Να με λέτε Αυτόλυκο. Ή μάλλον όχι, αφήστε καλύτερα. Παρόλο που είμαι κι εγώ συλλέκτης αμελητέων αντικειμένων, όπως εκείνος ο διόλου αστείος παλιάτσος. Για να το πω πιο ακαλαίσθητα: κλέβω πράγματα. Ανέκαθεν έκλεβα, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Μπορώ δικαιωματικά να ισχυριστώ ότι υπήρξα ένα παιδί-θαύμα στην υψηλή τέχνη της κλεψιάς. Αυτό είναι το επαίσχυντο μυστικό μου, ένα από τα επαίσχυντα μυστικά μου, αν και δεν με κάνει να αισθάνομαι όση ντροπή θα όφειλα.
Ο Όλιβερ Όντγουεϊ Ορμ, εκτός από καθ’ ομολογίαν κλέφτης, υπήρξε και καταξιωμένος ζωγράφος στο παρελθόν. Τώρα πια, εδώ και κάποιον καιρό, έχει εγκαταλείψει τη ζωγραφική, απόφαση που πήρε μάλλον εύκολα, όμως οι ρίζες της είναι πυκνές και δυσδιάκριτες. Τώρα, στο πατρικό του σπίτι, εκεί που βρήκε καταφύγιο, όταν εγκατέλειψε τη σύζυγο και την ερωμένη του, νιώθει την ανάγκη να γράψει ένα σύντομο χρονικό, μια απολογία των πεπραγμένων του. Eξω ακούγεται η βροχή, καθώς προσκρούει στις ταλαιπωρημένες από τον χρόνο επιφάνειες του σπιτιού.
Ο Τζον Μπάνβιλ, η Θάλασσα του οποίου υπήρξε ένα από τα βιβλία, που με γοήτευσαν και εντυπώθηκαν πολύ πιο έντονα από πολλά άλλα στη μνήμη μου, χωρίς να μπορώ να εξηγήσω ακριβώς το γιατί -όχι πως έχει σημασία άλλωστε- συλλέκτης σημαντικών βραβείων και διεθνώς αναγνωρισμένος, επανέρχεται με το καινούριο του μυθιστόρημα “Η μπλε κιθάρα”, το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Καστανιώτη σε μετάφραση της Τόνια Κοβαλένκο.
Ο αφηγητής που νιώθει την ανάγκη να διηγηθεί την ιστορία του σε μορφή απολογίας αποτελεί ένα αρκετά συνηθισμένο μοτίβο στη λογοτεχνία, σχεδόν από τις απαρχές της. Ανάγκη που όμως πρέπει να διέπεται από ορισμένες προϋποθέσεις, ώστε να αποτελεί ένα δυναμικό και όχι απλώς λειτουργικό εύρημα για τον συγγραφέα. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, με τις ευκολίες και τις δυσκολίες της, διαθέτει μια αμεσότητα στην απεύθυνση, στοχεύοντας να αρπάξει τον αναγνώστη από τον λαιμό και να τον αναγκάσει να ακολουθήσει την αφήγηση του ήρωα. Κι εδώ βρίσκεται η κύρια ένστασή μου σε σχέση με το κατά τα άλλα καλογραμμένο και στιβαρό μυθιστόρημα του Μπάνβιλ: η αφήγηση δεν διαθέτει τον πυρετό εκείνο, δεν ακτινοβολεί την ανάγκη του αφηγητή να αποκαλυφθεί γυμνός, ή σχεδόν γυμνός, στον αποδέκτη. Δεν μοιάζει μετανιωμένος, έτοιμος να παραδεχτεί τα λάθη του, λάθη τα οποία ο ίδιος κατονομάζει ως τέτοια, θυμίζει περισσότερο κάποιον που αποζητά τον οίκτο, το φιλεύσπλαχνο χτύπημα στην πλάτη, επιχειρώντας να μείνει προσηλωμένος σε κάποια αρχέγονη κοινωνική σύμβαση, σαν μια τελευταία μη ειλικρινή εξομολόγηση λίγο πριν το τέλος. Αμαρτία εξομολογουμένη ουκ έστι αμαρτία.
Αυτή η αίσθηση στερεί από το βιβλίο την απαραίτητη δυναμική, όχι για την ταύτιση του αναγνώστη με τον ήρωα, αλλά για την προσήλωση στην αφήγησή του, την κατανόηση του λόγου για τον οποίο γίνεται η αφήγηση αυτή. Κατά τα άλλα, και αναμενόμενα με βάση τη συγγραφική υπογραφή, το μυθιστόρημα, όπως προείπα, είναι καλογραμμένο και στιβαρό, με υπολογισμένα στην ακρίβεια τα κοψίματα και τα ραψίματα στον αφηγηματικό χρόνο, καθώς το τώρα της γραφής διακόπτεται από τα παρελθόντα και επανέρχεται για να αποδώσει τη χρονική απόσταση, απόσταση η οποία όλο και μειώνεται, για να εξαλειφθεί τελικώς και να γίνει σύγχρονη των γεγονότων.
Τεχνικώς άρτια μα χωρίς την απαραίτητη ψυχή ώστε να συγκλονίσει, “Η μπλε κιθάρα του Μπάνβιλ” δεν μοιάζει ικανή να προκαλέσει μελλοντικά την ίδια επίδραση με τη “Θάλασσα”.
Στη ΜΠΛΕ ΚΙΘΑΡΑ,στη σελ.53,ο σωστος τυπος του ”συναρπασμενος” ειναι ”συναρπαγμενος” η ”συνεπαρμενος”.
Ευχαριστω.