» Victor Sombra (μτφρ. Ασπασία Καμπύλη, εκδόσεις Carnívora)
Ένας εκδοτικός οίκος, που θα εκδίδει αποκλειστικά ισπανόφωνο νουάρ. Και μόνο ως είδηση αρκούσε για να με ξεσηκώσει. Και το όνομα αυτού: Carnívora. Ένας σαρκοβόρος εκδοτικός οίκος μαύρης λογοτεχνίας. Σε μια ολοένα και πιο ψηφιακή εκδοχή του κόσμου, στον χώρο του βιβλίου κάποιοι επιμένουν στο χειροπιαστό. Για τις τέσσερις γυναίκες, που βρίσκονται πίσω από τις εκδόσεις Carnívora, το βιβλίο αποτελεί πάθος στα όρια του φετίχ. Δεν χρειάζεται να τις γνωρίζει κανείς προσωπικά για να ισχυριστεί κάτι τέτοιο, ένα απλό ξεφύλλισμα των πρώτων τριών βιβλίων που κυκλοφόρησαν αρκεί. Η σχεδόν αβαρής έκδοση, που τόσο ταιριάζει στη νουάρ λογοτεχνία, που όμως δεν “προσβάλλει” τον αναγνώστη-πελάτη, οι τυπογραφικές λεπτομέρειες και το ιδιαίτερο εξώφυλλο κερδίζουν την πρώτη εντύπωση, και μόνο η μικρή γραμματοσειρά δίνει ένα μικρό, ελάχιστο άλλοθι γκρίνιας. Στο βιβλιοπωλείο άλλαξα γνώμη αρκετές φορές για το ποιο από τα τρία θα αγόραζα, θυμήθηκα που σαν παιδιά τα βγάζαμε για να δούμε ποιος θα φυλάξει, χαμογέλασα, έριξα την ευθύνη της επιλογής τελικά στον Γιώργο, που δούλευε εκείνη την ώρα στο υπόγειο βιβλιοπωλείο, πες μου ένα, του είπα, και έτσι γύρισα σπίτι εκείνο το απόγευμα με τον Aνθρωπο-Τανκ στην τσάντα.
“Eχουμε τον Άνθρωπο-Τανκ”.
Ο Ντάρι πλησίασε στο παράθυρο. Φυσικά και ήξερε ποιος ήταν ο αναθεματισμένος Άνθρωπος-Τανκ, όχι όμως τι σήμαινε ότι τον είχαν, ούτε ποιοι τον είχαν. Το βλέμμα του πλανήθηκε στον κήπο, μπροστά στο κτίριο, λες και ο Άνθρωπος-Τανκ θα ξεπρόβαλλε αίφνης εκεί, ένα τέταρτο του αιώνα μετά, κρατώντας τις πλαστικές σακούλες στα χέρια, σταματώντας τον ίδιο πάντα απαστράπτοντα όγκο από ατσάλι και βολφράμιο, με τη μορφή του να αναδύεται τώρα κάτω απ’ το φως των φαναριών, στα γαλήνια σταυροδρόμια των δεντροφυτεμένων μονοπατιών του επιστημονικού πάρκου Ιντεόν, στη Λουντ, στο Νότο της Σουηδίας, και όχι στη συμβολή της λεωφόρου της Αιώνιας Ειρήνης με την πλατεία Τιενανμέν.
Από τα πλέον χαρακτηριστικά φωτογραφικά καρέ του περασμένου αιώνα είναι εκείνο του άγνωστου άντρα που σταματά τη φάλαγγα των τανκ, μετά τη βίαιη εκκένωση της πλατείας Τιενανμέν το 1989, κρατώντας δύο πλαστικές σακούλες στα χέρια του. Ένας άντρας χωρίς όνομα, για τον οποίον κανείς δεν ξέρει από πού εμφανίστηκε στο κάδρο και προς τα πού τράβηξε στη συνέχεια. Εκκινώντας από αυτή τη φωτογραφία, ο Σόμπρα πλάθει τον μύθο του: Για τη συμπλήρωση των είκοσι πέντε χρόνων από την εκκένωση της πλατείας από τους φοιτητές, το καθεστώς αποφασίζει να κάνει μια σειρά από εορτασμούς και εκδηλώσεις, θέλοντας να δείξει τη συμφιλίωση και την ομόνοια της σημερινής Κίνας. Στα πλαίσια των εκδηλώσεων αυτών αναθέτουν στις μυστικές υπηρεσίες να εντοπίσουν τον Άνθρωπο-Τανκ και να τον φέρουν στο Πεκίνο, όπου θα έχει μια εγκάρδια συνάντηση με τον οδηγό του τανκ. Την υπόθεση αναλαμβάνει ο πράκτορας Ντάρι. Είναι η τελευταία του ευκαιρία να εξευμενίσει τους ανωτέρους του μετά από κάποιες όχι και τόσο επιτυχημένες αποστολές. Έτσι λοιπόν, ο Ντάρι αφήνει τη Λουντ της Σουηδίας και ταξιδεύει στο Αζερμπαϊτζάν, όπου υποτίθεται πως ζει ο Άνθρωπος-Τανκ.
Το μυθιστόρημα διαθέτει εξαιρετική πλοκή, με ικανοποιητικές δόσεις δράσης και σασπένς. Οι παραδοσιακά απαραίτητες στη νουάρ λογοτεχνία μοιραίες γυναίκες δεν λείπουν, ενώ και ο Ντάρι είναι όσο αντιηρωικός οφείλει να είναι. Ο Σόμπρα γνωρίζει πολύ καλά την πραγματική ιστορία πάνω στην οποία τοποθετεί τη μυθοπλασία του, κάτι που δίνει πολλούς πόντους στο τελικό αποτέλεσμα, καθώς η αληθοφάνεια αποτελεί απαραίτητο συστατικό επιτυχίας για αφηγήσεις όπως αυτή. Εκείνο που έχει ενδιαφέρον να αναλογιστεί κανείς είναι γιατί άραγε ο συγγραφέας επιλέγει τη συγκεκριμένη ιστορία. Και ενώ η πρώτη απάντηση είναι αρκετά προφανής και σχετίζεται με τη δυναμική της φωτογραφίας που, σε μια εποχή περιορισμένων οπτικών ντοκουμέντων, απέκτησε θρυλικές διαστάσεις, γινόμενη παγκόσμιο σύμβολο αντίστασης και ατομικής ευθύνης, υπάρχει και κάτι ακόμα, στο οποίο φαίνεται και η οξύνοια του Σόμπρα: ο τρόπος με τον οποίο μπορεί να χρησιμοποιήσει μυθοπλαστικά το φωτογραφικό αυτό καρέ. Η φωτογραφία του Ανθρώπου-Τανκ, καθώς και η όποια αναφορά στα γεγονότα της πλατείας Τιενανμέν, είναι απαγορευμένη στην Κίνα, ο συγγραφέας γυρίζει ανάποδα το επικοινωνιακό παιχνίδι του καθεστώτος, τοποθετώντας στη θέση της υποχρεωτικής λήθης μια νέα σηματοδότηση του παρελθόντος, μια επαναπροσέγγιση της ιστορικής αλήθειας, που θα τη φέρνει στα μέτρα των επιδιώξεων της κυβέρνησης.
Η κοινωνία του θεάματος, η επαναδιαπραγμάτευση του παρελθόντος, η εργαλειοποίηση της εικόνας, ο εξωτικός χαρακτήρας της ιστορίας και η φωτογραφία του ανθρώπου απέναντι στο τανκ είναι που κάνουν το μυθιστόρημα αυτό να ξεφεύγει από τα στενά όρια του είδους του και του προσδίδουν περαιτέρω προεκτάσεις, πέραν της αγωνιώδους ανάγνωσης, ικανές να το διατηρήσουν στη μνήμη του αναγνώστη για καιρό, όταν πια η τελική έκβαση της υπόθεσης θα είναι γνωστή, και αυτό είναι κάτι που σπανίζει στη νουάρ λογοτεχνία.