Την επιστροφή του Πολυτεχνείου Κρήτης στον λόφο Καστέλι, αυτή τη φορά με τη μεταφορά εκεί της Σχολής “Αρχιτεκτόνων Μηχανικών” και την παράλληλη προστασία του δημόσιου χώρου, οραματίστηκε και σχεδίασε ένας φοιτητής του ιδρύματος στη διπλωματική του εργασία.
Μια εργασία που στην παρουσίασή της πριν λίγες ημέρες βαθμολογήθηκε “άριστα” κερδίζοντας τα άκρως επαινετικά σχόλια όχι μόνο των καθηγητών της Σχολής, κ. Ασλανίδη, Τζομπανάκη και Προβιδάκη, αλλά και των συμφοιτητών του.
Εξηγώντας μας πώς προέκυψε η ιδέα να ασχοληθεί στη διπλωματική του με αυτό το αντικείμενο, ο Στράτος Καλατζιδάκης από το γειτονικό Ρέθυμνο, επισημαίνει πως «με ενδιέφερε η συνέχεια του δημόσιου χώρου από το χαμηλότερο σημείο του λιμανιού προς τα πιο ψηλά, προς τον λόφο όπου υπάρχουν μοναδικές δυνατότητες ενεργοποίησής του! Αυτή ήταν η αρχική ιδέα να δώσουμε “ζωή” στον λόφο.
Επέλεξα επίσης την αξιοποίηση των κτηρίων για εκπαιδευτική χρήση γιατί τα κτήρια αυτά παραχωρήθηκαν από την Πολιτεία στο Πολυτεχνείο για την εκπαιδευτική διαδικασία και όχι για να εγκαταλειφθούν ή να γίνουν ξενοδοχεία. Ηθελα από την πρώτη στιγμή να διασφαλίσω το δημόσιο χαρακτήρα τους και να μην εκπέσουν σε ιδιωτική χρήση».
Οι προτάσεις του Στράτου Καλατζιδάκη βασίζονται στην επαναφορά της μνήμης, στην ανάδειξη των αρχαιοτήτων του λόφου, στην αποκατάσταση των “ανορθογραφιών” στις κτηριακές υποδομές αλλά και στην εγκατάσταση ενός νέου κτηρίου “εμβόλιμα” στα υπάρχοντα που θα έχει ως βάση την μοντέρνα αρχιτεκτονική με σεβασμό πάντα σε ό,τι προϋπήρχε.
Παρακολουθώντας την παρουσίαση της διπλωματικής ακούσαμε την παρατήρηση των καθηγητών του ότι η αρχιτεκτονική του πρόταση θα έπρεπε να είχε βιώσιμα χαρακτηριστικά και να βασίζεται και σε κάποια οικονομικά στοιχεία. Η απάντηση του διπλωματούχου φοιτητή ήταν ότι «ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός που προτείνω είναι βιώσιμος. Θα μπορούσε κάλλιστα να εφαρμοστεί σταδιακά και σιγά-σιγά με βάση τους πόρους του Πολυτεχνείου. Για αυτό και πιστεύω ότι τα κτήρια του Πολυτεχνείου στον λόφο Καστέλι “σηκώνουν” μια Αρχιτεκτονική Σχολή αφού κατά κόρον οι φοιτητές δεν χρησιμοποιούν πολύ το αυτοκίνητο και η παρουσία τους εξασφαλίζει μια ήπια χρήση των υποδομών».
Τα σχέδια αυτά θίγουν πολλούς. Από εκείνους που θέλουν άρον-άρον να δώσουν την περιουσία του Πολυτεχνείου και ιστορικά κτήρια για να γίνουν ξενοδοχεία, την κατάληψη του κτηρίου της πρώην Μεραρχίας, αλλά και τους κατοίκους που θέλουν την… ησυχία τους και μπορεί να είναι ικανοποιημένοι από την υπάρχουσα κατάσταση.
«Η κεντρική ιδέα της πρότασης μου είναι η διασφάλιση του δημόσιου χώρου με ταυτόχρονο σεβασμό στην ιστορικότητα και του χώρου και του αρχαιολογικού του υπόβαθρου. Η πρόταση δεν αποκλείει να λειτουργούν ξενοδοχεία και σχολές στο λόφο, ενώ και η παρουσία των κατοίκων είναι απαραίτητη καθώς χωρίς αυτούς η περιοχή μετατρέπεται σε “νεκρή ζώνη”. Μπορούμε να συνδυάσουμε εκπαιδευτική δράση στα κτήρια του Πολυτεχνείου, ήπια τουριστική δραστηριότητα και κατοικία σε όλο το λόφο» είναι το σχόλιο του Στράτου.
Η ΠΡΟΤΑΣΗ
Οπως παρατηρεί στην εργασία του ο Στράτος Καλατζιδάκης «επιχειρείται η ανάκτηση ενός μεγάλου ανενεργού τμήματος της παλιάς πόλης των Χανίων, στο βόρειο άκρο του λόφου Καστέλι. Βασικό εργαλείο αποτελεί ο σχεδιασμός υπό το πρίσμα του χρόνου και των κλίσεων του τόπου.
Προτείνεται η σταδιακή εγκατάσταση της Σχολής Αρχιτεκτόνων στον πυρήνα της πόλης ως μια συνθήκη αναγκαία για την επανέναρξη του διαλόγου που θα αφορά στον δημόσιο χώρο του ιστορικού κέντρου.
Η ερευνητική ιδέα της πρότασης είναι μια επεξεργασία του παλίμψηστου επάνω στον λόφο, μέσα από διεργασίες, που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν σε τρεις διακριτές φάσεις δράσεων, με βασικό στόχο να αναδείξουν έναν τρόπο επέμβασης στους διαφορετικούς συντελεστές του ιστορικού τοπίου της πόλης».
Ο ΛΟΦΟΣ ΚΑΣΤΕΛΙ ΣΗΜΕΡΑ
Δίνοντας μια εικόνα του σήμερα ο απόφοιτος εξηγεί πως «τα τελευταία χρόνια αισθητή είναι η απώλεια του δημοσίου χώρου επάνω στον λόφο.
Οι απρόσιτοι δρόμοι εξαιτίας των αυτοκινήτων, τα εγκαταλελειμμένα κτίρια, οι απροσπέλαστοι αρχαιολογικοί χώροι, η κατάληψη Rosa Nera, η περιφραγμένη πλατεία της Μεραρχίας αποτελούν μόνο ένα μέρος του προβλήματος. Η μετατροπή κτηρίων ώστε να στεγαστούν μικρά ξενοδοχεία και κατοικίες διακοπών έχει ουσιαστικά μεταλλάξει τον οικιστικό χαρακτήρα του ιστορικού κέντρου μέσα σε ένα γενικότερο κλίμα «τουριστικής αξιοποίησης» δίχως να υπάρχει μέτρο. Σε αυτό ήρθε να προστεθεί περίπου δύο χρόνια πριν και η απόφαση παραχώρησης (για τον ίδιο σκοπό) των ιστορικών κτηρίων του Πολυτεχνείου Κρήτης, πυροδοτώντας μεγάλο κύκλο συζητήσεων γύρω από τον λόφο».
ΟΙ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ
Στη διπλωματική εργασία περιγράφονται μια σειρά από βήματα σε βάθος χρόνου.
Αυτά αφορούν:
• ΕΠΑΝΑΧΡΗΣΗ: Η εργασία αυτή διαχειρίζεται το κτήριο της 5ης Μεραρχίας ως μια Αρχιτεκτονική Σχολή σε διαρκή αλληλεπίδραση με την πόλη.
Αρχικά, αποκαθίστανται οι φθορές του κτηρίου ενώ στο αίθριο σχεδιάζεται νέος αναρτημένος διάδρομος κίνησης. Ενοποιούνται ανά δύο οι αίθουσες βόρεια και νότια, δημιουργώντας σχεδιαστήρια των 200 και 150 τ.μ. αντίστοιχα, δύο σε κάθε όροφο.
Το παρακείμενο Κέντρο Αρχιτεκτονικής (Κ.Α.Μ.) θα ευνοεί και θα υποστηρίζει το διδακτικό έργο με σεμινάρια, εκθέσεις και παρουσιάσεις. Το κτήριο των παλαιών Φυλακών επαναχρησιμοποιείται ως κτήριο γραφείων των καθηγητών της σχολής. Ενώ στο κτήριο των παλαιών Στρατώνων εγκαθίσταται η Εφορεία Αρχαιοτήτων Χανίων αναζητώντας τα τελευταία χρόνια έναν χώρο σε εγγύτητα με το ιστορικό και αρχαιολογικό υπόβαθρο του λόφου.
• ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ: Προβλέπεται έπειτα η επανέναρξη των αρχαιολογικών ανασκαφών σε όλο τον κεντρικό άξονα της πόλης ακόμα και στο εσωτερικό του κτηρίου της 5ης Μεραρχίας.
Σχεδιάζεται έτσι νέος αρχαιολογικός περίπατος με αφετηρία την πλατεία Αγ. Αικατερίνης. Δημιουργείται μια ελαφριά πλατφόρμα – στέγαση που προστατεύει και καλύπτει τα ήδη καταχωμένα ευρήματα της ανασκαφής αλλά ταυτόχρονα αποτελεί και μια βάση η οποία αποδίδεται στην πόλη ως ένας νέος δημόσιος χώρος.
Τμήματα με πατημένο χώμα υποδηλώνουν την χάραξη του καθολικού καθεδρικού ναού που παλαιότερα δέσποζε στο κέντρο του λόφου. Η κατάβαση στον αρχαιολογικό χώρο γίνεται εκατέρωθεν με ράμπα ή σκάλα μέσα από το μικρό περίπτερο εισόδου που εντάσσεται στον αστικό ιστό.
Σε δεύτερη φάση, η στέγαση προστασίας θα έχει διαμορφωθεί καθ’ ύψος ως αίθουσα διαλέξεων (150 τ.μ.). Στη συνέχεια, η πορεία θα περνά μέσα από το υπόγειο της Μεραρχίας και από εκεί στη βόρεια πλατεία. Στο τελείωμα του περιπάτου, στο ανώτερο υψομετρικά σημείο, προτείνεται ξύλινο στέγαστρο της ανασκαφής των τειχών με υποδομές φιλοξενίας για τον επισκέπτη.
• ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ-ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗ: Στην συνέχεια, με συνεργασία της Αρχιτεκτονικής Σχολής και της Εφορείας Αρχαιοτήτων αποκαθίστανται υφιστάμενα κελύφη με σκοπό την χρήση τους ως εργαστήρια. Τέτοιο παράδειγμα αποτελεί το εργαστήριο Κατασκευών (102 τ.μ.) που εντάσσεται σε κτήριο-ερείπιο επί της οδού Καντανολέων.
Μόνο οι εξωτερικοί τοίχοι του έχουν απομείνει σαν σταθερό σκηνικό ενώ στο εσωτερικό του προσαρμόζεται νέος κτηριακός όγκος σε αποστασιοποίηση. Αντίθετα, τμήμα της επέμβασης στην ενετική μονή αποτελεί το εργαστήριο Ψηφιακών Μέσων (98 τ.μ.) που αναπτύσσεται ανατολικά επί του τείχους.
Εκλαμβάνεται ως μερικά υπόσκαφο και αποτελεί τη φυσική συνέχεια της μετάβασης από την λίθινη σκάλα ορίζοντας την τριγωνική πλατεία Αγίου Τίτου.
Η ανατολική του όψη προς το λιμάνι θα ολοκληρώνει την εικόνα του τείχους χωρίς να το υπερβαίνει σε ύψος. Η νότια πλευρά του τονίζει σε κάτοψη τις εξωτερικές διαστάσεις του ναού της Παναγίας των Θαυμάτων.
Το καθολικό της μονής ολοκληρώνεται από τοιχοποιία που αναπαράγει τη γεωμετρία της ήδη υφιστάμενης στα νότια, καθώς και από νέα διπλή στέγαση.
Θα λειτουργεί ως μικρό αμφιθέατρο για διαλέξεις και συναντήσεις, ως χώρος ημι-υπαίθριος. Από το υπερυψωμένο πλέον ιερό θα μπορεί κανείς να έχει οπτική επαφή προς στην χαμηλή πλατεία Κατεχάκη μέχρι και την άλλη άκρη του λιμανιού ως το Νεώριο Moro.
• Η ΕΝΤΑΞΗ: Καταλήγοντας, επαναπροσδιορίζεται ολόκληρη η κίνηση στον λόφο αποκαλύπτοντας ένα παλαιότερο πέρασμα και στοά στη συνέχεια του μοναστηριού.
Κατά μήκος αυτού εντάσσεται νέο βοηθητικό κτήριο (380 τ.μ.) που θα καταλαμβάνει εν μέρει αδόμητο χώρο. Θα προσαρμόζεται στο εσωτερικό ενός οικοδομικού τετραγώνου όπου συνυπάρχουν κτήρια από διαφορετικές περιόδους λαμβάνοντας από αυτά αφετηρίες χαράξεων και μεγεθών.
Το νέο αυτό κτήριο θα είναι τοποθετημένο έτσι ώστε να συνδέει όλες τις δομές γύρω του και να ορίζει νέους εξωτερικούς χώρους. Στο εσωτερικό του θα φιλοξενηθεί η γραμματεία ενώ στον όροφο η βιβλιοθήκη της Σχολής.
Τα δύο άκρα – όψεις διαμορφώνονται με εσοχές, ως πρόθεση το κτήριο να γίνει αντιληπτό σαν μια παύση του αστικού μετώπου και η είσοδος σε αυτό ως προέκταση του δρόμου.
Οι βοηθητικές λειτουργίες και ο ανελκυστήρας τοποθετούνται στην περίμετρο αφήνοντας το πλάτος του κτηρίου ελεύθερο πέρασμα προς το κέντρο του λόφου.
Από το επίπεδο της εισόδου μέχρι τον κεντρικό-διπλού ύψους χώρο, αναπτύσσεται μια σκάλα και στη συνέχεια μια υπερυψωμένη εξωτερική ράμπα που θα διευκολύνει τους φοιτητές στην είσοδό τους στα σχεδιαστήρια της Μεραρχίας.
Ετσι, με αυτήν την επέμβαση ολοκληρώνεται η κατακόρυφη επικοινωνία μεταξύ των επιπέδων αλλά και ευθυγραμμίζεται η οριζόντια κίνηση. Ως χώρος διέλευσης και συνάντησης θα αποτελεί ένα κτίριο-σημείο αναφοράς της Αρχιτεκτονικής και μέρος μιας νέας ταυτότητας του τόπου».
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Στον επίλογο του ο Στράτος Καλατζιδάκης τονίζει πως «οι παραπάνω διεργασίες θα αποδώσουν μια νέα δυναμική τόσο στο ιστορικό κέντρο της πόλης των Χανίων όσο και στην ίδια την Σχολή Αρχιτεκτόνων αφού θα καταφέρει να αποσπαστεί από την εσωστρέφεια της Πολυτεχνειούπολης και να αποκτήσει και πάλι μία στενή σχέση με το αστικό περιβάλλον.
Η επαναφορά της Αρχιτεκτονικής στην πόλη καθώς και η διαπλοκή της με αυτήν θα προάγει ανεμπόδιστα τη συνέχεια του δημοσίου χώρου από το χαμηλότερο σημείο του ενετικού λιμανιού μέχρι και το ψηλότερο επάνω στον λόφο. Η επαναφορά της Αρχιτεκτονικής εκεί όπου ανήκει, στην πόλη, όχι στις ερημιές».
Η άποψη του ειδικού
Ζητήσαμε το σχόλιο του επιβλέποντα καθηγητή στη διπλωματική κ. Νίκου Σκουτέλη. «Ο Στράτος ήδη μέσα από τα μαθήματα του Αρχιτεκτονικού Σχεδιασμού στο 6ο και στο 7ο εξάμηνο είχε αναπτύξει μια σπάνια ευαισθησία στον εντοπισμό και στην μετεγγραφή των αξιών των υφιστάμενων καταστάσεων και κατασκευών του κάθε τόπου σε νέα απόδοση μέσω του σχεδίου. Στο θέμα που είχε δοθεί στο Ηράκλειο είχε σχεδιάσει με την ομάδα του ένα κέντρο γειτονιάς και κατοικίες στο άδειο μέχρι πέρσι οικόπεδο εντός των τειχών στην Χανιώπορτα, ενώ στο θέμα της κεντρικής πλατείας στο Καστέλι Κισάμου είχε καταφέρει να συμπεριλάβει όλα τα μικρά και αθόρυβα σχήματα του χώρου σε ενιαίο κτήριο και ως φυσική συνέχεια στον δημόσιο χώρο. Εκείνος πρότεινε και τη θεματική του κεντρικού πυρήνα της πόλης των Χανίων, θέμα πολύ δύσκολο λόγω της ποικιλίας των ιστορικών διαστρωματώσεων και λόγω των πράξεων ακρότητας που έχουν επιφέρει δεδομένα χρήσεων και φθοράς, πέραν οποιασδήποτε καλοπροαίρετης διαδικασίας για συνεννόησης σε και κοινή πορεία».
Αναφορικά με την επιλογή της επανάχρησης του λόφου στο Καστέλι ο κ. Σκουτέλης επισημαίνει πως «η επιλογή της χρήσης των κτηρίων για στέγαση εκπαιδευτικών αναγκών της Σχολής μας ήταν ολοκληρωτικά δική του. Ολα αυτά που προτείνονται με βρίσκουν σύμφωνο – επανάχρηση σε κτήρια – νέα περάσματα – διαμορφώσεις – στέγαστρα – αίθουσες διδασκαλίας – και όχι μόνο ως μέσον επαναπροσδιορισμού της μορφής και της λειτουργίας του κεντρικού αυτού πυρήνα της παλιάς πόλης, αλλά παράλληλα ως τον μοναδικό εκείνο τόπο όπου το Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ιδρυμα της πόλης αναδεικνύεται σε καθημερινό πρωταγωνιστή και ειδικά η Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών στον αντιπροσωπευτικότερο εκπρόσωπό του. Μάλιστα στη σημερινή συγκυρία των συναγωνισμών μεταξύ πόλεων και μεταξύ πανεπιστημίων, μια τέτοια, μερική έστω μετεγκατάσταση από την Πολυτεχνειούπολη στο κέντρο, και σε συνδυασμό με το Μεγάλο Αρσενάλι, είναι από μόνη της ικανή να τοποθετήσει τη Σχολή μας στο ίδιο βάθρο με εκείνη του Μετσόβιου Πολυτεχνείου, σε ακτινοβολία και θελκτικότητα, ως βάση για αυξανόμενη εξωστρέφεια και βελτίωση των προσφερόμενων σπουδών».