Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024

Η χαρά από τη σοδειά και τα βάσανα από τα ασβεστοκάμινα

Χαρούμενοι το λοιπός και κατευχαριστημένοι τσοι γευστήκανε τσι καρπούς από τη καινούργια σοδειά, απού εδά και μήνες από το καιρό τση σποράς, κι από όντεν αρχινίξανε να φυτρώνουνε, τα παρακολουθούσανε με αγωνία να ξεφεύγουνε τσοι δυσκολίες τουτανά τα γεννήματα, από τσοι καιρικές συνθήκες απου τα ταλαιπωρούσανε κατά διαστήματα, πότε με τσ’ ανυδρίες και πότε με τα χειμωνιάτικα κατακαίρια. Κι εκείνα εμεγαλώνανε και φτάξανε στην ωρίμαση κι εδά στσ’ αποθήκες των αφεντικώ. Γι’ αυτό και το Δόξα σοι ο Θεός ήταν ενδόμυχο.

Ετσα δα όμως ελιγοστεύανε κι οι πολλές αγροτικές τωνε υποχρεώσεις επαε σε τουτονέ τον άνυδρο τόπο. Γι’ αυτό και σαν απομένανε όφκαιροι, εψάχνουντανε ήντα δουλειά να κάνουνε για να χαρτζιλικώνουνται καλοκαιριάτικα και να μη κάθονται με σταυρωμένα τα χέρια. Κι ήντ’ άλλο δα να κάμουνε απου ο ευλοημένος τόπος τωνε, το ταπεινό Ακρωτήρι, απου με το πέτρινο όγκο ντου χαρίζει στα Χανιά το Λιμάνι τση Σούδας. Έτσα και για τσοι κατοίκους του προσφέρει ήδη για εκμετάλλευση τα κλαδιά και τσοι πέτρες του και τ’ αμέτρητα ριζιμιά χαράκια ντου, σε σημείο απου ένας γέρος τση παλιάς εποχής, ο μπάρμπα Μιχαλάκης ο Καπερούνιος, χαριτολογώντας έλεγε έπαε στον καφενέ, πως όντεν έσιαζε ο Θεός τον κόσμο εκοσκίνιζε το χώμα κι έσιαζε τσοι κάμπους και τσοι πεδιάδες και τ’ αποκοσκίνιδα τα ‘ριχνε, κι έσιαξε τ’ Ακρωτήρι.

