Τρίτη, 16 Ιουλίου, 2024

Η ασθένεια του κυρίου Αριστείδη

Μία γεροντική αντρική φωνή ασθενούς, από τον διπλανό θάλαμο του νοσοκομείου όπου νοσηλευόταν η γυναίκα μου, ζητούσε απεγνωσμένα βοήθεια. Ήταν η πρώτη ημέρα μετεγχειρητικής νοσηλείας της Σοφίας της γυναίκας μου και της κρατούσα συντροφιά. Η φωνή του γέροντα ωστόσο συνέχιζε.
– Παρακαλώώώ… Παρακαλώ πολύύύύ… Μετά από λίγο πάλι συνέχιζε να φωνάζει, εφευρίσκοντας λέξεις να ανταποκριθεί κάποιος στο αίτημά του.
– Παρακαλώ… Καλώ τον αρμόδιο υπεύθυνο. Κάποιος… Παρακαλώ πολύ…
Ε μετά από αυτό το τελευταίο, λίγο η περιέργεια λίγο το ενδιαφέρον μου, με σήκωσε να πάω να δω αυτόν τον άνθρωπο. Ήταν στον διπλανό θάλαμο, στο πρώτο κρεβάτι μπαίνοντας αριστερά, σε έναν θάλαμο με έξι κρεβάτια, ο οποίος ήταν φωτεινός και άνετος. Πλησίασα το κρεβάτι του γέροντα και κοίταξα την καρτέλα ασθενούς. Αριστείδης Κ…………. Ετών 93!! Ο κύριος Αριστείδης συνέχιζε να ζητάει βοήθεια χωρίς να έχει αντιληφθεί την παρουσία μου. Φαινόταν ότι η όρασή του ήταν περιορισμένη. Τον πλησίασα, του άγγιξα το δεμένο χέρι και του είπα.
– Μπορώ να σας βοηθήσω;
– Ναι, ναι, σε παρακαλώ παιδί μου, πονάω λίγο χαμηλά και θέλω να… αλλά δεν μπορώ… Τα χέρια μου… κάτι…δεν ξέρω…
– Ξέρετε δεν είμαι νοσηλευτής ούτε γιατρός, επισκέπτης είμαι και δεν μπορώ να σας βοηθήσω, αλλά αν θέλετε μπορώ να φωνάξω μια νοσοκόμα.
Όχι, όχι, δεν πονάω τόσο πολύ τώρα.
Σκέφτηκα να τον ρωτήσω άσχετα πράγματα με την ασθένειά του, για να ξεφύγει λίγο από το πρόβλημά του και τον ρώτησα.
– Πώς είναι το όνομά σας;
– Αριστείδης Κ………..
– Τι δουλειά κάνατε;
– Ήμουν πρόεδρος Εφετών.
– ……………..
Άντε να γνωρίσεις ένα πρόεδρο Εφετών, που η μαύρη τήβεννος του δικαστού έχει αντικατασταθεί με το λευκό σεντόνι του νοσοκομείου και της ανημπόριας. Θέλησα να τον ρωτήσω και άλλα διάφορα πράγματα, όπως αν έχει παιδιά και άλλα σχετικά, αλλά συνεχώς άλλαζα γνώμη και τον ρωτούσα πράγματα άσχετα. Σκέφτηκα για λίγο τον Κύριο Αριστείδη, πρόεδρο επάνω στο έδρανο του Προέδρου να δικάζει γεμάτος ζωή και ενέργεια και μπροστά μου έβλεπα έναν ανήμπορο γέροντα που τα γερατειά του είχαν πάρει όλη του τη δόξα. Αν βέβαια βρισκόταν δίπλα του κάποιο από παιδιά και εγγόνια, σίγουρα ένα μέρος από αυτή τη δόξα, την περηφάνια και την αξιοπρέπεια θα επέστρεφε στον κύριο Πρόεδρο. Έκανα και μια αμαρτωλή σκέψη ή αν θέλετε καθαρά… ανθρώπινη, αλλά όχι από τις καλές. Ποιος ξέρει κύριε Πρόεδρε σκέφτηκα, τι αμαρτίες δικαστικές πληρώνεις, λησμονώντας τις δικές μου. Συνέχισα και την επόμενη ημέρα να τον επισκέπτομαι και να συζητώ μαζί του. Ένας ασθενής δίπλα του μου είπε.
– Να είσαι καλά που έρχεσαι και τον ηρεμείς και μπορούμε και κοιμόμαστε λίγο το μεσημέρι. Παρέα θέλει, γιατί δεν καλοβλέπει, βαριακούει κιόλας, αισθάνεται ότι βρίσκεται σε άγνωστο περιβάλλον, έχει φοβίες και νιώθει ανασφάλεια.
– Καλά δεν έχει παιδιά; Δυό μέρες τώρα δεν είδα κάποιον δικό του.
– Πώς, έχει τέσσερις γιους και έξι εγγόνια. Ήρθε ο ένας πρίν από τέσσερις ημέρες όταν έκανε εισαγωγή. Εγχειρίστηκε και από τότε δεν ξαναφάνηκε κανείς.
Μια νοσοκόμα που συναντήθηκα στον διάδρομο και της ανέφερα για τον κύριο Αριστείδη μου είπε τα ίδια.
– Μπά δεν πονάει καθόλου, αν και προληπτικά του δίνουμε apotel. Παρέα θέλει, όταν πηγαίνουμε κοντά του τα ξεχνάει όλα.
– Τα χέρια γιατί του τα δένετε;
– Για την ασφάλειά του. Εχει ορούς, καθετήρα, κάτι να τραβήξει θα του κάνει ζημιά. Εκτός αν έχει άνθρωπο 24 ώρες την ημέρα.
Την επομένη η σύζυγος θα έπαιρνε εξιτήριο και είπα τελευταία να διαθέσω λίγο περισσότερο χρόνο στον κύριο Αριστείδη, μιας και δεν είχε αντίρρηση και η σύζυγος. Αντίθετα, κάθε φορά που πήγαινα με ρωτούσε για τα νέα του. Τον πλησίασα, κάθισα σε μια καρέκλα δίπλα του, του έπιασα το χέρι και τον χαιρέτησα. Μου απάντησε με έναν τρόπο που με συγκίνησε. Ακούστε τι μου είπε
– Καλώς τον καλό μου φίλο τον κύριο… και είπε το όνομά μου!!!Λ ες και είχε ζωντανέψει.
– Πώς πάμε σήμερα αγαπητέ μου; Τον ρώτησα.
– Καλύτερα, αν και δεν είναι τόσο η ασθένεια, αλλά η μοναξιά αγαπητέ μου κύριε. Δεν βλέπω καλά, ώρες ώρες δεν ξέρω που βρίσκομαι…
Δεν θέλησα να αναφερθώ στα παιδιά του γιατί ίσως χειροτέρευα την κατάσταση, αλλά με έβγαλε από τη δύσκολη θέση ο ίδιος όταν άρχισε να μιλάει για τη συγχωρεμένη τη γυναίκα του. Τον άκουγα και δεν τον διέκοπτα καθόλου, αντίθετα τον άφησα να απολαύσει το υπέροχο ταξίδι νοσταλγίας και αναμνήσεων που ξεκίνησε.
– Η γυναίκα μου η Χρυσάνθη αγαπητέ μου, ήταν ένας σπάνιος άνθρωπος. Η ζωή μαζί της αποκτούσε νόημα. Μου χάρισε τέσσερα υπέροχα παιδιά και αυτά μου χάρισαν έξι εγγόνια μέχρι στιγμής. Ο μεγάλος μου είναι δικηγόρος, ο δεύτερος γυναικολόγος και οι δυό πιο μικροί οδοντίατροι. Σας λέω με ευλόγησε ο Θεός και είναι υπέροχα παιδιά. Τώρα όμως χωρίς τη Χρυσάνθη μου, η Ζωή δεν έχει νόημα. Ας είναι, ο Θεός ξέρει καλύτερα, ας μη βαρυγκωμώ.
