλήματα των απρόσκλητων καταχτητών.
Το Κέντρος έχει καταχνιά, το Κέντρος είν’ στα μαύρα,
γιατί δεν έχει μπλιο χωριά, μόνο του Χάρου λαύρα. Γύρου τριγύρου στο βουνό οχτώ χωριά χαθήκαν, σαράντα νιοι κάθε χωριού σφαγτήκαν και καήκαν. Εις το Σαράντα τέσσερα, τσ’ εικοσιδυό τ’ Αυγούστου την Τρίτη το ξημέρωμα γίνη το πράμα τούτο :
« Απόβραδίς στσ’ εικοσιμιά κλαίνε τα νυχτοπούλια,
τ’ αστέρια θαμπωθήκανε και διασκορπίστ’ η Πούλια.
Και τα σκυλιά ουρλιάζανε κι ανατριχίλα πιάνει,
μα πάλι απ’ όλα τα χωριά κιανείς δεν κακοβάνει.
Ανύποπτα πρωί – πρωί βρίχνουνται κυκλωμένα
από βαρβάρους Γερμανούς, θεριά αγκριγεμένα.
Ορμούνε μέσα στα χωριά σαν πεινασμένοι λύκοι,
ετρέμανε τα έμψυχα, ετρέμανε κι οι τοίχοι.
‘Αλλοι μαζώνουν πράματα να κλέψουν και να φάνε
κι άλλοι τσ’ αθρώπους σπρώχνανε εις το σκολειό να πάνε.
Απής τους εμαζώξανε διαλέγουνε και κλειούνε
σαράντα νιους κάθε χωριού κι ευθύς τους εχτελούνε.»
Δεν κελαηδούν’ μπλιο τα πουλιά, δεν τραγουδούν’ τ’ αηδόνια,
δεν έρχουνται τση άνοιξης όμορφα χελιδόνια,
Να βρουν’ τα σπίθια τα έμορφα, τ’ αρχοντοκαμωμένα,
να μπουν’ να χτίσουν’ τσι φωλιές ως ήταν μαθημένα.
Δε γίνουνται ξεφάντωσες, γλέντια, μηδέ παρέα, από γερόντους σεβαστούς, μουδ’ από νεολαία.
Μόνο κοράκια κάθουνται, πουλιά καταραμένα,
στα σκοτεινά ερείπια τα ολοματωμένα.
Κάθε διαβάτης που περνά φοβάται να περάσει
από τσι δρόμους του χωριού, μην τύχει και χαλάσει.
τοίχος ψηλός που κρέμεται μαύρος, ξεχασκισμένος,
να βρει κι αυτός να ματωθεί ως είναι μαθημένος.
από τσι μπόμπες των εχθρώ κι από τσι δυναμίτες,
απού σκεπάζουν’ τα κορμιά, τσι δοξασμένους Κρήτες.
Κι απαρηγόρητα περνά ο ξένος άλλο δρόμο
κι ομπρός κι οπίσω του κοιτά με φόβο και με τρόμο.
Κιαμιά καρδιά δε σκέφτεται μηδέ και δε λυπάται,
άμα δε δουν’ τα μάθια του και τότε συλλογάται.
Να δει μέσ’ στα ερείπια μανάδες να θρηνούνε
κι άλλους να ξεσκαλίζουνε τίποτα για να βρούνε,
τα τρόφιμα που ξέρανε πως είχανε στα σπίθια
και μόνο στάχτη βρίχνουνε και δέρνουνε τα στήθια.
Ξένε διαβάτη πού ‘τυχεν’ ο δρόμος να σε βγάλει
εις τ’ ‘Ανω Μέρος τ’ όμορφο, μην τύχει κι έρθεις πάλι.
Γιατί δε θά ‘βρεις μπλιο χαρά μουδέ φιλοξενία,
μόνο τσι αναστεναγμούς κι άφθονη δυστυχία.
Προχώρησε και μη σταθείς Βρύσες και Γερακάρη,
γιατί κι αυτά τα κάψανε, δεν έμεινε δοκάρι.
Δεν είναι μπλιο σαν τά ‘ξερες, χωριά καμαρωμένα
με τα κρυγιά τωνε νερά, κεράσα γινωμένα.
Κλαίει το Κέντρος και θρηνεί, σ’ ανατολή και δύση,
για το χαμό τση Κοξαρές, Σαχτούρια, Κρύα Βρύση.
