Η αμφιβολία στις σχέσεις με τους εταίρους και το νεφελώδες τοπίο αναφορικά με την προηγούμενη απόφαση του Eurogroup συνεχίζεται αδιάκοπα, προκαλώντας ασφυξία στην αγορά και στασιμότητα στην επενδυτική δραστηριότητα.
Οι θεαματικές αλλαγές στην οικονομία που έχουν μετατραπεί σε επιμέρους μεταρρυθμίσεις -και αυτές υπό τη διαρκή εποπτεία των δανειστών- δημιουργούν συνεχείς απορίες για το μέλλον της χώρας και τις υποσχόμενες βαθιές καινοτόμες αλλαγές.
Τη στιγμή που το κάθε μέτρο ανακούφισης διαδέχεται η απειλή των Βρυξελλών και του Βερολίνου, την ώρα που κάθε κίνηση προς όφελος των αδύναμων οικονομικά στρωμάτων ερμηνεύεται ως παραβίαση της συμφωνίας, αυτό που γίνεται στην ουσία δεν είναι κάποια θεαματική αλλαγή των δεδομένων παρά απλώς ένα crash test μεταξύ των εμπλεκομένων στο ελληνικό δράμα.
Οι αξιωματούχοι των Βρυξελλών και του Βερολίνου γίνονται οι καθημερινοί κριτές της εθνικής διακυβέρνησης και στην πράξη εφαρμόζεται απλά το δόγμα της λιτότητας, που έχει θέσει σε μεγάλη δοκιμασία ολόκληρη την Ευρώπη. Στο μικροσκόπιο των εταίρων, λοιπόν, κάθε κίνηση της κυβέρνησης, που με τη σειρά της εναρμονίζεται στο τέλος με τις αυστηρές κοινοτικές οδηγίες, αφήνοντας στις επιμέρους συνεντεύξεις των στελεχών της κυβέρνησης τη συγκρουσιακή εμμονή.
Τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή δεν ενδιαφέρει τόσο η εσωκομματική αναταραχή στον ΣΥΡΙΖΑ όσο η τραγική λιτότητα που επιβάλλεται για μια ακόμη φορά. Ο Αλέξης Τσίπρας βέβαια επιμένει ότι γλύτωσε τη χώρα από τα χειρότερα. Το συμφέρον του λαού, κατά την άποψή του, είναι μεγαλύτερο στο ευρώ.
Αν βέβαια ισχύει αυτό και η νηνεμία αποκαθίσταται βήμα – βήμα, έχει καλώς. Αν όμως όλα γίνονται χάριν μιας ασύμμετρης λεκτικής κυριαρχίας και η ουσία βρίσκεται αλλού, τότε μάταιος κόπος.
Γιατί πέραν τούτου υπάρχει και ασύμμετρη απειλή από τη λιτότητα.