» José Saramago (μτφρ. Αθηνά Ψυλλιά, εκδόσεις Καστανιώτη)
Εδώ τελειώνει η θάλασσα και αρχινά η στεριά. Βρέχει πάνω απ’ τη χλομή πόλη, τα νερά του ποταμού κυλούν θολά απ’ τη λάσπη, πλημμύρα στις όχθες. Ένα σκοτεινό πλοίο πάνω στην κατηφή πλημμυρίδα, είναι το Χάιλαντ Μπριγκέιντ που έρχεται να δέσει στην προκυμαία της Αλκάνταρα. Το υπερωκεάνιο είναι βρετανικό, των Βασιλικών Ταχυδρομείων, το χρησιμοποιούν για να διασχίσουν τον Ατλαντικό, μεταξύ Λονδίνου και Μπουένος Άιρες, σαν τη σαΐτα του αργαλειού, πέρα δώθε στους δρόμους της θάλασσας, πιάνοντας πάντα στα ίδια λιμάνια, Λα Πλάτα, Μοντεβιδέο, Σάντος, Ρίο ντε Ζανέιρο, Περναμπούκο, Λας Πάλμας, μ’ αυτή τη σειρά ή την αντίστροφη, και, αν δεν ναυαγήσει στο ταξίδι, θα πιάσει ακόμα Βίγο και Μπουλόν-σιρ-Μερ, και επιτέλους θα μπει στον Τάμεση όπως μπαίνει τώρα στον Τάγο, ποιος απ’ τους δύο ποταμούς ο μεγαλύτερος, ποιο απ’ τα δυο χωριά.
Όταν το υπερωκεάνιο δέσει στο λιμάνι της Λισαβόνας, ο Ρικάρντο Ρέις θα κατεβεί. Έλειπε δεκαέξι χρόνια στη Βραζιλία. Επιβιβάζεται σ’ ένα ταξί και ζητάει από τον οδηγό να τον πάει σε κάποιο ξενοδοχείο, σε ποιο απ’ όλα, θα τον ρωτήσει εκείνος, σε όποιο να ‘ναι, θα απαντήσει ο Ρικάρντο Ρέις, αρκεί να ‘ναι κοντά στο ποτάμι, λείπω καιρό και δεν θυμάμαι πια τα ονόματα των ξενοδοχείων, θα συμπληρώσει. Θα βρεθεί στο ξενοδοχείο Μπραγκάνσα, δεν είναι το πλέον πολυτελές, ωστόσο ικανοποιεί τον ταξιδιώτη, το δωμάτιο διακόσια ένα είναι ελεύθερο. Παρόλο που δεν μοιάζει να έχουν αλλάξει πολλά, η πόλη δείχνει διαφορετική, δεν είναι λίγα τα χρόνια που έλειπε ο Ρικάρντο Ρέις. Αν δεν ήταν η είδηση σχετικά με τον θάνατο του Φερνάντο Πεσσόα ίσως και να μην γυρνούσε στην Πορτογαλία, όχι ακόμα τουλάχιστον, όμως ο ποιητής πέθανε στις τριάντα Νοεμβρίου του 1935 και ο Ρικάρντο Ρέις επιβιβάστηκε στο Χάιλαντ Μπριγκέιντ λίγες μέρες μετά, το υπερατλαντικό ταξίδι είναι χρονοβόρο όμως και δεν θα φτάσει στη Λισαβόνα παρά λίγο πριν την αλλαγή του χρόνου. Έχει αρκετό συνάλλαγμα ώστε να μην τον απασχολεί να βρει δουλειά άμεσα, στη Βραζιλία δούλευε ως γενικός ιατρός, επάγγελμα ιδιαιτέρως επικερδές. Ως γιατρός άλλωστε ήταν γνωστός εκεί, στον περιορισμένο κοινωνικό κύκλο που διατηρούσε, από τη φύση του μονήρης, και όχι ως ποιητής ωδών. Στο εστιατόριο του ξενοδοχείου θα αντικρίσει τη νεαρή Μαρσέντα της οποίας το αριστερό χέρι κρέμεται παράλυτο χωρίς να υπακούει σε εντολές, βρίσκεται στη Λισαβόνα με τον πατέρα