Κι από το κλάημα το πολύ κι από τα μοιρολόγια,
ο Ψηλορείτης τ’ απαντά και δείχνει του τ’ Ανώγεια.
«Κι αυτά τ’ Ανώγεια τα όμορφα, που τά ‘χα για καμάρι,
πού ‘ν’ τα Βοριζοκάμαρα, Λοχριά, Μαγαρικάρι;
Τώρα μονάχα η ερημιά κι η νέκρα τα πλακώνει, δεν κράζει μπλιο ο πετεινός, δεν κελαηδεί τ’ αηδόνι.
Μα πάλι κάνω υπομονή και στέκομαι καρτέρι, να πάρομε εκδίκηση με το δικό μας χέρι.
Τση Κρήτης τ’ Άγια χώματα, τα αιματοβαμμένα,
αφήκανε παραγγελιά, χώρια εις τον καθένα :
« Ανάθεμα στον Κρητικό κι ώστε να ζει να τό χει,
όπου κι αν δει το Γερμανό και δεν τονέ σκοτώσει! »
Ένα άλλο ποίημα του Μανόλη Μαρκάκη, με ημερομηνία 25 Μαρτίου 1983 αναφέρεται στους απαγωγείς του Κράϊπε
Αν θέλετε ονόματα τα γράφω ένα ένα
κι οι δεκατρείς’ταν ήρωες σαν του Εικοσιένα.
Ήταν Λη Φέρμορ, Στάνλεϋ Μος, Τυράκης, Πατεράκης,
ο Καπετάν Ζωγραφιστός και ο Αθανασάκης.
Ακόμα είν’ Ακουμιανός, Κόμης,, Τζατζάς, Χναράκης,,
Παπαλεωνίδας, Σαβιολής κι Αντώνης Ζωιδάκης.

Και άλλο ένα ποίημα από το διαδίκτυο, αγνώστου στιχουργού, αναφέρεται στους 13 συνολικά απαγωγείς του Κράϊπε με τίτλο :
Κείνοι που πρωτοστάτησαν
«-Κείνοι που πρωτοστάτησαν ήτανε θαρραλέοι,
κι απού τση Κρήτης τσι βλαστούς οι πιο σεμνοί κι ωραίοι.
Κι αν θέτε και ονόματα ευθύς να σας τα πούμε,
όλοι να τους γνωρίζουμε κι όλοι να τους τιμούμε.
Δύο Άγγλοι επικεφαλής: Λη Φέρμορ Ταγματάρχης,
κι ο λοχαγός Σταάνλεϋ Μος, άξιος πολεμάρχης,
Κι απ’ τους γενναίους Κρητικούς, απ’ την περιοχή μας,
είν’ ο Παυλής Ζωγραφιστός κι η δράση του τιμή μας.
Ηρωϊκά αγωνίστηκε, τ’ αδέρφια του ομάδι
της Κρήτης ήταν καύχημα και του χωριού καμάρι.
Είν’ ο Στρατής ο Σαβιολής από τσι Πάνω Αρχάνες,
που δε λογάριασε ποτέ των τουφεκιώ τσι κάνες.
Ειν’ ο Δημήτρης ο Τζατζάς τση Πισκοπής βλαστάρι,
κι Ακουμιανάκης Μιχαήλ, μεγάλο παλικάρι.
Είναι από τσι Ποταμιές ο Νικολής ο Κόμης,
κι απού το Θραψανό βαστά, Χναράκης ο Γρηγόρης.
Ηλίας ο άλλος λέγεται, και το επώνυμό του,
Αθανασάκης ήρωας στον τόπο το δικό του.
Παπαλεωνίδας Αντώνιος, άλλος πολύ γενναίος,
κι ο Πατεράκης Εμμανουήλ περίσσια θαρραλέος.
Άλλος τσ’ ομάδας άξιος Αντώνης Ζωϊδάκης,
κι ατρόμητος και ξακουστός ο Γιώργης ο Τυράκης.
Όλοι ετούτοι κόπιασαν η απαγωγή να γίνει,
και μπήκαν μ’ αυταπάρνηση στ’ αγώνα το καμίνι.
Αγάπησαν την Κρήτη μας, μα και τη Λευτεριά της,
για κείνη αγωνίστηκαν τα άξια παιδιά της.
