Αυτά αποτελούσαν τα σύνορα με την Ανωτάτη Σχολή Οικιακής Οικονομίας «Αριάδνη» (ΑΣΟΟΧΑ) που ανέφερα στο προηγούμενο δημοσίευμά μου. Σε αυτά ήταν το Γραφείο της εκκλησίας, με το μοναδικό τηλέφωνο της γειτονιάς, η κατοικία του εκάστοτε εφημερίου και του νεωκόρου.
Aκολουθούσε παρασκευαστήριο των κεριών και λαμπάδων για τις ανάγκες της εκκλησίας. Ένας μεγάλος ανθόκηπος όπου ο μακαριστός πατέρας μου είχε φυτέψει λογιών λογιών άνθη, συμπλήρωνε τον χώρο μέχρι τον περίβολο του περικαλλούς ναού. Μοσχομυριστά διπλά κατημέρια, πολύχρωμες ορτανσίες, μυρωδάτα γιασεμιά, γαροφαλίνες και προπαντός τριανταφυλλιές.
Θυμάμαι μία, που εδέσποζε στο κέντρο που είχε εφτά ζωηρά χρώματα! Ήταν γνωστό ότι ήταν αριστοτέχνης στα μπολιάσματα. Στη φαρδιά τσέπη του αντερί του, υπήρχε πάντα το ειδικό μαχαιρίδιο. Στην άκρη υπήρχε μια μικρή δεξαμενή (χαβούζα) για το πότισμά τους.
Αργότερα, ένα μεγάλο μέρος του κήπου μετατράπηκε σε μια σύγχρονη ευρύχωρη αίθουσα όπου γινόταν το κατηχητικό κυρίως, και διάφορες συγκεντρώσεις – εκδηλώσεις των ενοριτών. Με συγκίνηση άκουσα πέρυσι τον αγαπητό πρόεδρο της ΑΝΕΚ Γιώργο Κατσανεβάκη, να μου λέει ότι συμμετείχε ως μαθητής στο Κατηχητικό του παπά Ζαχάρη, τον οποίο αγαπούσε και σεβόταν ιδιαίτερα. Στο γραφείο συνεδρίαζε το εκκλησιαστικό συμβούλιο και εξυπηρετούνταν οι ενορίτες σε διάφορα θέματα. Ακολουθούσαν δύο υπνοδωμάτια και η κουζίνα με την παρασιά απ’ έξω για το μαγείρεμα. Στο βάθος, υπήρχε ξύλινη τουαλέτα, τούρκικου τύπου και μια τσουβάλα κρεμασμένη από ένα δοκαράκι, για πόρτα…
Ο χώρος αυτός, μήκους 40 μ. περίπου, και πλάτος 8 μ., ανήκε στην Κτηματική Υπηρεσία του Δημοσίου και όταν επρόκειτο να ανεγερθεί ο τεράστιος όγκος των ΤΕΙ, οι υπεύθυνοι της εκκλησίας δεν ενδιαφέρθηκαν να τον πάρουν και έτσι κατέληξε χώρος του Τεχνολογικού Ιδρύματος. Κατεδάφισαν τα κτίσματα, μετακίνησαν τα σύνορά τους προς την εκκλησία κι έτσι έμεινε η μισή αυλή της. Τι να πει κανείς…
Δάσος ατέλειωτο οι αναμνήσεις ξεπετιούνται άναρχα κι αναστορούμαι πρόσωπα, καταστάσεις και γεγονότα, από τότε που ένιωσα τον κόσμο! Στη Χαλέπα, τα Φακωθιανά, μετοικήσαμε από τη Νέα Χώρα, λόγω της αναγκαστικής μετάθεσης του πατέρα μου. Τι κι αν οι Νεοχωρίτες χτυπούσαν τρεις μέρες τις καμπάνες της εκκλησίας και τις 3.000 υπογραφές που μάζεψαν. Τα γεγονότα αυτά είναι καταγεγραμμένα στο βιβλίο Πρακτικών του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου του Ι. Ν. Αγ. Κων/νου & Ελένης του έτους 1946 όπως με πληροφόρησε ο νυν προϊστάμενος του ναού πρωτοπρεσβύτερος Αντώνιος Σαπουνάκης. Το ίδιο είχε συμβεί προηγουμένως, το 1943, στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννου. Όμως, «βασιλική διαταγή και τα σκυλιά δεμένα»! Ο δεσπότης ήθελε να εξυπηρετήσει προσωπικά συμφέροντα ιερέων. Ο ένας ήθελε να φέρει τον αδελφό του και ο άλλος τον κουμπάρο του… Πάντα ο πράος και καλοσυνάτος παπά Ζαχάρης, το εξιλαστήριο θύμα… Όμως όπου και αν πήγαινε γινόταν αμέσως αγαπητός και καλοδεχούμενος γιατί απλός και καταδεχτικός.