της, έρχονται συχνά εδώ από την Κοΐμπρα για μια θεραπεία σ’ έναν ειδικευμένο γιατρό. Θα γυρέψει αφορμή να την πλησιάσει, η λαχτάρα που νιώθει για εκείνη ολοένα και θα μεγαλώνει, παρά τη μεγάλη διαφορά ηλικίας που τον χωρίζει από εκείνη. Ο Ρικάρντο Ρέις θα συνάψει σεξουαλικές σχέσεις με τη Λίντια, που δουλεύει καμαριέρα στο Μπραγκάνσα, μια σχέση, αν μπορεί κάποιος να την ονομάσει έτσι, εξ αρχής άνιση. Ο καιρός, ο συνήθως άστατος και βροχερός καιρός της πατρίδος του, καθορίζει το καθημερινό πρόγραμμα του γιατρού, που, ελεύθερος υποχρεώσεων καθώς είναι, τριγυρίζει στην πόλη σε κάθε ευκαιρία. Σε έναν από τους περιπάτους του θα συναντήσει τον Φερνάντο Πεσσόα, τον νεκρό από βδομάδες ποιητή.
Ο Ρικάρντο Ρέις, ένας από τους πλέον γνωστούς ετερώνυμους του Φερνάντο Πεσσόα, πρωταγωνιστεί στο μυθιστόρημα του Ζοζέ Σαραμάγκου. Σε μια από τις πρώτες συναντήσεις τους, ο Φερνάντο Πεσσόα θα αποκαλύψει στον έκπληκτο από την απροσδόκητη αυτή συνάντηση Ρικάρντο Ρέις κάτι το οποίο μόνο οι νεκροί γνωρίζουν: κατά αντιστοιχία με την εννιάμηνη εν κρυπτώ ανθρώπινη ύπαρξη πριν από τη γέννηση, υπάρχει ένα ισόποσο διάστημα κατά το οποίο οι νεκροί συνεχίζουν να τριγυρνούν στον κόσμο των ζώντων, ορατοί μόνο σε εκείνους που επιθυμούν. Αυτή η σύμβαση αποτελεί το μεταλογοτεχνικό εύρημα στο οποίο ο Σαραμάγκου στήνει το μυθιστόρημά του: όσο ο Φερνάντο Πεσσόα, ακόμα και νεκρός, τριγυρίζει στους δρόμους της Λισαβόνας, οι ετερώνυμοί του συνεχίζουν να υπάρχουν, ανάμεσά τους και ο Ρικάρντο Ρέις. Ο Σαραμάγκου, όπως αναμένει όποιος γνωρίζει το έργο του, αρέσκεται σε αυτού του είδους τον ρεαλισμό, τον διαποτισμένο με το παράλογο. Η χρονιά θανάτου του Ρικάρντο Ρέις είναι ένα κατά βάση ιστορικό-πολιτικό μυθιστόρημα, με τον Ρικάρντο Ρέις να αποτελεί τον αυτόπτη μάρτυρα των εξελίξεων του 1936, χρονιά επικράτησης του εθνικισμού στην Ευρώπη, προπομπός των όσων ακολούθησαν. Στην Πορτογαλία ο Σαλαζάρ, στη Γερμανία ο Χίτλερ και στην Ιταλία ο Μουσολίνι εδραιώνουν ολοένα την εξουσία τους, ενώ στη γειτονική Ισπανία ο Φράνκο είναι προ των πυλών. Η επιλογή του συγκεκριμένου αυτόπτη μάρτυρα θα επιτρέψει επιπλέον στον συγγραφέα να εξετάσει τον ρόλο που διαδραμάτισαν οι πνευματικοί άνθρωποι, να εντοπίσει την έλξη που τα εθνικιστικά κινήματα άσκησαν σε κάποιους απ’ αυτούς, σημείο στο οποίο αξίζει κανείς να σημειώσει την αναφορά στον Ουναμούνο και τη στήριξη που εκείνος εξέφρασε στους φρανκιστές.
Με το γνώριμο γλωσσικό του ύφος, τον μακροπερίοδο λόγο, τους ενσωματωμένους διαλόγους και τις παρεμβάσεις του αφηγητή ο Σαραμάγκου πετυχαίνει να παραδώσει το -κατά πολλούς- σπουδαιότερο μυθιστόρημά του, αξιοποιώντας στο έπακρο το εύρημά του. Αποδίδει έναν ιδιαίτερο, μακριά από κάθε άλλον, φόρο τιμής στον Φερνάντο Πεσσόα, που εκτείνεται από τον απόλυτο σεβασμό ως την πλήρη ασέβεια, αντίστοιχο της ζωής και του έργου του ίδιου του ποιητή. Η παρουσία του Πεσσόα και του Ρέις στο μυθιστόρημα, τα θραύσματα της σκέψης και της ποίησής τους, προσδίδουν μια επιπλέον γοητεία, χωρίς όμως να επισκιάζουν την πρόθεση του Σαραμάγκου να εξιστορήσει τα γεγονότα εκείνης της χρονιάς, την κατάσταση που επικρατούσε στην Πορτογαλία, πρωτίστως, αλλά και στη γειτονική Ευρώπη, τον έλεγχο του Τύπου από την εξουσία, την καθημερινότητα των ανθρώπων, τον ρόλο της πίστης και την κοινωνική διαστρωμάτωση. Οι ερωτικές ιστορίες του Ρικάρντο Ρέις, που φαινομενικά καλύπτουν μεγάλο μέρος της πλοκής, ο εξιδανικευμένος έρωτας για τη Μαρσέντα και ο σαρκικός για τη Λίντια, όπως και οι επαγγελματικές αναζητήσεις του γιατρού, αποτελούν τη γέφυρα που τον ενώνει με την πραγματικότητα, της οποίας κατά τα άλλα παραμένει παρατηρητής, είτε μέσω της ανάγνωσης των εφημερίδων, είτε ως αυτόπτης μάρτυρας που εκκινεί από την περιέργεια όμως και όχι από κάποια διάθεση ενεργούς εμπλοκής σ’ αυτή. Ο αναχωρητισμός του ποιητή και ο σκληρός ρεαλισμός της πραγματικότητας συνυπάρχουν μ’ έναν τρόπο μοναδικό ίσως στην παγκόσμια λογοτεχνία. Η μετάφραση της Αθηνάς Ψυλλιά στέκει αντάξια του πρωτότυπου.
[…] Αγαπητέ μου Ρέις, αν μου επιτρέπεις μια γνώμη, αυτό είναι παλιανθρωπιά, Άραγε είναι, κι ο Άλβαρο ντε Κάμπος ζητούσε δανεικά και δεν τα πλήρωνε, Ο Άλβαρο ντε Κάμπος ήταν, κυριολεκτικά, και για να μη φύγουμε από τη λέξη, παλιάνθρωπος, Ποτέ δεν τα πήγες καλά μαζί του, Ούτε και μ’ εσένα τα πήγαινα καλά, Ποτέ δεν τα πηγαίναμε καλά μεταξύ μας όλοι εμείς, Ήταν αναπόφευκτο, αφού ήμασταν τόσοι, Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι αυτή η ηθικολογική, συντηρητική του στάση, Ένας νεκρός είναι εξ ορισμού υπερσυντηρητικός, δεν ανέχεται μεταβολές στην τάξη, Σ’ έχω ακούσει να ωρύεσαι εναντίον της τάξης, Τώρα ωρύομαι υπέρ της, […]