Για όλους της Αντίστασης χρωστούμε ευγνωμοσύνη
που πάλαιψαν και φέρανε Ελευθερία και Ειρήνη!…»

Και δεν θα μπορούσε η στιχουργική πένα μου να μην αποτυπώσει τα αποτρόπαια αυτά εγκλήματα, που διαπραχθήκανε στις 22 Αυγούστου του 1944, από τους Ναζί, στα χωριά του Κέντρους : Γερακάρι, Γουργούθοι, Καρδάκι, Βρύσες, Σμιλές, Δρυγιές, Άνω Μέρος και Κρύα Βρύση. Εκτελέσεις, λεηλασίες και ολοκαυτώματα, ενάντια στο δικαίωμα των κατοίκων να ζούνε λεύτεροι. Αυτά τα τραγικά γεγονότα με εμπνεύσανε, να γράψω τους παρακάτω στίχους, τους οποίους μελοποίησε η κόρη μου Εμμανουέλα Φωτάκη.

Τίτλος του τραγουδιού : Θρήνος στα «Καμένα χωριά» του Κέντρους.
Συντελεστές
Στίχοι : Σταύρος Φωτάκης
Σύνθεση : Εμμανουέλα Φωτάκη
Τραγούδι : Εμμανουέλα Φωτάκη
Τραγούδι : Στέλλα Μπούτου
Φλογέρα : Νικηφόρος Βολανάκης
(Χαμπιόλι)
Λαούτο : Αιμίλιος Βολανάκης

Οι στίχοι:
Εις το σαράντατέσσερα, στσ’ εικοσιδυό τ’ Αυγούστου,
στο Κέντρος θρήνος ’γράφτηκε με τσ’ ήρωες νεκρούς του.
Βουνό τση Κρήτης ιερό το Κέντρος αντρειωμένο
ήτονε πάντα ’λεύτερο, ποτές του σκλαβωμένο.
Πρίχου τση μέρας να φανεί το πλιά λαμπρόν αστέρι,
οχτώ χωριά ξυπνήσανε μ’ ένα κακό χαμπέρι.
Εφτά χωριά Αμαριώτικα κι ένα τ’ Άϊ Βασίλη
δίχως ζωή τ’ αφήκανε, Γερμαναράδες σκύλοι.
Άντρες και γυναικόπαιδα, σωστοί νοικοκυραίοι,
είχαν αντισταθεί γερά γιατί ’σανε γενναίοι.
Μ’ απρόσκλητοι καταχτητές τσοι ’πιάσα μάνι-μάνι,
σε τοίχ’ ομπρός τσοι ’στέσανε στου τουφεκιού τη γ- κάνη.
Στο χώμα ’σωριαστήκανε με των οχτρώ το βόλι,
το αίμα ντως επότισε του Κέντρους το περβόλι.
Το ν-τόπο τω μ-προγόνω ντως αιματοποτισμένο,
«φεύγου» και τον αφήνουνε άδειο, μα δοξασμένο.
Εγκληματίες Γερμανοί είχανε βρει το ν-τρόπο
χαλάσματα και συφορές ν’ αφήσουνε στο ν-τόπο.
Σπίθια κι αυλές αδειάσανε κι αρχίξα και τα ’καίγα,
να μη ξανακατοικηθού γιατί κι αυτά τως ’φταίγα.
Στα σοκαμένα τα χωριά, ως και τα κεραμίδια,
άθος απογενήκανε, καπνός κι αποκαϊδια.
Δε γ-κελαηδούνε μπλιό πουλιά στσι Κεντριανές κορφάδες,
γιατί τα ξεσπιτώσανε του Χίτλερη φονιάδες.
Δεν έχουνε μουδέ λαλιά μουδέ φωλιά να μπούνε
τα μαύρα ’βάλανε κι αυτά γι αυτό δε γ-κελαηδούνε.
Η Σάμιτος δακρυρροεί, το Κέντρος ανταριάζει
κι ο Ψηλορείτης θύματα μετρά και σκοτεινιάζει
Τα σύννεφα ’μαυρίσανε, τη Κρήτην εσκεπάσα,
των αντρειωμένων οι ψυχές στον ουρανόν εφτάσα.
«Ω !!! μαύρη μέρα θλιβερή, ήλιε σκοτεινιασμένε
τα μάθια μας για το κακό παντοτινά θα κλαίνε.»
Σύνδεσμος βίντεο: https://youtu.be/47t74ur2Ki0
Αιωνία η μνήμη όλων των ηρωικών θυμάτων, που πληρώσανε με το τίμιο αίμα τους το δικαίωμά τους να ζούνε ’λεύτεροι.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα