Πέμπτη, 19 Δεκεμβρίου, 2024

Η άτεκνη και ο ηγούμενος

Είχαν περάσει κιόλας τρία χρόνια από την ημέρα που ενώθηκαν με τα ιερά δεσμά του γάμου, δίνοντας όρκους αιώνιας αγάπης ενώπιον του θεού και των ανθρώπων, ο ένας στον άλλον, και πίστη και αφοσίωση σε ότι κι αν τους τύχαινε στα διάβα της ζωής τους.
Το ευτυχές γεγονός όμως που περίμεναν από τη μέρα του γάμου τους, με λαχτάρα δεν έλεγε να κάνει την εμφάνισή του. Ο πελαργός όταν εσίμωνε στο δικό τους σπίτι, για λόγους που ο μεγαλοδύναμος ήξερε και κανένας άλλος, πάντα άλλαζε πορεία στο πέταγμά του και δεν άφηνε όπως συνήθως λέγεται τον καρπό του έρωτά τους στη στέγη τους.
Τώρα, κλείνοντας το πρώτο κιόλας εξάμηνο της ενώσεώς τους και διαπιστώνοντας, με λύπη τους βέβαια, ότι η κοιλιά της Βασιλικής δεν έδινε κανένα σημείο αλλαγής αλλά παρέμενε στο αρχικό της σχήμα, τους νιόπαντρους τους προβλημάτιζε αφάνταστα και θλίβονταν για την συνέχεια αυτής της κατάστασης. Σιγά – σιγά άρχισαν να συζητάνε την άρνηση της μητέρας φύσης να τεκνοποιήσουν και κείνοι φέροντας στον κόσμο κληρονόμους όπως όλα τα ζευγάρια, εκτός βέβαια από λίγα τον αριθμό, και στην ιδέα ότι μπορεί να είναι και κείνοι ένα ζευγάρι στείρο, η θλίψη απλωνότανε όλο και περισσότερο στα χαρούμενα πρώτα πρόσωπά τους.
Η αλλαγή της πρώτης χαρούμενης συμπεριφοράς τους και η δικαιολογημένη τους τώρα μελαγχολία δεν ήταν δυνατό να περάσει απαρατήρητη μήτε από όλους τους συγγενείς του νέου ζευγαριού αλλά και μήτε από τους χωριανούς, ειδικά από τις κουτσομπόλες κατ’ επάγγελμα χωριανές τους. Τα δε διάφορα σχόλια, πότε με μισόλογα και πότε με υπονοούμενα, δεν έλεγαν να σταματήσουν σχεδόν απ’ όλους τους χωριανούς, ειδικότερα όταν πήγαιναν για διεκπεραίωση των αγροτικών τους εργασιών, όπως το σκάλισμα των καπνών στο θέρος κ.λπ. Αυτή η επιμονή της μητέρας φύσης να τους αφήνει στείρους, το ζευγάρι το συζητούσε πολλές φορές και όπως έκαναν κι άλλα ζευγάρια ζήτησαν την βοήθεια των γιατρών, ελπίζοντας ότι το ευτυχές γεγονός θα έδειχνε τα πρώτα σημάδια του. Αυτό όμως αργούσε να κάνει την εμφάνισή του. Δεν έμειναν μόνο στη βοήθεια της επιστήμης, κατέφευγαν και στα πρακτικά, σε βότανα κι ένα σορό άλλα σκευάσματα που τα προμηθευόταν από διάφορες κείνης της εποχής γιάτρισες, που δεν ήταν και λίγες στην γύρω περιοχή κι όχι μόνο. Τίποτα όμως δεν γινότανε. Έτσι πέρασαν δυο χρόνια, κι εφόσον έβλεπαν ότι και τα βότανα δεν απέδιδαν καρπούς επισκέφτηκαν πολλές φορές και μάγισσες γιατί πολλοί δικοί τους άνθρωποι τους έβαλαν την ιδέα ότι ίσως τους είχαν οι εχθροί τους κάνει μάγια. Και που δεν είχαν πάει, οι κακόμοιροι νέοι, μέχρι την περιοχή των Αγράφων είχαν φτάσει αναζητώντας την ποθητή λύση της ακαρπίας τους. Έτσι πέρασε και ο τρίτος χρόνος και τότε, απογοητευμένοι αφάνταστα, κατέφυγαν στα μοναστήρια της περιοχής ζητώντας από τους αγίους και της αγίες τους την βοήθειά τους ν’ αποχτήσουν και κείνοι ένα παιδί κι ας ήταν και κορίτσι, εφτανε να είναι παιδί με τα σωστά του. Βέβαια η προτίμηση όλων των νέων ζευγαριών κείνες τις εποχές ήταν το αγόρι κι όχι η τσούπρα, δηλαδή το κορίτσι. Στην απελπισία τους όμως αν αργούσε να φανεί το παιδί συμβιβάζονταν με ένα μωρό κι ότι ήθελε ας ήταν.