Γι’ αυτό και τον παλιό καιρό, κάποιοι από τσ’ Ακρωτηριανούς απου δεν είχανε άλλους πόρους ζωής, επουλούσανε κλαδιά στη χώρα για τα νοικοκυριά και τσοι φούρνους, γιατί τουτανά ‘τανε η καύσιμη ύλη κείνουσας τσοι χρόνους απου ελειτουργούσανε τα τζάκια, οι καμινάδες κι οι φούρνοι. Κι άλλοι δα πάλι εκαταπιάνουντανε με τ’ ασβεστοκάμινα κι έτσα εκαλυτερεύανε τα οικονομικά ντωνε. Και με τουτεσας τσοι δυσκολίες, τα βάσανα και τσοι ταλαιπωρίες εθρέφανε τσ’ οικογένειές τωνε κι αναθρέφανε τα κοπελάκια ντωνε. Γι’ αυτό κι ακόμη εδά συναντούμε λάκκους τω καμινιώ (φωτό) σε διάφορους τόπους τσι’ ακρωτηριανής υπαίθρου γη στα γύρω λιμανάκια. Γιατί το παλιό καιρό τον ασβέστη τον εκουβαλούσανε στη χώρα με καΐκια και παραΰστερα απου εσιαχτήκανε οι δρόμοι με τα μακρύκαρα, ώστενα που βγήκανε τα φορτηγά αυτοκίνητα, απου εφτάνανε ως τα καμίνια και φορτώνανε με τον ασβέστη απευθείας από το καμίνι.
Σα με ταξιδεύει η θύμηση μου σε κεινουσάς τσοι χρόνους και τσ’ αναστορούμαι τουτουσάς τσ’ αγωνιστές τση ζωής, απου με τουτεσές τσοι ζέστες, εκείνοι ετοιμάζανε γομάρια ξύλα στο βουνό, γη εκόβανε κλαδιά, για να πάνε ταχιά στη χώρα για να τα πουλήσουνε, διαλαλώντας τα στα σοκάκια και τσοι μαχαλάδες. Κι άλλους πάλι να τσοι θυμίζουμε σε τουτεσές τσοι καυτερές μέρες τουτουνέ του καλοκαιρινού μήνα, του Πρωτογούλη, να κλαδοκόβγουνε και να κάνουνε δεμάθια τα κλαδιά, γη να βγάνουνε την πέτρα του καμινιού, γη να τηνε κουβαλούνε στο καμίνι γύρου – γύρου, γη να το χτίζουνε, γη και να το καίνε (φωτό). Να ψήνουνε δηλαδή τσοι πέτρες για να γενούνε ασβέστης μα κι οι γι ίδιοι να ψήνουνται από τσοι φλόγες απου ξερνούσε το καμίνι στ’ αναστενάματα ντου, όπως ελέγανε, κι από τσοι καυτερές αχτίνες του ήλιου απού εσκίζανε την πέτρα. Κατά που λέγανε και περιττάς από το κολατσιό κι ύστερα απου ο ήλιος εσυσήλιζε από τη ζέστη, είναι η γι αλήθεια πως οι συνθήκες εργασίας από τ’ ασβεστοκάμινα δεν είναι δυνατό να περιγραφούν ακριβώς και ν’ αποδοθούνε με ακρίβεια γιατί ‘ναι πολλές και διάφορες. Μόνο με τα λόγια των ίδιων, όταν τσ’ αναστορούνανε σαν απόμαχοι τση ζωής, μπορούμε να τσοι προσεγγίσομε τσοι δυσκολίες π’ αντιμετωπίζανε, απου τσ’ αναστορούμαι επαε στον καφενέ ν’ αναστενάζουνε κάθε φορά απου αναθιβάνανε όσα αναστορούντανε: Τσοι κακοτοπιές, τσ’ ανηφόρες και τσοι κατηφόρες απου επερνούσανε φορτωμένοι με το δεμάτι με τα κλαδιά (φωτό), το καύμα από τσ’ ακτίνες τους καλοκαιρινού ήλιου και τση φωθιάς από το καμίνι μέσα. Κι απολεμούσανε τουτεσάς τσοι δύσκολες ώρες να δροσιστούνε μ’ ένα μαστραπαδάκι νερό από τη λαήνα, απου μόνο δεν έβραξε. Κι ύστερα στο ξεκαμίνιασμα απου εσακιάζαμε τον ασβέστη γη τονε φορτώναμε στα φορτηγά απου εψηνούμεστανε ζωντανοί.
Τουτανά αναστορούμαι, έλεγε ένας ασβεστοποιός, κι εκφράζω τον αυτοθαυμασμό μου. Αλήθεια, κιόλας, εντύπωση μου κάνει απου ύστερα από τα βασανά τουτανά ζιω ακόμη. Σαν απόγονος τωνε, σα τσ’ αναστορούμαι, απευθύνω ευχές ευγνωμοσύνης γιατί από το ψωμί ντωνε εθράφηκα απου ήτανε ζυμωμένοι, όι μόνο από ιδρώτα αλλά και μ’ αίμα. Ο Θεός να σας αναπάψει βασανισμένοι μου ασβεστοκωλοι, είναι η ευχή απού κυριαρχεί στη σκέψη μου. Γιατί ακόμη δεν εθρέφανε τσοι οικογένειές τωνε μόνο με τον ιδρώτα ντωνε, παρά έτσα εκσεχερσώνανε και καματερεύανε τσοι περιουσίες απου εκείνοι εκαλλιεργούσανε και μας αφήκανε, απου εδα κάποιοι είναι πολυσπουδαγμένοι απου κατένε πολλά. Μα πλια, που δε κατένε από «πού κλάνει η όρθα», απολεμούνε να τα κάμουνε δασικά. Κι ούτε έχουνε ακούσει τα λεγόμενα τ’ αφέντη μου: Εκειέ παιδί μου στο χαράκι γύρου – γύρου σκάψε, γιατί εκειά δροσοκράττει και θα γενεί ο καρπός.
Θεέ μου, βλέπε μας το νου μας και καθοδήγα μας να του κάνομε καλή χρήση.
Ώρα καλή σας αναγνώστριες κι αναγνώστες κι αναζήτηχτοι.
Το Γεροντάκι

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Όφκαιρος = Χωρίς δουλειά
Όντε = Όταν
Αναστορούμαι = Θυμούμαι
Γομάρια = Φορτία
Ταχιά = αύριο
Συσηλίζω = Συρίζω στη διάρκεια δυνατού καύσωνα
Αναθιβάνω = Διηγούμαι
Λάηνα = Στάμνα
Μαστραπαδάκι = Μικρό δοχείο νερού
Καματερεύω= Κάνω το χωράφι καλλιεργήσιμο
Κατένε = Ξέρουνε
Όρθα = Όρνιθα
Δροσοκράτη = Κρατάει δροσιά
Εκειά = Εκεί
Αφέντης = Πατέρας


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα