Κρέμασε τη γραβάτα του στον λαιμό του πορτατίφ. Σκόρπισε τα ρούχα του στον διάδρομο και μπήκε προσεκτικά στη γεμάτη μπανιέρα. Σα βυθιζόταν, ξεχείλιζαν τα νερά, πλημμύριζε το πάτωμα.
Κρύωνε.
Εβαλε το τζιν του χωρίς ζώνη και πήγε στο δωμάτιο με την βιβλιοθήκη. Βρήκε τον φάκελο με τα συμβόλαια και γύρισε στο μπάνιο. Τα σκόρπισε στο πάτωμα, να μαζέψουν τα νερά, να μην γλιστρήσει κανείς…
Ντύθηκε ζεστά και πήρε την έτοιμη από καιρό βαλίτσα.
Πήρε με το κινητό του για ένα ταξί, το έκλεισε και το σφήνωσε στο πόδι της πολυθρόνας που δεν πατούσε καλά. Τη δοκίμασε. Δεν κουνούσε πια.
– Στον Πειραιά; Πού ακριβώς;
– Στο λιμάνι..
– Ταξιδάκι;
Δεν απάντησε ο Μανιός.
Γέλασε ο ταξιτζής. Τόσα αγώγια φαίνεται πως τους έχει μάθει όλους απ’ έξω κι ανακατωτά. Παρατηρούσε τον νέο επιβάτη που καθόταν στο πίσω κάθισμα και του χαμογελούσε συνεχώς με έναν ειρωνικό τόνο κάτι που έκανε το Μανιό να νιώθει άβολα. Στο τέλος τον ανάγκασε να μην κοιτάζει μπροστά. Κοίταζε μονάχα τη βροχή στο τζάμι της πόρτας που όλο και δυνάμωνε.
Δεκαπέντε ευρώ…
Δίνει τα χρήματα και βγαίνει έξω.
Έπιασε το μέτωπό του λες και έλεγχε μήπως είχε πυρετό.
Βούρκωσε.
Όπως και τις άλλες φορές, βρίσκεται ξανά έξω από το σπίτι του.
Μαθημένος όπως ήταν, κατέβασε το κεφάλι του, σήκωσε την βαλίτσα και ξεκλείδωσε την εξώπορτα. Μπήκε στο σπίτι και πριν κάτσει στην πολυθρόνα έβγαλε από το πόδι το κινητό με την σπασμένη οθόνη. Ανοιξε τον ηλεκτρονικό υπολογιστή να βρει που είχε το χαμηλότερο κόστος για να το επισκευάσει. Κρέμασε τα συμβόλαια να στεγνώσουν και συμμάζεψε το σπίτι από τα πεταμένα ρούχα..
Είδε όμορφα μέρη στα ντοκιμαντέρ της συνδρομητικής του τηλεόρασης εκείνο το βράδυ πριν γείρει ν’ αποκοιμηθεί.