Από τα μέγαρα ή τα γραφεία τους, υπουργοί, βουλευτές, δήμαρχοι και εργολάβοι πίνουν καφέ και, με την αρωγή της αναπαυτικής και ηχομονωτικής πολυθρόνας τους, απολαμβάνουν.
Πώς μια απρόβλεπτη βροχή του Ιούνη μετέτρεψε τους δι’ αυτούς ψηφοδότες και χρυσοφόρους αντίστοιχα δρόμους των ολιγάνθρωπων μεγαλουπόλεων σε ορμητικά ποτάμια.
Τους τρεχάτους ανθρώπους κάποιους σε κύκνους, ορισμένους σε παπιά και άλλους, όπως το ραβδί της Κίρκης τους άμυαλους συντρόφους τού Οδυσσέα, σε λασπολάτρικα γουρούνια! Τ’ αγχωμένα αυτοκίνητα σε φουρτουνόδαρτα ψαροκάικα.
Και τα κορδόνια των παπουτσιών μου αντρικά μουστάκια να μοιάζουν σε γόνδολες άνευ Βενετίας…
Την ίδια ώρα που το ουράνιο τόξο ξεπροβάλλει δειλά – δειλά, ένα μήνυμα στον τοίχο παραμένει, ανέγγιχτο και ακλόνητο, στη θέση του, άσβηστο και θαρραλέο για τον έχοντα της ψυχής ανοιχτούς τους οφθαλμούς: «Σκλάβος είναι όποιος περιμένει κάποιον άλλο να τον ελευθερώσει»…
*Κάθε ομοιότητα με πρόσωπα και πράγματα εντελώς συμπτωματική…