Μια περιπλανώμενη νοσταλγία. Νότες από μεταλλικό δάκρυ. Πάνω στις ρυτίδες της σκληροτράχηλης θύμησης. Εικόνες από παλιές αυλές με γιασεμί και γαζία, μέσα στις γλάστρες του τότε, του τώρα, του πάντα. Του μετά. Που επανέρχεται με το αιματοβαμμένο πέπλο, σκοτωμένων απουσιών. Μια επιμένουσα περιπλάνηση μέσα στο κρύο πέρας του χρόνου. Και μετά η ανακούφιση. Η σιγουριά της διάγνωσης. Είπες είναι “αυτό”. Και η συνειδητοποίηση έφερε την κάθαρση. Και επέστρεψε το κρυστάλλινο. Ως μυστικός καταρράκτης. Γεμάτος λογής – λογής ξωτικά και νεράιδες. Κι οι λογισμοί, δροσοσταλίδες. Πάνω στην πάχνη του νιογέννητου τώρα. Ως αυγή στο πρώτο σκίρτημά της. Ως ιερέας σε μυστικό Ασκληπιείο. Που σ’ έβαλε να κοιμηθείς. Για να ονειρευτείς την ίασή σου. Και να είσαι θεραπευμένος όταν ενσυνείδητος πάλι, χαμογελάσεις στην ευχή του ουρανού. Καθώς αυτή θα σου χαϊδεύει την πληγή σου. Τη θύμησή σου. Τη συνειδητοποίηση της μάχης που πέρασε. Της μάχης που έρχεται. Γενειοφόρο σύννεφο με μακριά σγουρή κατάμαυρη γενειάδα, το σκοτάδι που φεύγει. Κι οι ηλιαχτίδες κοιτούν περιπαικτικά και παιχνιδιάρικα τις δικές σου αγωνίες. Γιατί φώτισαν το σκοτάδι σου. Και στέγνωσαν το αίμα της αιώνιας απουσίας. Άλικος Ιβίσκος στις όχθες της Αχερουσίας. Κι ένας Γανυμήδης πόνος, αιώνια νέος λες. Και ύστερα το χάδι της Ασκληπιάδας ώρας. Της Ασκληπιάδας συνειδητοποίησης. Το ιαματικό χάδι. Ενός περιπλανώμενου γητευτή υπόγειων πηγών. Που βλέπει εκεί που οι άλλοι δεν μπορούν. Που αγγίζει αυτό που δεν θ’ άφηνες ν’ αγγιχτεί. Ό,τι πέρασε δε γυρνά. Και αυτό που έρχεται είναι αυτό που εσύ καλείς να ’ρθει.