Τέλος, τον τρίτο χρόνο της ακαρπίας τους άρχισαν να πιστεύουν ότι ο θεός δεν ήθελε να τους δώσει αυτή τη χαρά για λόγους που εκείνος μόνο γνώριζε. Τότε ακριβώς πάνω στην μεγάλη τους απελπισία, έτυχε να περάσει από το χωριό τους μια καλόγρια από κάποιο μοναστήρι της γύρω περιοχής ζητώντας κάθε είδους χαλμώματα όπως τηγάνια, κατσαρόλες, καζάνια, τεντζερέδες, όχι όμως ότι κι ότι, αλλά ή από μπρούντζο ή από χαλκό, για την  κατασκευή έλεγε μιας καμπάνας στο μοναστήρι που ήταν εκείνη εσώκλειστη. Κι όπως επισκεπτόταν όλα τα σπίτια του χωριού, έτσι επισκέφτηκε και το σπίτι του ζευγαριού που δεν έκανε παιδιά, ζητώντας αν έχουν κάποιο από τα παραπάνω χαλκώματα να της τα δώσουν και τους εξήγησε για ποιο σκοπό. Τότε η άτεκνη ηρωίδα της σημερινής μας ιστορίας με πόνο ψυχής λέει στην καλόγρια: «έχω ένα καζάνι μικρό θα σας το δώσω καλή μου καλόγρια, αλλά θέλω πρώτα να μου δώσετε την ευχή σας και θέλω να προσευχηθείτε για μας, να μου στείλει κι εμένα ένα μωρό» και της εξήγησε την όλη κατάσταση της. «Ναι, καλή μου κυρία» είπε η καλόγρια, «θα προσευχηθώ για σένα και θα ζητήσω από την Παναγία μας να σας κάνει αυτή τη χάρη, αλλά το καλύτερο που έχω να σας πω είναι να επισκεφτείτε το μοναστήρι», κι είπε ποιό, «και να ζητήσετε την βοήθεια από τον ηγούμενο του μοναστηριού. Όταν το αποφασίσετε με το καλό να πάτε, ελάτε πρώτα να βρείτε εμένα», και είπε που θα την βρούν, «κι εγώ θα σας πάω στο άλλο μοναστήρι που είναι ο άγιος ηγούμενος», και συνέχισε: «Άγιος άνθρωπος είναι ο ηγούμενος κυρία μου, πολλές από τις προσευχές του τις εισακούει ο κύριος και πάρα πολλά θαύματα έχουν γίνει με την προσευχή του. Βέβαια δεν εκπληρώνει ο μεγαλοδύναμος όλες τις προσευχές του ηγούμενου αλλά τις περισσότερες τις εκπληρώνει. Ελάτε εσείς και ελπίζω ότι όλα θα πάνε καλά». Τώρα, όταν έφτασε η γιορτή του αγίου στο μοναστήρι πήρε το δρόμο μαζί με τον άντρα της η στείρα κυρία, έτσι την αποκαλούσαν τώρα οι χωριανοί και μετά από δώδεκα ώρες περπάτημα την παραμονή της γιορτής έφθασαν στο μοναστήρι εκεί, αποθέτοντας όλες τις ελπίδες τους στον άγιο ηγούμενο. Μάτι δεν έκλεισαν όλη τη νύχτα ώσπου να φέρει τη μέρα ο θεός προσεύχονταν, όχι μόνοι τους βέβαια, αλλά με πολλούς άλλους που είχαν πάει εκεί ζητώντας την βοήθεια του αγίου. Τέλος, μετά το πέρας της λειτουργίας η άτεκνη με ιώβεια υπομονή, τρείς ώρες περίπου καθότανε στη σειρά ώσπου να έρθει η δική της να πάρει την ευλογία του ηγούμενου όπως και πολλοί άλλοι συνάνθρωποι της. Ο ηγούμενος άκουσε τι ήθελε η γυναίκα και την διαβεβαίωσε ότι θα προσευχηθεί στον θεό και μέσω της προσευχής του να κάνει το θαύμα του ο μεγαλοδύναμος. Κι εφόσον της έδωσε αυστηρές εντολές, όπως να προσεύχεται τρεις φορές την ημέρα, να μη τρώει λάδι κάθε Παρασκευή και πολλά άλλα, της έδωσε την ευχή του και φεύγοντας της παράγγειλε, αν ο θεός εισακούσει τις προσευχές του γιατί πάντα υπάρχει ο κίνδυνος και να μην του κάνει τη χάρη, όπως γίνεται κάποιες φορές, να δώσει το όνομα στο παιδί του αγίου αν είναι αγόρι, κι αν είναι κορίτσι να δώσει το όνομα της Παναγίας, γιατί πρώτα θα ζητήσει τη μεσολάβηση της Παναγίας κι έπειτα του αγίου. Τώρα, η άτεκνη ή η στείρα όπως την έλεγαν, με θρησκευτική ευλάβεια ακολουθούσε όλες τις εντολές του ηγούμενου, ελπίζοντας ότι θα γίνει το θαύμα που τόσο πολύ επιθυμούσε να γίνει. Το πολυπόθητο αποτέλεσμα, ως εκ θαύματος, έπειτα από τέσσερις μήνες έδειξε τα πρώτα του σημάδια και πάνω στον χρόνο το παιδί ήρθε. Η στείρα, έφερε στον κόσμο ένα υγιέστατο αγοράκι. Η χαρά της βέβαια δεν περιγράφεται με λόγια. Όλοι το χάρηκαν εκείνο το αγγελούδι. Όταν τη ρωτούσαν πολλές χωριανές περισσότερο από περιέργεια για την αιτία του θαύματος, εκείνη από τη χαρά της έλεγε όλη την αλήθεια κάπως ανορθόδοξα. «Εγώ» έλεγε «το παιδί το έκανα με τον ηγούμενο,  αυτός με βοήθησε κι απόκτησα κι εγώ παιδί κι έχω τα χέρια μου γιομάτα», δηλαδή κρατάει και κείνη στην αγκαλιά της παιδί. Τέλος, όταν ήρθε η ώρα να βαπτίσουν το παιδί, ο πεθερός της ευνόητο ήταν ήθελε να δώσουν στο παιδί το όνομά του και η μητέρα του παιδιού έλεγε: «πατέρα, αυτό να το βγάλεις από το μυαλό σου, στο παιδί θα δώσω το όνομα του αγίου του μοναστηριού, μη ξεχνάς ότι από τον ηγούμενο εκείνου του μοναστηριού το έχω παιδί σήμερα και αυτό μου παράγγειλε να κάνω» και για να καλοπιάσει τον αρκετά εκνευρισμένο πεθερό του έλεγε «στο δεύτερο παιδί που θα κάνω θα δώσω το όνομα το δικό σου» κι ο πεθερός έλεγε «και που ξέρεις εσύ ότι θα κάνεις και δεύτερο παιδί;» «Θα ξαναπάω πάλι στον ηγούμενο κι είμαι σίγουρος ότι θα κάνω κι άλλο παιδί, όχι μοναχά δεύτερο αλλά και πολλά άλλα» και λέγοντας εκείνα τα λόγια έλαμπε από τη χαρά της σαν την πεντάμορφη πούλια. Ο πεθερός βλέποντας ότι ήταν αδύνατο να κάνει τη νύφη του αλλά και το γιο του ν’ αλλάξουν γνώμη, σκυθρωπός και προβληματισμένος ενδόμυχα έλεγε «και καλά, αν ζήσω έως ότου έρθει το δεύτερο παιδί, και ποιος μου λέει εμένα ότι θα είναι παιδί και κείνο κι όχι τσούπρα; Τι μπορώ όμως άλλο να κάνω εκτός από υπομονή; Μπορεί κανένας να τα βάλει με τους αγίους ώστε να τα βάλω κι εγώ;» και πάντα κατέληγε λέγοντας «ε, και να μπορούσα να έπιανα στα χέρια μου τον ηγούμενο θα του ξερίζωνα τα γένια τρίχα – τρίχα, να μάθει να μην προσεύχεται να γίνονται παιδιά». Αλλά τα τελευταία λόγια δεν τα τελείωνε κι έκανε αμέσως τον σταυρό του, κι έλεγε έπειτα «αλλά κι αν δεν ήταν αυτός, πως θα έκαναν παιδιά οι άτεκνες;» και τελείωνε τον μονόλογό του λέγοντας «μεγάλη η χάρη όλων των αγίων, θα κάνω υπομονή, χρόνος είναι και θα περάσει, θα περάσει και τούτος ο χρόνος» συμπλήρωνε, «αλλά φεύγοντας ο άλλος χρόνος θα φέρει το άλλο μου εγγονάκι, τον Δημήτρη μου», έτσι τον έλεγαν τον παππού «και θ’ αναστήσει το όνομά μου» και για να μην χάσει το λογαριασμό κάθε μήνα που περνούσε, αφαιρούσε και μια χάντρα από το κεχριμπαρένιο κομπολόι του.
Τέλος, ο χρόνος πέρασε και πράγματι η κοιλιά της νύφης του άρχισε να δείχνει ότι το δεύτερο ευτυχές γεγονός δεν θ’ αργούσε να κάνει την εμφάνισή του. Τώρα, όσο οι μέρες περνούσαν, τόσο πιο πολύ χαιρότανε ο παππούς που ο εγγονός του θα ‘ρχότανε και θα έπαιρνε το όνομά του. Μυριάδες όνειρα έκανε ο παππούς για τον εγγονό, μεταξύ των άλλων έλεγε «ότι θα τον πιάνω τον Δημητρό μου από το χεράκι του και θα πηγαίνω στον καφενέ να σκάσουν οι εχθροί μου από την ζήλια τους» κ.α.π. Όταν όμως ήρθε η μέρα που γέννησε η νύφη του, τα όνειρα του παππού γκρεμίστηκαν κάπως. Η νύφη του αντί για τον Δημήτρη έφερε στον κόσμο μια πεντάμορφη κοπέλα. Έφερε την Αρετή, γιατί Αρετή έλεγαν την πεθερά της νύφης και γυναίκα του παππού. Κι ο παππούς από τη στεναχώρια του λίγο έλειψε να του ‘ρθει κόλπος. «Σαράντα χρόνια» έλεγε και ξανάλεγε «Αρετή φωνάζω, το ίδιο πρέπει να φωνάζω και τώρα; Ε, αυτό δεν μπορώ να το παραδεχτώ. Αλλά δεν φταίει το παιδί» έλεγε και ξανάλεγε «ο ηγούμενος φταίει και η νύφη μου η θηλυκομάνα» και πολλές φορές ανέβαζε τις φωνές στη νύφη του και την μάλωνε γιατί δεν έκανε παιδί. Τέλος, είδε κι αποείδε όπως λένε στα χωριά η νύφη και μια μέρα του λέει πολύ στεναχωρημένη «Μη στεναχωριέσαι πατέρα, νέα είμαι ακόμα, θα τον κάνω και τον Δημήτρη σου» και συνέχισε πριν εκείνος την αποπάρει, «να, θα ξαναπάω στον ηγούμενο και θα τον παρακαλέσω να παρακαλέσει και κείνος με τη σειρά του την Παναγία, και η Παναγία τον Μεγαλοδύναμο, να γεννήσω την τρίτη φορά το Δημήτρη σου» και χαϊδεύοντας αυτή τη φορά τα χιονάτα μαλλιά του πεθερού της του είπε «ο ηγούμενος είναι άγιος άνθρωπος πατέρα, α, και θα δεις ότι θα προσευχηθεί και θα τον φέρω τον Δημήτρη. Μπορεί και να μου πει να κάνω περισσότερες προσευχές και νηστείες αλλά εγώ για το χατίρι σου θα τηρήσω κατά γράμμα ότι εκείνος μου προστάξει να κάνω».
Κι ο παππούς στη σκέψη ότι θα έρθει ο Δημήτρης του έλεγε στη νύφη του «να κάνεις παιδί μου ότι σου πει ο ηγούμενος. Μπορεί» έλεγε «να σου πει να κάνεις και μετάνοιες, εσύ μην του αρνηθείς» και κοιτώντας πέρα μακριά τον σταχτή ορίζοντα με δάκρια στα μάτια του της έλεγε με ανείπωτη τρυφερότητα «τον θέλω μωρέ τον Δημήτρη μου, τον θέλω. Δεν λέω, καλές είναι και οι τσούπρες αλλά να δω το Δημήτρη μου κι ας ξεψυχήσω την ίδια στιγμή» αφήνοντας αυτή τη φορά τους κρουνούς των γέρικων και θολωμένων ματιών του να τρέξουν όσα δάκρια ήθελαν εκείνα να τρέξουν. Τέλος, ο Δημήτρης του ήρθε, ο θεός του έκανε το χατίρι αυτό κι έπειτα από λίγα χρόνια έφυγε από τούτη τη ζωή ευχαριστημένος. Η δε νύφη του έλεγε και ξανάλεγε «εγώ τα παιδιά μου τα έχω από τον ηγούμενο», κι ευχαριστούσε με τη σειρά πρώτα την καλόγρια που της σύστησε τον ηγούμενο που προσευχότανε εκείνος για κείνη, την πολύσπλαχνη Παναγία μας και στο τέλος τον Μεγαλοδύναμο.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα