Τρίτη, 20 Αυγούστου, 2024

Η αποσπερίδα

Περάσαμε το μέσο του φθινοπώρου και οδεύουμε ολοταχώς προς τον χειμώνα! Οι καιρικές συνθήκες της εποχής τότε μας ανάγκαζαν να καθόμαστε πολλές βραδιές μέσα και να προσπαθούμε να βρούμε τρόπο να περάσουμε πιο ευχάριστα τις πολλές βραδινές ώρες.
Ενας τρόπος ήταν να πάμε στη γειτονιά και να αποσπερίσουμε. Στα χωριά η αποσπερίδα γινόταν περίπου ως εξής: Ο καιρός συνήθως ήταν βροχερός (Δεκέμβρης, Γενάρης, Φλεβάρης).
Οταν έβρεχε πολύ ή έκανε πολύ κρύο (νεροβόρι ή ξεροβόρι) και δεν μπορούσαμε να πάμε ούτε στις ελιές ούτε σε άλλη δουλειά, αυτό συνέβαινε πολλές φορές και απελπιζόμασταν να καθόμαστε μέσα με το μούντισμα ρίχναμε ένα επανωφόρι γρήγορα στην πλάτη και πετιόμασταν στην καμινάδα της γειτονιάς για να πυρωθούμε και να περάσουμε όσο πιο ευχάριστα γινότανε τη βραδιά μας.
Γινόμασταν μια καλή και κεφάτη παρέα. Ερχονταν αρκετές μαζώχτρες της γειτονιάς, που οι περισσότερες ήτανε από ορεινά χωριά της περιοχής, που εκεί οι ελιές είναι λιγοστές, για να πάρουν το λάδι της χρονιάς, για την οικογένειά τους. Μαζευόταν επίσης και οι εργάτες  της φάμπρικας της γειτονιάς που και αυτοί επί το πλείστον ήσαν από ορεινά χωριά και εμείς δύο τρεις οικογένειες με τα παιδιά και αφού η σπιτονοικοκυρά άναβε τη φωτιά στην παλιά καμινάδα, εμείς τα μικρά παιδιά καθόμασταν στα κουσούρια και οι μεγάλοι σε παλιές καθέκλες με το χοντρό βουρλίδι.
Αρχίζανε τις ιστορίες στο παλιό καπνισμένο μαγερειό με το μεσοδόκι, τα δοκάρια και την καμινάδα με την πυρομαχόπλακα που την είχε φέρει ένας κοντοχωριανός από ένα ορεινό χωριό στην πλάτη να μην σπάσει. Ο λαϊνοστάτης με τη στάμνα, το σταμναγκάθι και τον μπρούτζινο μαστραπά στη δική του θήκη δίπλα στη θήκη της λαΐνας.
Η σπιτονοικοκυρά μάς καλωσόριζε και κατόπιν σύμπαινε τη φωτιά με τον μασά που τον δούλευε με τέχνη. Οι κουτσούροι παίρνανε φωτιά για τα καλά και εγώ τότε ξέσερνα από τη θέση μου για να μην καώ. Αυτή η καμινάδα, αν και παλιά και άσχημη (βλέπεις δεν ήταν σύγχρονο τζάκι), δεν εκάπνιζε, ενώ άλλες καμινάδες έτριβες τα μάτια σου απ’ την κάπνα.
Κατόπιν αρχίζανε οι παροιμίες, οι ιστορίες και τα παραμύθια (όπως αν γέννησε η προβατίνα, αν σπείρανε τα κουκιά, το στάρι, το κριθάρι, τις φακές κ.ά.). Ο γείτονας από το κάτω σπίτι που είχε πάει στη Μικρά Ασία μάς έλεγε ιστορίες για τη Σμύρνη, τη μάχη του Σαγγαρίου, για την προέλαση προς την Αγκυρα, τις δυσκολίες στην αλμυρά έρημο και κατόπιν για την υποχώρηση. Ενας άλλος έλεγε ατέλειωτες και ποικίλες ιστορίες, που για να σταματήσει ήταν πολύ δύσκολο.
Ενας νεαρός έπαιζε ένα μικρό μαντολινάκι και όταν η ευγενική και πρόσχαρη νοικοκυρά μάς κερνούσε και κανένα ποτό, συνήθως παραδοσιακή τσικουδιά, ερχόμασταν σε κέφι και αρχίζαμε χορό και τραγούδια μέχρι αργά τη νύχτα. Η παρέα ήταν ευχάριστη, τα θέματα ήταν απλά από την καθημερινότητα της ζωής του χωριού, οι νέοι άκουγαν συμβουλές από τους μεγάλους και η επικοινωνία αυτή ήταν εποικοδομητική, πολλές φορές χρησιμότερη από τη σημερινή των σύγχρονων μέσων που πολλές απομακρύνουν τους ανθρώπους από τα ήθη και έθιμα του τόπου μας.
Την ερχόμενη μέρα το πρωί κατεβαίνω μέχρι τη φάμπρικα, με βλέπει ο εργάτης του πιεστηρίου και μου λέει: «Ευτύχη, μού φαίνεται πως η μάνα σου ζύμωνε χθες, πες της να σου δώσει μισό παύλο ψωμί και φέρε τον εδώ». Πηγαίνω, τον φέρνω του, τον δίδω, τον ανοίγει στη μέση και τον βάζει κάτω από το λάδι που έτρεχε, μου δίδει το μισό εμένα και το άλλο μισό αυτός, το τρώγω και ήταν νοστιμότατο. Το σπίτι αυτό της θείας μου, με το μεσοδόκι και τον λαϊνοστάτη κοντεύει να πέσει λόγω εγκατάλειψης και να ’ταν το μόνο, αλλά και τόσα άλλα. Από την κάτω γειτονιά δεν μένει μόνιμα εκεί κανείς. Λίγοι έρχονται εποχιακά για να μαζέψουν τις ελιές και φεύγουν. Σε μερικά χωριά παίρνουν τα σπίτια ξένοι και τα ανακαινίζουν. Σε εμάς, ευτυχώς, ακόμα δεν έχει γίνει κάτι τέτοιο, αλλά δεν αποκλείεται σύντομα να ακουστεί κι αυτό.

*αξιωματικός ε.α., ιεροψάλτης, αρθρογράφος,  στιχογράφος


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Ειδήσεις

Χρήσιμα