Το τραπεζικό σύστημα αποτελεί την καρδιά της οικονομίας μιας χώρας. Συμβάλλει στην ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας και την αύξηση της απασχόλησης με τη χρηματοδότηση δυναμικών κλάδων της οικονομίας και καινοτόμων επενδυτικών πρωτοβουλιών καθώς οι τράπεζες εξασφαλίζουν τη φύλαξη των χρημάτων των καταθετών και παράλληλα χρηματοδοτούν τους επενδυτές.
Το σύστημα αυτό αποτελείται από την κεντρική τράπεζα και τις εμπορικές τράπεζες ή σε κάποιες περιπτώσεις και επενδυτικές τράπεζες.
Η Κεντρική τράπεζα είναι ο συντονιστής των εγχώριων τραπεζών όσον αφορά τη γενική πολιτική τους και έχει τη δυνατότητα να ελέγχει τις εμπορικές τράπεζες επηρεάζοντας την προσφορά του χρήματος με την αυξομείωση των επιτοκίων. Οι εμπορικές τράπεζες είναι υποχρεωμένες να κρατούν ένα ποσοστό των καταθέσεων σε ρευστά διαθέσιμα που καθορίζεται από την κεντρική τράπεζα και δανείζουν το υπόλοιπό τους.
Οταν τα δάνεια υπερβαίνουν τις καταθέσεις σε συνδυασμό με την οικονομική αβεβαιότητα, τότε ο καταθέτης άρει την εμπιστοσύνη του στις τράπεζες. Η δε επιβολή της τραπεζικής αργίας και η εφαρμογή ελέγχου κεφαλαίων (capital controls) όπως συνέβη τον Ιούνιο του 2015 επιδεινώνει ακόμα περισσότερο τη σχέση εμπιστοσύνης των καταθετών. Στις 26 Ιουνίου του 2015 τα ταμειακά διαθέσιμα όλων των εμπορικών τραπεζών της χώρας ήταν μόλις 300 εκατομμύρια ευρώ, ενώ οι καταθέσεις παρά το κύμα αναλήψεων που είχε προηγηθεί, υπερέβαιναν τα 160 δισ. ευρώ.
Μετά την είσοδο της χώρας στην Ευρωζώνη, οι τράπεζες όπως και το κράτος μπορούσαν να δανείζετε εύκολα υψηλά ποσά από τις αγορές και με πολύ χαμηλό επιτόκιο (Χανιώτικα νέα, “Η μεγάλη ευκαιρία της Ελλάδας, που έγινε κατάρα!”, 22/5/2015). Καθώς το ΑΕΠ της χώρας, αυξανόταν με δανεικά χρήματα συνεχώς από το 2000 και μετά, οι τράπεζες χορήγησαν δάνεια σε επίπεδο υψηλότερο ακόμα και από τα ποσά των καταθέσεων που διατηρούσαν στα καταστήματα τους (σχήμα 1). Τα κριτήρια δανειοδότησης φυσικών και νομικών προσώπων είχαν γίνει ιδιαίτερα ελαστικά με αποτέλεσμα να χρηματοδοτούνται επιχειρήσεις και ιδιώτες χαμηλής εξασφάλισης, αυξάνοντας τον πιστωτικό κίνδυνο της τράπεζας η οποία με τη σειρά της μπορούσε εύκολα να δανειστεί από τράπεζες του εξωτερικού και να καλύψει την οποιαδήποτε ανάγκη.
(Διάγραμμα 1)
Τα στοιχεία του διαγράμματος 1, αφορούν το σύνολο των καταθέσεων και ρέπος σε εγχώρια τραπεζικά καταστήματα και τη συνολική χρηματοδότηση εγχώριου ιδιωτικού τομέα και της γενικής κυβέρνησης, όπως τα έχει δημοσιεύσει η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ).
