Η πρώην και η παρούσα Σύγκλητος του Πολυτεχνείου Κρήτης έχει περιαγάγει την πόλη και τους κατοίκους της σε μία δίνη και αναταραχή ως αποτέλεσμα συνειδητών επιλογών της οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα την εκμίσθωση/μεταβίβαση, σε αλλοδαπή εταιρεία, δημόσιων περιουσιακών στοιχείων που αποτελούν, όμως, τον πυρήνα της πολιτιστικής μας κληρονομιάς και της ιστορίας αυτού του τόπου.
Τ ο θέμα, βέβαια, δεν έχει κριθεί οριστικά όσο και αν ορισμένοι αρέσκονται να πιστεύουν το αντίθετο.
Εκ προοιμίου ο γράφων θα υποστηρίξει το υψηλό επιστημονικό έργο της ερευνητικής κοινότητας του εν λόγω ΑΕΙ όπως επίσης και ότι για την απόφαση που ελήφθη δεν εμπλέκεται το σύνολο του διδακτικού, ερευνητικού και διοικητικού προσωπικού του.
Άλλο, όμως, το ένα και άλλο το άλλο.
Επισημαίνεται, ότι η πρώτη κριτική, για τις εν λόγω πράξεις, δεν ασκήθηκε από την τοπική και δημοσιογραφική κοινότητα, η οποία άλλωστε είχε περιορισμένη πρόσβαση στις αποφάσεις των τότε πρυτανικών αρχών παρά την διαφάνεια της “Διαύγειας”.
Ήταν μέλη της πρώην Συγκλήτου οι οποίοι αντιλήφθηκαν, έστω σε μία δεύτερη φάση, την πιθανότητα «μη σύννομων ενεργειών» της πλειοψηφίας και διαμαρτυρήθηκαν στο όργανο, ένα δε από τα μέλη ρητώς αναφέρθηκε σε προσφυγή σε διοικητικά και ποινικά δικαστήρια όπως προκύπτει από την ανάγνωση του αποσπάσματος πρακτικών της 445 συνεδρίασης της 16ης Μαΐου του 2017.
Συνεπώς η οποιαδήποτε κριτική και αντιπαράθεση προήλθε πρώτα εκ των έσω και αργότερα, εφόσον έγινε ευρέως, πλην όμως σχετικά, αντιληπτό διαχύθηκε στη τοπική κοινότητα και στα τοπικά ΜΜΕ. Επισήμανση απλή, προς τοπικούς κεκαλυμμένους και ανησυχούντες με «δημοκρατικές ευαισθησίες»!!!
Πρόκειται, όμως, για πρωτοφανείς ενέργειες οι οποίες δεν έχουν προηγούμενο στη σύγχρονη ιστορία της χώρας που εκτός από την ηθική και πολιτισμική διάσταση έχουν πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές προεκτάσεις οι οποίες πρέπει να τεκμηριώνονται και να διαχέονται προς ενημέρωση σταδιακά και εν πάση περιπτώσει εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.
Λέω, λοιπόν, ότι οι εν λόγω ενέργειες είναι πρωτοφανείς διότι πράγματι ουδέποτε έχει υπάρξει ΑΕΙ της χώρας το οποίο, διά μέσου των οικείων εταιρειών αξιοποίησης, έχει προβεί σε μακροχρόνια εκμίσθωση μεσαιωνικών και νεότερων μνημείων προκειμένου να μετατραπούν σε ξενοδοχεία, με ή χωρίς πισίνα.
Ούτε, όμως, στη γηραιά ήπειρο έχει συμβεί κάτι αντίστοιχο, απ’ όσο δύναμαι να γνωρίζω. Αντιθέτως, σε ολόκληρη την Ευρώπη τα σημαντικότερα μνημεία, εφόσον αυτά ανήκουν σε ΑΕΙ, στεγάζουν εκπαιδευτικές, ερευνητικές και διοικητικές δραστηριότητες και αποτελούν κόσμημα των τοπικών κοινοτήτων, εν συνόλω.
Θα επαναλάβω για μία ακόμα φορά ότι η περιουσία των ΑΕΙ της ημεδαπής, εφόσον έχει περιέλθει σε αυτά διαμέσου του τακτικού προϋπολογισμού ή/και του προϋπολογισμού δημοσίου επενδύσεων, αποτελεί δημόσια περιουσία μη μεταβιβάσιμη στις επονομαζόμενες εταιρείες αξιοποίησης που έχουν συσταθεί με Προεδρικά Διατάγματα κατ’ εξουσιοδότηση του κοινού νομοθέτη με την επιφύλαξη φυσικά του άρθρου 58 του Ν. 4009/2011.
Το εν λόγω άρθρο άφησε, δυστυχώς, ένα «παράθυρο» χωρίς να γίνει αντιληπτό το μέγεθος της εφαρμογής του και της πιθανής κακής χρήσης του από επίδοξους «εραστές» ξενοδοχείων κλπ.
Δεν ήταν αυτή, φρονώ, η πραγματική βούληση του νομοθέτη. Ωστόσο, είναι γνωστό ότι ακόμα και οι καλές προθέσεις στρώνουν τον δρόμο προς τη «κόλαση» κατά τη λαϊκή ρήση. Επισημαίνεται ότι η συνταγματικότητα του δεν έχει κριθεί και χρήζει διερεύνησης η πιθανή προσβολή του εφόσον το επιτρέπουν οι χρονικοί περιορισμοί.
Τούτο πρέπει να γίνει από τους έχοντες έννομο συμφέρον και τους βασικούς αυτοδιοικητικούς θεσμούς της πόλης οι οποίοι, κατά τη γνώμη μου, είτε σιωπούν επιδεικτικά είτε αρέσκονται στην εκτόξευση «πυροτεχνημάτων». Συναινούν διά της σιωπής τους (Περιφέρεια και Αντιπεριφέρεια) και των πυροτεχνημάτων (Δημοτική Αρχή) στην εκποίηση της ιστορίας αυτής της πόλης και καθίστανται υπόλογοι για τούτο.
Πάντως, η τέως πλειοψηφούσα εν έτει 2017, πρυτανική αρχή όταν υπήρξαν οι πρώτες κοινωνικές αντιδράσεις διακινούσε δημαγωγικά το φερόμενο “Πωλητήριο” προς εγγραφή στο Υποθηκοφυλακείο Χανίων για να τονίσει το δήθεν ιδιοκτησιακό καθεστώς ήτοι ότι η δημόσια περιουσία ανήκει στο Πολυτεχνείο Κρήτης και κατά κάποιο τρόπο είναι «ιδιωτική περιουσία» και ως εκ τούτου «μας ανήκει και την κάνουμε ό,τι θέλουμε» αποφεύγοντας να σταθεί στην ουσία: Ο,τι, δηλαδή, τα εν λόγω μνημεία περιήλθαν σε αυτό κατόπιν αυξομείωσης των προϋπολογισμών του Υπουργείου Παιδείας και Εθνικής Αμυνας και συγκεκριμένα από τον κρατικό προϋπολογισμό και τον προϋπολογισμό δημοσίων επενδύσεων όπως αποκάλυψε ετούτη η εφημερίδα. Άλλωστε τα ΑΕΙ είναι ακόμα δημόσιου χαρακτήρα.
Με τον τρόπο αυτό, η τέως πλειοψηφία της Συγκλήτου, επιδίωξε, αντιδεοντολογικά, να χειραγωγήσει την τοπική κοινή γνώμη και να δημιουργήσει ένα υποτυπώδες τοπικό κοινωνικό υπόστρωμα στήριξης στη διαδικασία εκμίσθωσης/παραχώρησης της δημόσιας περιουσίας δηλαδή του τοπικού, εθνικού και διεθνούς ιστορικού και πολιτισμικού αποτυπώματος.
Βρήκε, ομολογουμένως, ερείσματα σε μία μικρή τοπική ομάδα, ακραίων νεοφιλελεύθερων, οι οποίοι βαταλαλούν (οριζοντίως για να χρησιμοποιήσω την έκφραση τους) σε κάθε περίπτωση, την αποδόμηση της δημόσιας σφαίρας και του κοινωνικού κράτους. Άξιος ο μισθός τους, κατά τη λαϊκή έκφραση! Είναι 37 πάνω κάτω, οι ιδεοληπτικοί, και τίποτα περισσότερο.
Στο διά ταύτα. Κατά ένα περίεργο τρόπο η ίδια η Σύγκλητος σε πρόσφατη μακροσκελή ανακοίνωση της, η οποία παρουσιάστηκε ως ομόφωνη «απόφαση», κάνει μία ιστορική αναφορά και περιοδολόγηση.
Ερώτηση.
Έχει το δικαίωμα αυτό η Σύγκλητος και δεν το έχουν τα ΜΜΕ και μάλιστα μία τοπική εφημερίδα;
Τα εν λόγω έγγραφα είναι σημαντικά διότι απλά αποδεικνύουν τη βούληση της πολιτείας να παραχωρήσει τα μνημεία για συγκεκριμένους λόγους και ταυτόχρονα μία σπουδαία αξία για την ενημέρωση της τοπικής κοινότητας και την εύλογη
κινητοποίησή της προκειμένου να αποτραπεί η εκμίσθωση/παραχώρηση και να προστατευθεί το δημόσιο συμφέρον και η πολιτιστική κληρονομιά. Τούτο, εφόσον αντιλαμβάνονται πραγματικά, ορισμένοι, την ύπαρξη κινημάτων των πολιτών ή την κοινωνία των πολιτών την οποία δήθεν επικαλούνται. Σε αυτό άλλωστε, στην υπεράσπιση του δημόσιου συμφέροντος, είναι ταγμένη και η δημοσιογραφία σύμφωνα με τους κώδικες δεοντολογίας. Αν είναι εφικτό να αναγνωστούν έστω στοιχειωδώς από ορισμένους.
Έχουν, επίσης, τα εν λόγω έγγραφα σημαντική αξία διότι, εκτός της ουσίας, που είναι η ενημέρωση της κοινής γνώμης, θεμελιώνουν το «Ιστορικό» μέρος μίας πιθανής ένδικης προσφυγής από τους έχοντες έννομο συμφέρον, δηλαδή από μέρος της τοπικής κοινότητας κατ’ αντιστοιχία, επαναλαμβάνω, της χρήσης του «Ιστορικού» που προκύπτει από την πρόσφατη ανακοίνωση της Συγκλήτου.
Επισημαίνεται ότι οι πρυτανικές αρχές μάλλον δεν διέθεταν αρκετά από τα εν λόγω έγγραφα διότι δεν αποτελούσαν αλληλογραφία του Πολυτεχνείου Κρήτης και δεν είχαν πρωτοκολληθεί. Μάλλον τα αγνοούσαν ή επιδίωξαν να τα προσπελάσουν.
Συνεπώς, ορθώς αυτά δημοσιεύθηκαν και αναμφίβολα τεκμηριώνουν την πραγματική βούληση της πολιτείας, είτε το θέλουν είτε δεν το θέλουν ορισμένοι. Θα επανέλθουμε, όμως, διότι ο δρόμος θα είναι μακρύς και ιδιαιτέρου δημοσιογραφικού και όχι μόνο ενδιαφέροντος, φρονώ.