***
Την επομένη ημέρα, ασχολήθηκα με τις διαδικασίες του εξιτηρίου της κυρά Σοφίας. Περνώντας από τον θάλαμο του κυρίου Αριστείδη, είδα έναν κύριο να κάθεται δίπλα του και πλησίασα. Ήταν ο γιος του ο μεγάλος. Οι ασθενείς του θαλάμου πρόλαβαν να με συστήσουν. «Αυτός είναι ο κύριος που κρατούσε συντροφιά στον πατέρα σας».
– Σας ευχαριστώ πολύ, γνωρίζατε από πριν τον πατέρα μου;
– Όχι, εδώ γνωριστήκαμε και μη φανταστείτε τίποτα σπουδαίο δηλαδή, μια καλημέρα ανταλλάσσαμε.
– Σε κάθε περίπτωση σας ευχαριστώ πάντως. Εμείς σήμερα βγαίνουμε, ήρθα να τον παραλάβω.
– Α μπράβο πολύ χαίρομαι. Κύριε Αριστείδη περαστικά σας και χάρηκα πολύ για τη γνωριμία.
Ο κύριος Αριστείδης έδειξε να μη με άκουσε. Του είχαν λύσει τα χέρια και με το ένα του χέρι κάτι ψαχούλευε στην τσέπη της πιτζάμας του. Ρώτησα τον γιο του αν μένουνε μακριά και μου είπε το εξής.
– Ναι, αρκετά, στον Διόνυσο. Ο πατέρας μας πούλησε την περιουσία του στο χωριό και αγόρασε μια έκταση τεσσάρων στρεμμάτων, στην οποία έχτισε ένα συγκρότημα όπου μένουμε όλοι μαζί. Εκεί θα προσλάβουμε και μια νοσοκόμα να τον φροντίζει και θα είμαστε όλοι μαζί.
Ο κύριος Αριστείδης δεν έδειχνε να συμφωνεί με την κατάσταση και στο μυαλό του είχε άλλο προορισμό. Με το χέρι στην τσέπη της πιτζάμας του έμενε ακίνητος. Τρέξανε οι γιατροί, τρέξανε οι νοσοκόμες αλλά τίποτα. Ο κύριος Αριστείδης είχε ξεκινήσει για άλλο ταξίδι από αυτό που κανόνιζαν οι υπόλοιποι. Μια νοσοκόμα κατάφερε να του βγάλει από την τσέπη το χέρι του στο οποίο κρατούσε μια φωτογραφία. Ο γιος του κοίταξε και είπε «η μητέρα μου!!!» Σιγά μην άφηνε από τα χέρια του την κυρία Χρυσάνθη ο Αριστείδης. Αφού δεν μπορούσε να τη δει, τουλάχιστον ήθελε να την κρατάει. Φαίνεται πως ήταν η μόνη στέρεη αξία σε αυτή τη ζωή που του ενέπνεε εμπιστοσύνη. Ε, είπε να την πάρει μαζί του για να αισθάνεται ασφάλεια.
***
Όσο περηφάνια κι αν νομίζει ότι διαθέτει κάποιος, όσο καλή οικονομική κατάσταση κι αν έχει, καλή κοινωνική θέση και επαγγελματική καταξίωση, αν δεν τιμά τους γονιούς του κονταίνει σαν άνθρωπος, εξαφανίζεται η αξία του. Αν δεν τιμά τους γονιούς του, είναι σαν να πυρπολεί τις ρίζες του. Μέχρι τώρα ο κύριος Αριστείδης υποστήριζε τα παιδιά του, κι ας τον αφήνανε μονάχο. Τώρα που θα λείπει ποιος θα υποστηρίζει την τιμή και την υποληψή τους; Αν δεν τον αφήνανε μονάχο, ακόμα και μετά που θα ΄φευγε, θα έμενε η καλή τους προαίρεση να τους υποστηρίζει. Τώρα;


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα