Tη γνώρισα σε μια σύσκεψη Υπαλλήλων του Υπουργείου Γεωργίας από όλο το Νομό.
―….Ζωή έχουμε κύριοι συνάδερφοι, μα προσωπική ζωή δεν έχουμε. Δεν πρέπει να έχουμε, αφού είναι συνυφασμένη η δικιά μας η ζωή με των παιδιών, που το Κράτος μας εμπιστεύτηκε να εκπαιδεύσουμε. Με των θετών μας παιδιών. Δώσαμε όρκο και μοναδικός σκοπός μας είναι αυτοί οι απλοί αθρώποι. Οι Αγρότες για σας, οι αγρότισσες για μας τις Υπαλλήλους Οικιακής Οικονομίας…
Ένα ζωηρό χειροκρότημα την ανάγκασε να κοκκινίσει και να υποκλιθεί με χάρη.
Τινάχτηκε μετά, και σαν ελαφάκι, έτσι μικρόσωμη που ήταν, μάζωξε γρήγορα χάρτες σχεδιαγράμματα και φωτογραφίες, και τραβήχτηκε ανάμεσά μας, για να πάρει τη θέση της άλλος ομιλητής.
Και δεν ήταν διάτονες αστέρες τα λόγια της. Έτσι δρούσε. Όπως σχεδόν όλοι μας. Οι περισσότεροι, δεν νοιώθαμε υπάλληλοι. Ιεραπόστολοι ήμασταν σε μια ακριτική περιοχή που σαν σκοπό της ύπαρξής μας είχαμε την πρόοδο κι ανάπτυξη των κατοίκων της.
Αν τη ρωτήσεις σήμερα τι θυμάται, τι της έχει μείνει από τη ζωή της πέντε χρόνια στο Μεγαλοχώρι, με πολύ σεμνότητα, θα απαντήσει:
―Η αποδοχή του κόσμου. Αυτό μου έχει μείνει, αυτό έρχεται στο μυαλό μου.
Έβλεπε όνειρο πως είχε γυρίσει η μανούλα της φορτωμένη δώρα, και χοροπηδούσε απ’ τη χαρά της, όταν άκουσε η Δάφνη πολύ φασαρία, ένα χτύπο σαν κάτι να έπεσε, κι αμέσως δυνατό κλάμα. Χάθηκε η μανούλα της, μαζί και τα δώρα, κι αναστατωμένη ξύπνησε. Κοιτάει δίπλα της, έλειπε. Τρόμαξε. Πέταξε τα σκεπάσματα, τινάχτηκε πάνω, κι όρμηξε προς τα κει που ξεπρόβαλε να χοροπηδά και μια να μεγαλώνει μια να μικραίνει, η χλωμή, φλογισμένη μάγισσα.
Έσπρωξε απότομα τη μισάνοιχτη πόρτα που έβγαζε στο κουζινάκι, και με φρίκη αντίκρισε τη μικρή αδερφή της στο πάτωμα να κλαίει, και δίπλα το καντήλι σπασμένο, με τα λάδια στα σανίδια να λαμπαδιάζουν. Ένα μαξιλάρι, κι αυτό να καίγεται.
Έμπηξε τις φωνές, κανένας δεν ήταν στο σπίτι, ούτε στη γειτονιά, άρχισε πανικόβλητη να τρέχει και να στριφογυρίζει στον ίδιο τόπο, να σφουγγίζει τα μάτια της και να κάνει το σταυρό της
―Παναγία μου! Βοήθησέ με! Τι να κάνω τώρα;
Της πέρασε απ’ το μυαλό να πάρει αγκαλιά την αδερφή της και να φύγουν, μα ήταν σίγουρο, πως θα καιγόταν το μοναδικό τους αυτό σπιτάκι.
Άστραψε όμως σαν από θάμα ομπρός της η φιγούρα της δεσποινίδας, τότε στο λεωφορείο, πήρε κουράγιο, γίνηκε κι αυτή μεγάλη, άρπαξε μια κουβέρτα από δίπλα, κι ίδιο ζαρκάδι, χίμηξε με τρόμο, αφού δεν ήξερε καλά τι έκανε, την πέταξε με δύναμη στα αναμμένα λάδια, έπεσε κι η ίδια απάνω, πάσκισε, και η φωτιά έσβησε.
Βάλθηκε στo λιγοστό φως της λάμπας που ήταν κρεμασμένη στο τοίχο να σηκώσει τη Χρυσούλα,
―Άσε με· πονάω. Φώναξε αυτή, και δυνάμωσε το κλάμα της.
Μα ως την αγκάλιασε, ένοιωσε στη φούχτα της ένα ζεστό πηχτό υγρό.
Κοιτάει, μια πληγή στο ζερβί της μπράτσο, και το αίμα να στάζει στο μαύρο μπλουζάκι της.
―Αδερφούλα μου! Τι έπαθες;
―Ξύπνησα, και διψούσα, είπε κλαψιάρικα, και καθώς είδε το αίμα, άρχισε να τσιρίζει.
Σταμάτησε τα αναφιλητά για λίγο, και παραπονιάρικα συμπλήρωσε.
―Δεν έφτανα το ποτήρι, κι ανέβηκα στο καρεγλί, αλλά γλύστρησεεε!!. Είπε κι έμπηξε πιο δυνατές στριγκλιές.
Και να μην είναι κανένας στο σπίτι.
Η μητέρα τους, τέσσερις μήνες πεθαμένη, είχε γκρεμιστεί το φορτηγό που πήγαινε στη Μεγαλόχαρη, στο πανηγύρι, κι ο πατέρας τους, αφού τις έβαλε να κοιμηθούν, άναψε το καντήλι μπροστά στα εικονίσματα και της συχωρεμένης τη φωτογραφία, αφήκε παραπέρα τη λάμπα πετρελαίου να ανάβει μη φοβηθούν στο σκοτάδι τα παιδιά, καβάλισε το μουλάρι, και, στο διπλανό χωριό, να αλέσει τις ελιές.
Με χέρια να τρέμουν, η Δάφνη πήρε μια καθαρή πετσέτα, και σαν τον θείο της το Γιώργη που γιάτρεψε το Κωστή όταν είχε μπηχτεί στο ποδάρι του ένα μυτερό σίδερο, έσφιξε με όλη τη δύναμη της το μπράτσο της μικρής πάνω απ’ τη πληγή, έριξε οινόπνευμα, τσίριξε ξανά αυτή, κόλλησε απάνω λίγο καπνό από τη ταμπακέρα του πατέρα τους να σταματήσει το αίμα, την έβαλε στο κρεβάτι, και της είπε.
―Μείνε ξαπλωμένη. Αν μπορείς, κοιμήσου. Δεν θα αργήσω. Πάω στη δεσποινίδα.
Έβαλε το χοντρό πανωφόρι, σιγουρεύτηκε πως είχε σβήσει τελείως η φωτιά, και βγήκε στο σκοτάδι.
Παγωνιά. Οι δρόμοι εφιαλτικά ασπρισμένοι και γυαλιστεροί με το πρόσφατο χιόνι που είχε παγώσει τη ξάστερη τούτη νύχτα, και τα κρύσταλλα να κρέμονται από τις χαμηλές στέγες και τα κλαδιά των δέντρων. Δεν καταλάβαινε όμως κρύο. Έπρεπε να τρέξει.
Είχε πολύ δουλειά σήμερα το βράδυ η δεσποινίς Τζέλη. Να τελειώσει την αναφορά προς τη Διεύθυνση, να σκαρώσει το πρόγραμμα δράσης της εβδομάδας, και να ετοιμάσει το δεύτερο μάθημα πρώτων βοηθειών για τα κοριτσάκια του χωριού· τις αγροτονεάνιδες όπως τις λέγανε. Και το πρωί, έξι η ώρα στο λεωφορείο, να πάει στο διπλανό χωριό το Μετόχι, για το μάθημα, πώς να κάνουν κονσέρβες τα λαχανικά τους οι αγρότισσες.
Τρεις η ώρα τα μεσάνυχτα, και μόλις είχε ξαπλώσει, όταν άκουσε τρεχάτα βήματα στο δρόμο, κι αμέσως, ένα γρήγορο μα σιγανό χτύπημα στο παναθυρόφυλλο. Πετάχτηκε, και χωρίς να ανάψει το φως, χώθηκε πίσω από τη ξώπορτα.
―Ποιος είναι; Ρώτησε ανήσυχη.
Σαν άκουσε τη φωνή της Δάφνης, άνοιξε.
―Δεσποινίς Τζέλη, συγνώμην, αλλά έπεσε η Χρυσούλα και σκίστηκε το χέρι της· δεν ξέρω τι να κάνω! Ο μπαμπάς λείπει! Μπορείτε να ρθείτε σπίτι μας; Τη ρώτησε αλαφιασμένη.
Σε λίγα λεφτά ήταν δίπλα στο κλαμένο κοριτσάκι. Περιποιήθηκε την πληγή της, δεν ήταν κάτι σοβαρό, βοήθησε να καθαρίσουν λίγο το σπίτι από τα καμμένα λάδια μην τρομάξει ο πατέρας τους όταν, πρωινές πια ώρες, γυρίσει απ’ το λιοτρίβι, φίλησε τα δυο κορίτσια, τα συμβούλεψε, κι έφυγε.
Πήγε πίσω στο σπίτι που είχε νοικιασμένο, μα δεν της κόλλαγε ύπνος. Ετοίμασε ό,τι θα χρειαζόταν για το μάθημα, χαρτιά, σημειώσεις, μια μικρή χύτρα να αποστειρώνουν τα καπάκια από τα βάζα, κι άλλα μικροπράγματα, και πήγε στη πλατεία, λίγο πριν ξεκινήσει το μικρό, επισκευασμένο πια, λεωφορείο.
Μόλις την είδε ο κυρ-Νίκος να έρχεται, φώναξε χαρούμενος.
―Καλημέρα δεσποινίς Τζέλη. Μεγάλη χαρά κάνω που σας ξαναβλέπω. Κι έτρεξε να την βοηθήσει.
Καθώς έσκυψε να πάρει τις τσάντες, έπιασε και τα δυο της χέρια σφιχτά, και τα φίλησε μ’ ευγνωμοσύνη.
―Δε θα το ξεχάσω ποτέ. Μου σώσατε τη περιουσία μου! Τη ζωή μου!
Μπήκανε μέσα, μαζί και λίγοι επιβάτες, ξεκίνησε.
Γύρισε το κεφάλι του προς τα πίσω, είδε τα κοκκινισμένα απ’ το ξενύχτι μάτια της, κατάλαβε.
―Κατά που φαίνεστε, εψές θα είχατε πολύ δουλειά!
―Δεν κοιμήθηκα καθόλου· απάντησε η κοπέλα.
―Δε μου πέφτει λόγος, αλλά, νέο κορίτσι εσείς, δεν πρέπει να κουράζεστε τόσο. Οι δουλειές, δεν τελειώνουν. Μόνο εμείς τελειώνουμε. Ξανάπε με στοργή ο κυρ Νίκος.
―Δεν είναι δουλειά κυρ Νίκο· λειτούργημα κάνω.
―Δε καταλαβαίνω δεσποινίς, μα αφού το λέτε εσείς, έτσι θα είναι. Σας θυμάμαι όμως και τη περασμένη φορά, περάσανε κι όλας δυο μήνες, έτσι ήσασταν πάλι. Κατάκοπη, και με μάτια κόκκινα σαν το αίμα.
Ήταν, αρχές του Απρίλη, με τα βουνά ακόμα στα πράσινα, και τους χειμάρρους να κουβαλάνε φουριόζικα τη λάσπη, όταν δεκαπέντε κοριτσάκια, όλα του Συλλόγου αγροτονεανίδων με Πρόεδρο τη Δάφνη, από το Μεγαλοχώρι, πηγαίνανε στο Αρκάσι, για τα εγκαίνια της έκθεσης.
Οδηγός και τότε, ήταν ο ίδιος. Ο κυρ-Νίκος· συνιδιοκτήτης κατά που λέγανε του λεωφορείου.
Τα νεαρά κορίτσια, δώδεκα με είκοσι χρονώ, όχι παραπάνω, ξένοιαστα, όλο ζωντάνια κι ενθουσιασμό που ήταν μια μεγάλη ευκαιρία να ξεκολλήσουν απ’ το φουστάνι των μανάδων τους, τραγουδούσανε, λέγανε χωρατά, και το γέλιο τους σκόρπαγε, έβγαινε από τα παναθύρια, κι έσβηνε στ’ αετώματα θαρρείς, πέρα στις βουνοκορφές.
Σηκώθηκε κι η Δάφνη, είπε το καλό της το ανέκδοτο με τη χήνα που έκανε την πάπια, και μετά η Δεσποινίς, ζήτησε να απαντήσουν στο πιο δύσκολο πρόβλημα της. ―Ένα τούβλο, ζυγίζει ένα κιλό και μισό τούβλο. Πόσο ζυγίζουν, σε κιλά, τα δυο τούβλα; Ρώτησε.
Πέσανε όλες σε συλλογή, ανταλλάζανε κουβέντες, ξύνανε το κεφάλι, γελούσανε και λίγο, όταν άξαφνα, φωνές τρόμου πλημμυρίσανε το λεωφορείο, καθώς είδανε με δέος τη μηχανή να σπιθίζει, και να ακούγονται μικροεκρήξεις. Φρέναρε αμέσως ο οδηγός, και με το που άνοιξε να κατέβει, πύρινες γλώσσες φανήκανε. Στον πανικό και τις κραυγές ανάμεσα, ακούστηκε διαπεραστική η φωνή της Τζέλης.
―Όλοι έξω! Με τάξη! Χωρίς σπρωξίματα.
Κι αμέσως, την είδανε να τινάζεται πάνω σαν ελατήριο, να βγάζει το καινούργιο της παλτό, και με μια γρήγορη κίνηση, να κουκουλώνει τις φλόγες. Το πατίκωσε ολόγυρα να κόψει το οξυγόνο, το κράτησε λίγη ώρα, μαυρίσανε τα πάντα με το καπνό, μα δε σηκωνόταν, έτσι που ήταν μπρουμυτισμένη, και φώναξε τώρα πιο δυνατά.
―Γρήγορα· κι από τις δυο πόρτες· έξω.
Άδειασε το λεωφορείο, και μετά, έτσι, μουτζουρωμένη, μόνο με τη μπλούζα, ίδιο αγρίμι, βγήκε κι αυτή.
Κάτι είπε στον εισπράκτορα που είχε λίγα εγκαύματα στο ζερβί του χέρι, κι αμέσως έσκυψε στη νοτισμένη γης, έμπηξε τα νύχια της, πήρε δυο φούχτες από το αυλάκι δίπλα στο χωματόδρομο, και ξαναφώναξε επιταχτικά.
―Πετάτε λάσπη!
Όλοι μαζί, παίρνανε με τις φούχτες λασπωμένο απ’ τη βροχή χώμα, και το πετούσαν στη μηχανή απάνω.
Γρήγορα σταμάτησε να καπνίζει, πλένανε τα λασπωμένα χέρια τους στο ποταμάκι παραδίπλα, και με τα πόδια συνεχίσανε λίγα χιλιόμετρα παραπέρα, ως το Αρκάσι.
Δεν είχαν καιρό για χάσιμο. Κατ’ ευθείαν στη Κοινοτική αίθουσα που χρησίμευε και για κινηματογράφος, και πιάσανε δουλειά.
Ετοιμαστήκανε τα πάντα, έφταξε η ώρα, στρογγυλοκάθησαν οι επίσημοι κι οι γεροντότεροι, οι πιο νέοι όρθιοι, και μαγεμένη η Δάφνη την παρακολουθούσε καθώς ανέβαινε, λες και πέταγε, στην εξέδρα, για τα εγκαίνια της γεωργοεκπαιδευτικής έκθεσης, που κάθε χρόνο διοργάνωνε η δεσποινίς Τζέλη.
Στάθηκε δίπλα στο τραπέζι, έκανε μια σεμνή υπόκλιση σε όλους, από Νομάρχη και Δήμαρχο μέχρι τα ερχομένα απ’ όλο το νησί αγροτόπαιδα, τους έστειλε ένα ζεστό χαμόγελο, τέντωσε μπροστά τα χέρια με τα ακροδάχτυλα της ν’ ακουμπάνε, σκέφτηκε, ή περίμενε λίγο να σωπάσουν όλοι, μετά τίναξε δυνατά τις ανοιχτές παλάμες σα να ξεκόλλησαν ξαφνικά, τις κράτησε αντικριστά με τα δάχτυλα προς τα μέσα κυρτωμένα σα να ετοιμαζόταν να πετάξει τη μπάλα στη, μπασκέτα, και σβάρνισε τη κοφτερή της ματιά ολόγυρα.
―Έτσι, είπε με πρόσχαρο ύφος κι ανέβασε πιο ψηλά τα χέρια της με την ανύπαρκτη μπάλα, έτσι, θα πρέπει να είμαστε όλοι. Σ’ όλη τη γη, στο νησί στο χωριό μας, σε κάθε κοινωνική ομάδα. Είναι ανάγκη, να είμαστε άρρηκτα δεμένοι. Σαν ένα κύτταρο. Μόνο τότε θα προκόψουμε και θα μεγαλουργήσουμε. Όπως σήμερα.
Μιλήσανε κι άλλοι, με τελευταίο τον κύριο Νομάρχη, που κοντός και στρουμπουλός όπως ήταν, με μια πλατιά γραβάτα σα τραπεζομάντηο, όλο και κατέβαζε το μικρόφωνο, λες κι ήθελε να το καταπιεί.
Ξεχύθηκαν μετά σαν τα μαντρισμένα αγριοκάτσικα την ώρα που ανοίγει ο πόρος τα νιάτα του βουνού και του κάμπου, με φορεσιές ίδιες των προγόνων τους, και με το χορό τους σκορπίσανε τον ενθουσιασμό.