Την εποχή εκείνη στην Ευαγγελίστρια, υπηρετούσε ως νεωκόρος μια καλόγρια, συμπαθής και εξυπηρετική, η κυρία Μαρία Γλεντζάκη από την Ασή Γωνιά. Μετά τη χηρεία της είχε χειροτονηθεί σε καλόγρια για να μπορεί να εισέρχεται στο Ιερό να το περιποιείται. Είχε δυο μεγάλα παιδιά, τον Κώστα ανώτερο υπάλληλο της Εθνικής Τράπεζας και πρώην στέλεχος της ΕΠΟΝ Χαλέπας και την Άννα. Μια τεράστια χαρουπιά, βιγλάτορας έξω από κελί της, άπλωνε τα φιλόξενα πράσινα κλαδιά της σαν φτερούγες, καλώντας σε ν’ απολαύσεις την υπέροχη αναζωογονητική δροσιά της… Θυμάμαι, εκτός των άλλων, να ξεκουράζονται από κάτω ηλικιωμένοι Ασηγωνιώτες βρακοφόροι και ένας ξακουστός καπετάνιος, ο Ιωάννης Κ. Γρυλλάκης από τον Αλίκαμπο, «ο πιο λεβέντης ηλικιωμένος, παρά την ηλικία του, η κορμοστασιά του ήταν ευθυτενής σαν κυπαρίσσι που όλοι οι νέοι ζήλευαν, όπως και τη μεγάλη του καλοσύνη.
Γεγονότα της εποχής του 1948, εύθυμα κι ανεπανάληπτα…
Σύντομα, την ηλικιωμένη κα Μαρία αντικατέστησε ένας καλόκαρδος, γεροδεμένος νέος, ο Μανώλης Γιαλεδάκης (φωτ. 1), που έμενε πιο πάνω από την εκκλησία. Πάντα πρόθυμος και ακούραστος στα πολλά καθήκοντά του στην καθαριότητα και τακτοποίηση της εκκλησίας και του περιβόλου της. Εγκαταστάθηκε στο κελί της εκκλησίας, παντρεύτηκε και απέκτησε δύο αγοράκια. Σε συνάντησή μας, μετά από πολλά χρόνια, μού λέει: «Στέλιο, θέλω μια μέρα να πάμε στο Κόκκινο Χωριό να καθαρίσω τον τάφο παπά Ζαχάρη». Δεν μπορούσα να αρνηθώ στην επιθυμία του, κλείσαμε ραντεβού και τον μετέφερα με το αυτοκίνητό μου. Στη διαδρομή, μού έκαμε μια συγκλονιστική, για μένα, ομολογία:
– Όταν διορίστηκα νεωκόρος, μου λέει ο πατέρας σου: “Μανώλη, ό,τι βγάζουμε από τα τυχερά, γάμους, βαπτίσεις, κηδείες, κλπ., θα τα μοιράζουμε στα τρία”. “Μα αφού είμαστε δύο”… “Ένα μερίδιο θα παίρνεις εσύ, ένα εγώ και ένα θα βάζουμε στη σακούλα για τους φτωχούς”!!
Εκείνη την εποχή βέβαια -πρώτα χρόνια μετά την γερμανική κατοχή- δεν έπαιρναν μισθό οι εφημέριοι. Εμείς τα παιδιά, τουλάχιστον, δεν γνωρίζαμε τίποτα. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι παρ’ όλο που υπηρέτησε όλα τα χρόνια σχεδόν της ιεροσύνης του στα Χανιά, δεν απέκτησε ούτε οικόπεδο, ούτε βέβαια σπίτι. Μας κληρονόμησε όμως την πολυτιμότερη και άφθαρτη περιουσία: το «καλό» όνομα, την αγαθή μνήμη.
Ο μακαριστός πατέρας μου ήταν και πολύ κοινωνικός. Διοργάνωσε γιορτές στην εκκλησία και συμμετείχε στις χαρές των ενοριτών του Φακωθιανών.
Στη δεύτερη φωτογραφία που βλέπετε, είμαστε στα κεντρικά σκαλάκια της εκκλησίας, στην αναπαράσταση της Ανάστασης του Κυρίου. Και ποιοι δεν διακρίνονται! Παναγία η συγχωρεμένη Καίτη Λουλουδάκη, Άγγελοι οι: Καίτη Βαρουδάκη – Αλέξη και Γεωργία Περδικάκη – Ραϊσάκη, φρουροί οι: Γιώργος Αρκολάκης, Παναγ. Λιονάκης, Στέλιος Τζομπανάκης και Δημ. Καστρινάκης. Στην αριστ. κολώνα η συγχωρεμένη Μήτσα Περδικάκη και απέναντι η Νίτσα Σκαράκη. Άγγελοι οι: Ρωρώ Λουλουδάκη, Στέλλα Συμβουλάκη, Μαρίκα Σπανουδάκη, οι συγχωρεμένοι Σπύρος Μανουσέλης και Κώστας Πρινιωτάκης. Τις μαυροφόρες όπως και τόσα άλλα πρόσωπα που μου φέρνουν τόσες γλυκιές παιδικές αναμνήσεις να με συμπαθούν που δεν αναφέρω ονομαστικά, λόγω στενότητας χώρου. Στο μέσον ο διδάξας Ιωάννης Χιρμπάκης.
(συνεχίζεται)