Η υγιεινή διατροφή, συμπεριλαμβανομένης της Μεσογειακής και η άσκηση αποτελούν σημαντικά όπλα στην αντιμετώπιση του προδιαβήτη και του διαβήτη τύπου 2. Ωστόσο, η αποτελεσματικότητα τους στη βελτίωση καρδιομεταβολικών δεικτών διαφέρει πολύ μεταξύ ασθενών και, συχνά, είναι περιορισμένη.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Βιολογίας-Γενετικής και διευθυντή του Εργαστηρίου Βιολογίας της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ Αριστείδη Ηλιόπουλο «οι διαφορετικές αποκρίσεις στη διατροφή αντανακλούν σε μεγάλο βαθμό τις διαφορές που έχουμε στο DNA, τις γενετικές μας “ιδιαιτερότητες”».
Ερευνητές από τις Ιατρικές Σχολές του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ), του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) και από το Διεθνές Πανεπιστήμιο της Ελλάδας (ΔΙΠΑΕ), σε συνεργασία με το δίκτυο GENOSOPHY, προσέγγισαν αυτό το έλλειμμα αποτελεσματικότητας των διατροφικών προτύπων στον διαβήτη με εξατομικευμένες διατροφικές συστάσεις που βασίζονται στο γενετικό προφίλ κάθε ασθενούς. Οι εξατομικευμένες αυτές συστάσεις προέκυψαν από την μελέτη δεκάδων σημείων στο DNA που σχετίζονται με διαφοροποιημένη απάντηση στην πρόσληψη των μακροθρεπτικών συστατικών της τροφής, δηλαδή πρωτεΐνης, λίπους και υδατανθράκων, τη λήψη ή αποφυγή συγκεκριμένων συμπληρωμάτων, το χρόνο λήψης των γευμάτων (χρονοδιατροφή) και τον ιδανικό τύπο άσκησης.
Στην μελέτη συμμετείχαν οι καθηγητές του ΕΚΠΑ Αριστείδης Ηλιόπουλος, Καλλιόπη Γκούσκου και Δέσποινα Σανούδου, η συνεργάτιδά τους, διατροφολόγος Τζένη Λάζου, ο καθηγητής Ενδοκρινολογίας Αναπαραγωγής του ΑΠΘ Δημήτριος Γουλής και η λέκτορας του ΔΙΠΑΕ Μαρία Γραμματικοπούλου.
Εξατομικευμένη διατροφική παρέμβαση
Σε πιλοτική κλινική μελέτη που δημοσιεύτηκε στο διεθνώς αναγνωρισμένο περιοδικό Frontiers in Nutrition, οι εξατομικευμένες αλλαγές στη διατροφή και την άσκηση ασθενών με προδιαβήτη ή διαβήτη τύπου 2 οδήγησαν σε σημαντική απώλεια σωματικού βάρους και μεγαλύτερη βελτίωση των επιπέδων γλυκόζης, γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης και αρτηριακής πίεσης σε σύγκριση με τις συμβατικές δίαιτες. Η αποτελεσματικότητα των παρεμβάσεων αποδείχθηκε με τη χρήση μίας ειδικού είδους κλινικής μελέτης, που ονομάζεται «n-of-1». Σύμφωνα με αυτήν, κάθε ασθενής έλαβε διαδοχικά τη συμβατική και την εξατομικευμένη διατροφική παρέμβαση, επιτρέποντας την απ’ ευθείας σύγκρισή τους.
Όπως ανέφερε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η υπεύθυνη της μελέτης, επίκουρη καθηγήτρια στην Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ, Καλλιόπη Γκούσκου «η μεθοδολογία που έχουμε αναπτύξει οδηγεί σε σημαντική βελτίωση των μεταβολικών δεικτών σε ασθενείς με διαβήτη, έως και πλήρη αποκατάσταση των παθολογικών παραμέτρων σε ασθενείς με προδιαβήτη».
Η λέκτορας του ΔΙΠΑΕ διατροφολόγος Μαρία Γραμματικοπούλου συμπλήρωσε ότι «οι αλλαγές στο διατροφικό πλάνο που καθορίστηκαν από το DNA κάθε ατόμου ήταν σημαντικές και δεν θα μπορούσαν να προβλεφθούν χωρίς τη γνώση της γενετικής πληροφορίας». Τα ενθαρρυντικά αποτελέσματα οδηγούν τους ερευνητές στην οργάνωση μεγαλύτερης κλίμακας κλινικών μελετών τύπου «n-of-1».
Τέλος, ο καθηγητής Ενδοκρινολογίας Αναπαραγωγής του ΑΠΘ Δημήτριος Γουλής επεσήμανε ότι «καθώς οι θεραπευτικές παρεμβάσεις αφορούν δίαιτα και σωματική άσκηση, είναι δυνητικά κατάλληλες για κάθε κατηγορία ασθενών με μεταβολικές διαταραχές συμπεριλαμβανομένων παιδιών, εφήβων, ηλικιωμένων και εγκύων».
Η ελληνική αυτή έρευνα ανοίγει νέους δρόμους στην αντιμετώπιση του διαβήτη που έχει λάβει επιδημικές διαστάσεις κατά τα τελευταία χρόνια συμβαδίζοντας με αυτές της παχυσαρκίας, ανοίγοντας το δρόμο στην παροχή διατροφής ακριβείας.
Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 είναι μια χρόνια, σοβαρή νόσος. Περίπου 500 εκατομμύρια ασθενείς πάσχουν από διαβήτη, που αντιστοιχούν στο 6,5% του παγκόσμιου πληθυσμού ή σε 6.000 περιπτώσεις ανά 100.000 πληθυσμού. Περισσότερο από 1 εκατομμύριο θάνατοι κάθε χρόνο αποδίδονται στο διαβήτη, καθιστώντας τον την ένατη παγκόσμια αιτία θανάτου. Η θνητότητα οφείλεται κυρίως στη βλάβη των μεγάλων (καρδιά, εγκέφαλος, κάτω άκρα) και των μικρών αγγείων (οφθαλμοί, νεφροί).