Τον Δεκέμβριο του 2010, οι τράπεζες είχαν χορηγήσει συνολικά 336 δισ. ευρώ σε δάνεια, δηλαδή 56 δισ. ευρώ περισσότερα από τις καταθέσεις που είχαν στα ταμεία τους. Ενώ τον Δεκέμβριο του 2015 και μετά τη συνεχόμενη διαρροή καταθέσεων που είχε προηγηθεί, το ποσό των χορηγήσεων ήταν 82 δισ. ευρώ περισσότερα από τις καταθέσεις που είχαν στα ταμεία τους οι τράπεζες. Για να καταλάβουμε το μέγεθος του υπερβολικά υψηλού ποσού των χορηγήσεων το συγκρίνουμε με το ετήσιο ΑΕΠ της χώρας, στο διάγραμμα 2. Από το έτος 2007 οι χορηγήσεις των ελληνικών τραπεζών σε ιδιώτες και προς το κράτος ξεπερνούσαν το ετήσιο ΑΕΠ της χώρας και ειδικά για το 2010, το συνολικό ποσό δανείων που είχαν προσφέρει οι τράπεζες προσέγγιζαν περίπου 1,5 φορά το ΑΕΠ εκείνης της χρονιάς. Έτσι μπορεί να εξηγηθεί ο πακτωλός χρημάτων που κυκλοφορούσε στην αγορά, δημιουργώντας μία ψευδαίσθηση ευμάρειας και οικονομικής ανάπτυξης η οποία δεν προήλθε από αύξηση της παραγωγής και αύξηση των εξαγωγών, αλλά κυρίως από αύξηση της κατανάλωσης με δανεικά χρήματα.
(Διάγραμμα 2)
Αν αναλογιστούμε τη διαδρομή που ακολουθεί το δανειακό χρήμα, μπορούμε να καταλάβουμε το μέγεθος της καταστροφής της Ελληνικής Οικονομίας. Εκτός από τους ιδιώτες, οι τράπεζες δάνειζαν τεράστια ποσά και στις κυβερνήσεις.
Οι τράπεζες είχαν γίνει βασικοί χρηματοδότες της εκάστοτε κυβέρνησης η οποία δανειζόταν χρήματα χωρίς αναπτυξιακό πρόγραμμα αλλά για να καλύψει το ετήσιο έλλειμμα του προϋπολογισμού ή για να ικανοποιήσει δεσμεύσεις παροχών σε συγκεκριμένες πελατειακές ομάδες.
Σύμφωνα με την πρόσφατη μελέτη Γιαννίτση, το 83,6% του κρατικού δανεισμού της περιόδου 2000-2009 χρησιμοποιήθηκε για την κάλυψη των ελλειμάτων του ασφαλιστικού συστήματος.
Το ύψος του δανεισμού της γενικής κυβέρνησης μόνο από εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα τον Δεκέμβριο του 2010 ανέρχεται σε 78 δισ. ευρώ. Το Ελληνικό κράτος δεν αποδείχτηκε καλός “πελάτης” για τις ελληνικές τράπεζες, όπου εκτός της δέσμευσης σημαντικής ρευστότητας των τραπεζών σε κρατικά ομόλογα και δάνεια, τελικά αυτά δέχτηκαν υψηλές απομειώσεις, από τον Αύγουστο του 2011 έως τον Απρίλιο του 2012, συνολικής αξίας 28 δισ. ευρώ.
Δυστυχώς, τόσο τα χρήματα που δανείστηκαν οι καταναλωτές όσο και τα χρήματα που δανειζόταν το κράτος, δεν διατέθηκαν σε επενδύσεις που θα μπορούσαν να είχαν αυξήσει μόνιμα και σταθερά το ΑΕΠ. Αλλά αντιθέτως καταναλώθηκαν σε εισαγόμενα προϊόντα (δηλαδή δημιούργησαν ανάπτυξη και θέσεις εργασίας στις χώρες από τις οποίες κάναμε εισαγωγές).
Το δε κράτος στηριζόμενο στα δάνεια, αύξησε τα σταθερά του έξοδα 135% από το 2000 έως το 2009. Αυτά τα υπερβολικά σταθερά έξοδα του κράτους που σήμερα υπερβαίνουν το 50% του ΑΕΠ, δεν μπορούν να καλυφθούν πλέον από δάνεια, με αποτέλεσμα να υπερφορολογούνται οι πολίτες.
Ετσι προκύπτει η πραγματική εικόνα της οικονομίας: το κράτος έχει δαπάνες υψηλότερες από τα έσοδά του και δεν μπορεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του (και επιπλέον χρωστάει πάνω από 320 δισ.), οι τράπεζες έχουν χορηγήσει υψηλότερα δάνεια από τις καταθέσεις με αποτέλεσμα οι ιδιώτες να έχουν δανειστεί χρηματικά ποσά πολλαπλάσια του εισοδήματος τους εκ των οποίων μεγάλο μέρος αδυνατεί να αποπληρώσει.
Το αποτέλεσμα είναι ότι οι καταθέτες έχασαν την εμπιστοσύνη του στις τράπεζες και στους πολιτικούς. Για να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών πρέπει να λυθεί το θέμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων το οποίο θα επιφέρει την απαραίτητη ρευστότητα προς την οικονομία αλλά και να διευθετηθεί το ασφαλιστικό του οποίο είναι η βασική αιτία της υπερχρέωσης της χώρας.