Κάθισε αποσταμένη η Αρετή, στο ριζιμιό λιθάρι… Τούτη η κόρη που εδιάβηκε, την κούρασε. Της ζήτησε να της βάλει στο δισάκι, πραμάτειες που δε χαλούν με τον καιρό.
Η άλλη Μούσα στο δίχαλο του δρόμου, η Κακία, έβλεπε και σάρκαζε, γελούσε και κάπου-κάπου, έλεγε:
«Μην περιμένεις να σου δώσει η Αρετή όσα ζητάς. Πρέπει να ξέρεις πως τα δικά της τα εφόδια τα φθείρει ο χρόνος. Μόνο εγώ μπορώ να σου χαρίσω πραμάτειες αναλλοίωτες…».
«Τι έχεις να μου δώσεις κυρούλα;», ρώτησε η μικρή.
«Σάλιο σαλίγκαρου, ζώνες να μην κουράζεται η μέση, ακόμη ένα δεύτερο πρόσωπο να το φοράς σε κάποιες περιστάσεις, άλλη μια γλώσσα σαν δε αρκεί η μια που έχεις, ένα χαμόγελο-καρφίτσα, χάπια αναισθησίας σ’ έγνοιες άλλων, σπόρους πονηριάς, ένα χιτώνα με τσέπη άπατη…»…
Την έκοψε σεμνά και σιγανά η κόρη:
«…Δε θέλω τις πραμάτειες σου θείτσα!…»
«Εσύ θα χάσεις και θα’ναι αργά σαν θα με θυμηθείς…» της αποκρίθηκε με φούρια η Κακία και γύρισε στο πόστο της, στην εγκαρτέρηση άλλου περαστικού…
Πήγε κοντά στην Αρετή η κόρη, κείνη κατάλαβε, στέναξε, ξαναστέναξε με ανακούφιση και βάλθηκε να βάζει στο δισάκι όσα της ζήτησε η νιόφερτη: Σπόρους αγάπης, πίστης, αξιοσύνης, δικαιοσύνης, εγκαρτέρησης, ελπίδας, αξιοπρέπειας.
« Πώς είναι τ’ όνομά σου κόρη; » την ερώτησε.
«Αξιοκρατία…», της αποκρίθηκε εκείνη θαρρετά κι εξακολούθησε: «…είμαι η μοναχοκόρη ξέρετε του γέρο-Δίκαιου και της Αγάπης. Εκείνοι μ’ έστειλαν στο πόστο σου και με συμβούλεψαν να μην δεχτώ τίποτα απ’της κυρά-Κακίας τις πραμάτειες…»
«Και έκανες πολύ καλά παιδί μου…», της είπε σιγανά η Αρετή, καθώς την εβοήθαγε να βάλει εις τους ώμους το δισάκι. Την ξεπροβόδισε με μια ευχή:
«Να μην αλλάξεις δρόμο κόρη μου, να λες μια “καλημέρα” στους διαβάτες, να’χεις τον καλό λόγο εις τα χείλη και μη τσιγκουνευτείς ποτέ σου τις πραμάτειες που σου χάρισα. Πρόσεξε μόνο, να μην τις χαραμίσεις σε ανάξιους, σ’εκείνους που’χουν πάρει το μονοπάτι της Κακίας, γιατί θα χάσεις την ψυχή και τ’όνομά σου. Να μη διστάζεις να κάνεις πάντα το καλό και να θυμάσαι, πως: το καλό όλοι το ξέρουν, πολλοί το θέλουν, μα ελάχιστοι το τολμούν. Εσύ να το τολμάς…Α! παραλίγο να το ξεχάσω. Μην παραλείψεις να επισκεφτείς και `Αρχοντες, καθώς εκείνοι έχουν (δίκια ή άδικα) τον πρώτο λόγο στη κοινωνία των ανθρώπων!…»
«Έννοια σου θείτσα, θα κάνω ότι πρόσταξες. Τα ίδια μου’πανε εξάλλου κ’οι γονείς μου…», είπε το ίδιο σιγανά η κόρη και κίνησε στο μονοπάτι που της έδειξε η Αρετή… …Ήταν στενό, ανηφορικό και κακοτράχαλο τούτο το μονοπάτι, θάμνοι αγκαθωτοί γρατζούναγαν τα τρυφερά της κάτω άκρα. Πρόσεξε η κόρη πως δεν υπήρχαν δέντρα να απαγκιάσει λίγο απ’τις καφτές αχτίνες που’στελνε πλέρια και κάθετα στο μονοπάτι, το λαμπερό το άρμα του θεού `Ηλιου.
«Δύσκολο το στρατί σου, θείτσα…», σιγομουρμούρισε μα εξακολούθησε με πείσμα τον ανήφορο, διώχνοντας κάθε υποψία σκέψης για πισωγύρισμα…
…Συνάντησε διαβάτες στον ίδιο τον ανήφορο, ηλιοψημένους, κάθιδρους, λαχανιασμένους. Τους πλησίασε. Ζήτησε λίγο νερό, παρά το ότι είχε απόθεμα στο δισάκι της. Το έκανε για δοκιμή, απλά να δει, ποιος θα της δώσει λίγο νερό, για να διαπιστώσει την ποιότητα του χαραχτήρα.
Πρόθυμα, όλοι έβγαλαν απ’τα δισάκια τους παγούρια κι έτειναν τα χέρια, με την προτροπή: «…το δικό μου πάρτε…είναι πιο δροσερό…»…Γέλασε η Αξιοκρατία, πήρε ένα παγούρι, ξεδίψασε. Τη φίλεψαν με λίγες σταφιδούλες, τυρί, λίγο απ’το στερνό κομμάτι το ψωμί που είχαν. `Εβγαλε εκείνη το δικό της το δισάκι, λέγοντας:
«…Είστε καλοί άνθρωποι…θα σας φιλέψω κι εγώ απ’τις πραμάτειες μου…»
Τους μοίρασε σπόρους αγάπης, αξιοσύνης, δικαιοσύνης, εγκαρτέρησης. Εκείνοι, τους καταδέχτηκαν. Το σχολίασαν μεταξύ τους μεγαλόφωνα:
«…Πρώτη μας φορά, μας δίνουν τέτοια εφόδια…ευχαριστούμε κοπέλα μου… έρεις, στον άλλο δρόμο δίνει κάτι παράξενους σπόρους κείνη η ασχημόγρια η Κακία: σάλιο σαλίγκαρου και τέτοια…μα εμείς δε θέλουμε…αν είναι να πετύχουμε κάτι στη ζωή, αυτό θέλουμε να’ναι με την αξία μας…αλλά τα εφόδια που μας δίνεις του λόγου σου, είναι σπάνια και αξιοζήλευτα… σ’ευχαριστούμε καλή μου… και ξέρεις, δε μας τους έδωσε η θείτσα η Αρετή. Μας έδειξε μονάχα το δρόμο που θα’πρεπε ν’ακολουθήσουμε…μας είπε πως τα υπόλοιπα εφόδια θα τα βρούμε στην πορεία, αν ήταν η καρδιά μας καθαρή. Σ’ευχαριστούμε λοιπόν που μας εμπιστεύτηκες όσα έχεις στο δισάκι σου…»…
`Ολοι μαζί, συντροφιασμένοι, συνέχισαν το ανηφορικό το μονοπάτι. Μετά από πολύωρη πεζοπορία, φτάσανε στην πρώτη πολιτεία. Τους είπε η Αξιοκρατία:
«Φίλοι μου, εδώ χωρίζουνε οι δρόμοι μας…εύχομαι να’χετε καλότυχη πορεία!…»
Έφυγαν οι ξένοι, προχώρησε και η Αξιοκρατία. Σταμάτησε σε μια συντροφιά νέων που περπατούσε και χαχάνιζε αμέριμνη. Ευγενικά και ταπεινά, τους μίλησε για τις πραμάτειες της. Εκείνοι, έβαλαν τα γέλια και κάποιος αποκρίθηκε:
«Τί να τις κάνουμε τέτοιες πραμάτειες καλή μου; Εμείς έχουμε εφοδιαστεί με τα εφόδια εκείνης της άσχημης μα καταδεχτικής γριούλας της Κακίας και πάμε για αποκατάσταση…αυτά που’χεις του λόγου σου, είναι για αγαθούς…τέλειωσαν όμως και δαύτοι στην εποχή μας…κι απ’το ηλιοψήσιμό σου καταλαβαίνουμε πως διάλεξες το δρόμο εκείνης της θείτσας της Αρετής… καλά να πάθεις… εμείς βαδίσαμε σε δρόμο ίσιο, σκιερό…» …Απομακρύνθηκαν χαχανίζοντας ομαδιαστά, κοροϊδευτικά.
Αναστέναξε η Αξιοκρατία,, δεν απογοητεύτηκε…Τράβηξε κατά τα μέρη των Αρχόντων της Πολιτείας. Πρώτος σταθμός, το Δημαρχείο. Ο Δήμαρχος, ένας τετράπαχος και φαλακρός προγάστορας, χωμένος σε δερμάτινη πολυθρόνα, τη δέχτηκε βλοσυρός. Του μίλησε για τις πραμάτειες της. Αυτός σαρκαστικά της είπε:
« Τί να τα κάνω εγώ, αυτά που έχεις κοπελιά; Το κακό μου θέλεις;…»…
«…Γιατί το λες `Αρχοντά μου;…», απάντησε σεμνά και ταπεινά εκείνη.
« Θα σου εξηγήσω…» της απάντησε κι εξακολούθησε: «…βλέπεις εκείνο τ’άλλο πρόσωπο εις την κρεμάστρα; Εκείνο το φοράω σαν έχω εκλογές. Μα μόλις μ’εκλέξουν οι πολίτες μου, βάζω το πρόσωπο που βλέπεις τώρα…κι εκείνοι οι κουτοί, πιστεύουν το χαμόγελο που’χω καρφιτσωμένο εις τα χείλια μου, δεν βλέπουν πως έχω αλλάξει όψη και τρέχουν πίσω μου…και τί τους δίνω; Θα σου πω: Ελπίδες. Δώσε ελπίδες στο λαό και πάρτου την ψυχή! Οι κουτοί!…Βλέπεις εκείνη την άλλη γλώσσα που’χω δίπλα στ’άλλο πρόσωπο; Τη χρησιμοποιώ σαν το καλούν οι περιστάσεις….και να ξέρεις: Αλίμονο στον πολιτικό που’χει μια γλώσσα…Κι έχω διαλέξει συνεργάτες όσους έχουν μέση εύκαμπτη, ξέρουν να χειροκροτούν, να λένε λόγια καλά για το έργο μου…κατάλαβες καλή μου; Σύρε λοιπόν αλλού…ίσως βρεις κάποιους, μα αν τύχει κι έχουν μέση λαστιχένια, διπλή γλώσσα και σπόρους αδιαφορίας στην τσέπη, δεν έχουνε ανάγκη τις πραμάτειες σου…»…
Βγήκε αποσταμένη από το Δημαρχείο η Αξιοκρατία…Τράβηξε για το Γραφείο του Νομάρχη, του Βουλευτή… `Ιδια αντιμετώπιση, ίδια λόγια, λες και είχαν συνεννοηθεί αναμετάξυ τους. `Ολοι τους είχαν διπλά πρόσωπα, διπλές γλώσσες, διπλά χαμόγελα…Δεν της έκανε εντύπωση. Κατάλαβε. Σιγοψιθύρισε:
«Εχει κάνει καλή δουλειά η θείτσα η Κακία… καημένη Αρετή!… που ’να ’σαι να ’βλεπες πόσο σπανίζει η πελατεία σου!…»…
…Πέρασαν μέρες…Συνάντησε κόσμο η Αξιοκρατία, μίλησε με πολλούς, μα το δισάκι της δεν έλεγε ν’αδειάσει, καθώς δυσκολευόταν να δώσει τις πραμάτειες της…
…Την κάλεσε μια μέρα ο Δήμαρχος. Είχε φορέσει το βλοσυρό του πρόσωπο, είχε ξεκαρφιτσώσει το χαμόγελο. `Ηταν λιγόλογος, αυστηρός, σχεδόν απειλητικός:
«…`Ακουσε κυρά μου…έχεις φέρει αναστάτωση στην πολιτεία μου μ’αυτά που γυρνοβολάς και λες στον κόσμο…σκέφτηκα, πως κυράδες σαν του λόγου σου, δεν έχουν θέση στα μέρη που διαφεντεύω…πάρε λοιπόν τούτο το χαρτί… Σου γράφω με τρεις λέξεις τη θέλησή μου… θα πρέπει να μην πας κόντρα… μέχρι το βράδυ, θα πρέπει να’χεις πάρει το δρόμο σου… αλλιώς…» …έκοψε την κουβέντα του στη μέση, άπλωσε το λιπόχτιστο χονδρόχερό του και της έδωσε ένα χαρτί. Το πήρε εκείνη, το ξεδίπλωσε, διάβασε τις τρεις λέξεις του Δημάρχου: “Persona non grata”.
Έφυγε τρέχοντας η Αξιοκρατία…κατάλαβε πως δεν έχει θέση στην πολιτεία… Κανείς δεν την ξανάδε, δεν άκουσε, δεν έμαθε κάτι γι’αυτήν…
*Ο Δρ. Γιάννης Ι. Πολυράκης γεωπόνος – συγγραφέας μέλος της “Λογοτεχνικής Παρέας Χανίων”
Aξιότιμε κύριε,πραγματικά απόλαυσα το διδακτικό κείμενο σας!!!Τελειώνοντας την ανάγνωση έμεινα με την αίσθηση ότι κάπου υπάρχει ένα πρόβλημα.Αφού το ξανασκέ-
φτηκα κατέληξα στο συμπέρασμα ότι η ιστορία μου “έκατσε στο στομάχι” γιατί σε πολύ μεγάλο βαθμό απεικονίζει πραγματικά γεγονότα…..Με εκτίμηση