Κύριε διευθυντά,
η ιστορική συγκυρία της δημιουργίας του ελληνικού κράτους και η αναγκαιότητα θεμελίωσης εθνικής εκκλησίας και καλλιέργειας ελληνο-χριστίανικής συνείδησης που οδήγησε, κατά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους, στην υιοθέτηση του θρησκευτικού όρκου από το κράτος, σήμερα δύο αιώνες μετά, δεν υφίσταται πλέον. Εξάλλου, οι αληθινοί χριστιανοί δεν επιτρέπεται να ορκίζονται, ιερείς και επίσκοποι δίνουν μόνο διαβεβαίωση κατά την ανάληψη των καθηκόντων τoυς.
Η ισχύουσα «νομοθεσία» παρέχει τη δυνατότητα στους Έλληνες Χριστιανούς Ορθοδόξους -αν θέλουν- να μη δίνουν θρησκευτικό όρκο στα δικαστήρια ή στις υπηρεσίες, όπως και σε όσους δηλώνουν ότι δεν πιστεύουν σε καμία θρησκεία (άθεοι). Η αποκάλυψη όμως της θρησκευτικής ταυτότητας θεωρείται για το ευρωπαϊκό δικαστήριο παραβίαση της θρησκευτικής ελευθερίας του ατόμου.
Ο πολιτικός όρκος δίνεται από όσους: α) δεν πιστεύουν σε καμιά θρησκεία, β) πιστεύουν σε θρησκεία που απαγορεύει τον όρκο και γ) δεν .θέλουν να φανερώσουν το θρησκευτικό τους φρόνημα ανεξάρτητα από το περιεχόμενό του.
Η Εκκλησία
«Η κατάργηση του θρησκευτικού όρκου δεν δημιουργεί πρόβλημα στην Εκκλησία», έχει διαμηνύσει ο αρχιεπίσκοπος κ. Ιερώνυμος σε συνέντευξη που έχει παραχωρήσει στην “Καθημερινή” της Κυριακής.
«Αντιθέτως, είναι συνέπεια της διδασκαλίας της, σύμφωνα με την οποία το ναι πρέπει να είναι ναι και το όχι, όχι», λέει ο κ. Ιερώνυμος, απαντώντας στο ερώτημα αν η Εκκλησία πρέπει να επανεξετάσει το θέμα του θρησκευτικού όρκου που δίνουν πολιτικοί και κρατικοί λειτουργοί»
Ο όρκος αποτελεί παλαιότατο φαινόμενο του κοινονικού βίου και προϋποθέτει την πίστη στη θεοκρισία, δηλαδή στο ότι ο Θεός ή κάποια άλλη ανώτερη δύναμη επεμβαίνει στα πράγματα του κόσμου και των ανθρώπων, για να αποκαταστήσει την αλήθεια ή τη δικαιοσύνη και να τιμωρήσει το ψεύδος ή την αδικία. Ο όρκος προϋποθέτει τη θρησκευτική πίστη, γι’ αυτό στον άθρησκο δεν έχει νόημα. Μέσα όμως στο πλαίσιο της ανεξιθρησκίας και της ελευθερίας της συνείδησης, έχει εισαχθεί και ο λεγόμενος “πολιτικός όρκος”. Αυτός γίνεται με επίκληση της τιμής και της συνείδησης του ορκιζόμενου και έχει σε περιπτώσεις ψευδορκίας ή επιορκίας τις ίδιες νομικές συνέπειες με το θρησκευτικό όρκο.
Την απόλυτη απαγόρευση του όρκου διδάσκουν ομόφωνα οι Πατέρες της Εκκλησίας. Ο Μ. Βασίλειος επισημαίνει ότι ο όρκος απαγορεύθηκε μια για πάντα. Στο ερώτημα, πώς μπορεί κάποιος να πείθει τους άλλους, όταν αποφεύγει τον όρκο, ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος απαντά: με το λόγο και τη συμπεριφορά που θα πιστοποιεί το λόγο του. Η επιορκία, όπως και η ψευδορκία, είναι άρνηση του Θεού, Αυτή όμως προϋποθέτει τον όρκο, γιατί δεν μπορεί κάποιος να αθετήσει όρκο που δεν έδωσε. Παράλληλα βέβαια, αυτός που δεν ορκίζεται δεν πρέπει να απαιτεί όρκο από τους άλλους. Εξάλλου ο ιερός Χρυσόστομος παρατηρεί ότι ο όρκος στο Ευαγγέλιο που απαγορεύει τον όρκο αποτελεί ύβρη και καθαρή παραφροσύνη. Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς απορρίπτει επίσης τελείως τη χρήση του όρκου. Σε όσους δεσμεύτηκαν με όρκο προτείνει να τηρήσουν πιστά τις υποσχέσεις τους, αν αυτές είναι σύμφωνες με το θέλημα του Θεού, αλλά και να ζητήσουν ταυτόχρονα το έλεος του Θεού, γιατί ακόμα σε περίπτωση ευορκίας δεν παύουν να είναι παραβάτες της εντολής του.
Η χρήση λοιπόν του όρκου στην καθημερινή ζωή αποτελεί καταστρατήγηση της ρητής εντολής του Χριστού «εγώ δε λέγω υμίν μην όμοσαι όλως», (εγώ όμως σας λέω να μην ορκιστείτε καθόλου). Το παράδοξο μάλιστα είναι ότι ο όρκος σήμερα χρησιμοποιείτε επίσημα και στην εκκλησιαστική δικαιοσύνη.
Την ορκοδοσία δεν την επέβαλε η Εκκλησία αλλά το «ανορθόδοξο» νεοσύστατο ελληνικό κράτος την εποχή της βαυαροκρατίας, δηλαδή επί βασιλείας του ρωμαιοκαθολικού Οθωνος και αντιβασιλείας του προτεστάντου Μάουρερ», αναφέρει ο εκπαιδευτικός κ. Χάρης Ανδρεόπουλος, γενικός γραμματέας της Ένωσης Θεολόγων Λάρισας, ο οποίος ανήκει στους υποστηρικτές της κατάργησης του θρησκευτικού όρκου. «Στόχος του νεοσύστατου κράτους ήταν να «αξιοποιήσει» τη θρησκευτική συνείδηση των διαδίκων, των μαρτύρων και εν γένει των διοικουμένων για τους δικούς του σκοπούς», σημειώνει ο κ. Ανδρεόπουλος. Ο καθηγητής Κοινώνιολογίας του Χριστιανισμού Γ. Μαντζαρίδης, στο βιβλίο του «Χριστιανική Ηθική» (εκδ. Πουρναρα, 1995) σημειώνει πως εξαιτίας των επιδιώξεων της βαυαροκρατίας προκλήθηκε η έντονη διαμάχη ανάμεσα στους ιερείς Κωνσταντίνο Οικονόμο εξ Οικονόμων και τον Θεόκλητο Φαρμακίδη. Ο Οικονόμος υποστήριξε ότι οι χριστιανοί δεν πρέπει να ορκίζονται, ενώ ο Φαρμακίδης θεώρησε τον όρκο επιτρεπτό, ιδίως όταν επιβάλλεται από την πολιτεία. Σε εγκύκλιο σημείωμα που εξέδωσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο το 1849 «Προς τους απανταχού Ορθοδόξους» και υπογράφεται και από τους Πατριάρχες Αλεξανδρείας, Αντιόχειας και Ιεροσολύμων στηλιτεύεται η θέση του Φαρμακίδη ότι η χριστιανική πίστη δεν απαγορεύει τον όρκο Με την συνέντευξή του στην «Κ» ο Αρχιεπίσκοπος ανέδειξε τη θεολογική διάσταση του θέματος με αποτέλεσμα να διαλύσει τη σύγχυση και τους μύθους», τονίζει ο κ. Ανδρεόπουλος.
Ενώ όμως από θεολογική άποψη ο όρκος είναι απαράδεκτος, στο πλαίσιο της κοινωνικής ζωής υποστηρίζονται αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις. Άλλοι δέχονται τη χρησιμότητα και την αναγκαιότητά του για την εξεύρεση της αλήθειας ή για την ηθική δέσμευση του ανθρώπου σε κάποιον σκοπό, ενώ άλλοι αποδοκιμάζουν τη χρήση του. είτε για λόγους ελευθερίας της συνείδησης είτε για λόγους ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Όταν ο άνθρωπος δε θέλει για θρησκευτικούς ή άλλους λόγους να ορκιστεί, η επιβολή του όρκου δεν αποτελεί μόνο απαράδεκτη παραβίαση της ελευθερίας της συνείδησής του αλλά και θεσμοποιημένη προσβολή.
Άλλωστε, η χρησιμότητα του όρκου για την εξεύρεση της αλήθειας είναι πολύ αμφισβητήσιμη. Σχετικά ο ιερός Χρυσόστομος λέει: «Αν πιστεύεις ότι ο άνθρωπος είναι, φιλαλήθης, μην τον εξαναγκάσεις να ορκιστεί* αν πάλι γνωρίζεις ότι ψεύδεται, μην τον αναγκάσεις να επιορκήσει». Ο φιλαλήθης λέει την αλήθεια ακόμα και όταν δεν πιεστεί με τον όρκο, ενώ ο ψευδολόγος δε διστάζει να καταφύγει στο ψεύδος και ενόρκως, οπότε προσθέτει στην ψευδολογία του και την ψευδορκία ή την επιορκία.
Δεν μπορεί να μην επισημανθεί η παράλειψη της εκκλησιαστικής αρχής να τακτοποιήσει το θέμα Η απλή δήλωσή της ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία απαγορεύει τον όρκο Θα ήταν αρκετή για την κατάργηση της επιβολής του. Αλλά από τις 16-9-2001 ορίζεται όχι ο μάρτυρας που οφείλει να ορκισθεί, ερωτάται αν προτιμά να δώσει θρησκευτικό ή πολιτικό όρκο, χωρίς να δηλώσει το θρήσκευμά του. Έτσι και ο Ορθόδοξος Χριστιανός μπορεί να δηλώσει «στην τιμή και στη συνείδησή του» την αλήθεια της κατάθεσής του.
-Το 1998 το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) με την υπ’ αριθμ 2601 απόφαση του, έκρινε νόμιμο το δικαίωμα να αρνηθεί να ορκισθεί εκείνος που επικαλείται κώλυμα για λόγους θρησκευτικής συνείδησης. Με την απόφαση δικαιώθηκε απόφοιτος του Τμήματος Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών ο οποίος προσέφυγε κατά της πράξεως του προέδρου του τμήματος που επέβαλλε υποχρεωτικά θρησκευτικό όρκο.
Το 2005 το στρατοδικείο Θεσσαλονικής δικαίωσε αξιωματικό ο οποίος είχε αρνηθεί να δώσει θρησκευτικό όρκο, προκειμένου να αναλάβει τα καθήκοντα του ως στρατοδίκης, δηλώνοντας ότι του το απαγορεύει το ορθόδοξο δόγμα που πιστεύει. Το δικαστήριο δέχθηκε να δώσει διαβεβαίωση, επικαλούμενος την τιμή και την συνείδησή του.
Σπύρος Δαράκης πρόεδρος μαρτυρικής ΜΑΛΑΘΥΡΟΥ
Πρώην Δήμαρχος Μηθύμνης και μέλος του Δ.Σ.
του Δικτύου Μαρτυρικών πόλεων και χωριών της Ελλάδος περιόδου 40΄- 45΄
(ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑΤΑ)
Πηγές
Γεωργίος Ι. Μαντζαρίδης, Ομότιμος Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ
Χριστιανική Ηθική, εκδ. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 486-92
Εφημερίδα Καθημερινή από δηλώσεις Ιεραρχών