Σε λίγο, ένα βουερό μελίσσι φάνηκε, με πρώτη τη Τζέλη, μετά το Δήμαρχο, και ξοπίσω τη Δάφνη κι όλα τα αγόρια και κορίτσια που ήταν προέδροι στους αγροτικούς Συλλόγους, πιάσαν γερά τα χέρια, κι όλοι μαζί λικνίστηκαν στους ρυθμούς της ¨μουσικής της μεθύστρας¨.
Θαμάξανε μετά τα εκθέματα, έργα των αθρώπων της υπαίθρου, και, αργά το μεσημέρι, φάγανε, ήπιανε, και διασκεδάσανε με έξοδα των Συλλόγων και των αρχόντων του τόπου.
Σα καταλαγιάσανε τα πνέματα και σηκωθήκανε να φύγουν, θελήσανε να τη χαιρετήσουν, μα, πουθενά η Τζέλη. Ψάξανε, τη βρήκανε να στέκει, κιτρινισμένη, στη Βορεινή πλευρά, κάτω από τη μεγάλη βαλανιδιά, με μια αγκαλιά κοριτσόπουλα, το πιο μεγάλο η Χρυσούλα, να κάνουνε πρόβα για τον αγροτικό ύμνο που θα τραγουδούσανε.
Ζαλίστηκε όμως προς στιγμή, κρατήθηκε απ’ το κλαδί μην πέσει, αναμάζωξε όση δύναμη της απόμενε, βρέθηκε πάλι στην εξέδρα.
Φτερούγησαν μαυλιστικές οι αγγελικές φωνούλες τους, μαζέψανε θαυμασμό και χειροκροτήματα, σκορπίσανε.
Περπάτηξε η ώρα, σφυρίζανε τα λιγοστά λεωφορεία, δώκανε συχαρητήρια, τέλειωσε το πανηγύρι για σήμερα, φύγανε όλοι· μικροί και μεγάλοι
Μόνο η δεσποινίς Τζέλη δεν έφυγε. Την πήγανε σχεδόν σηκωτή στο πρόχειρο ιατρείο του χωριού. Δεν είχε αντέξει τόση κούραση και ξενύχτι, λύγισε, έμεινε στο κρεβάτι κάμποσες μέρες από υπερκόπωση.
Γι αυτό και σήμερα ανησύχησε ο κυρ Νίκος έτσι που την είδε κιτρινισμένη, και τα μάτια της κατακόκκινα. Του είπε και για τη φωτιά στου κυρ Αντρέα το σπίτι, με τις κόρες του που κοντέψανε να καούνε, τρόμαξε, γύρισε ξανά το κεφάλι προς τα πίσω.
―Δεσποινίς, σε χρειαζόμαστε εδώ που σε στείλανε. Εφτά χωριά έχεις στο κεφάλι σου, κι όλοι από σένα περιμένουμε. Γι αυτό, να προσέχεις. Έμαθες στις γυναίκες μας ένα σωρό πράγματα, και σάξανε το σπιτικό μας. Κάνουνε τώρα κονσέρβες, χυμούς, εργόχειρα, ραψίματα, μέχρι και το καμπινέ φτιάξαμε οι πιο πολλοί και δε κατεβαίνουμε πια στην αυλή πρωί-πρωί ή τη νύχτα. Κι ακόμα ένα, οι γυναίκες σήμερα δεν ξεχωρίζουν! Φτωχές και πλούσιες, ανταμώνουν σα νάνε ίσες. Πότε στο Σύλλογο και πότε στις εκδρομές. Γι αυτό σου λέω. Κράτα γερά. Αν φύγεις χαθήκαμε.
―Ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια, είπε η κοπέλα, κι έπεσε σε συλλογή.
Στο Μετόχι, σταμάτησε το λεωφορείο ομπρός το μεγάλο καφενείο, και τρέξανε
τα κορίτσια που την περιμένανε, να πάρουν τα πράγματά της, κι αμέσως στη λέσχη που τους είχε παραχωρήσει το Κοινοτικό Συμβούλιο για να κάνουν τα μαθήματά τους.
Μαζωχτήκανε οι μεγάλες, κουβαλήσανε τα φρούτα, ανάψανε φωτιά έγινε το μάθημα μαζί και η επίδειξη, χωρίσανε ευχαριστημένες.
Αργά το απόγεμα, σα γύρισε, πάλι με το κυρ Νίκο οδηγό στο Μεγαλοχώρι, με κάμποσα λουλουδάκια στο χέρι, εδώ στη πλατεία, περίμενε η μικρή Χρυσούλα. Να της τα δώσει μαζί με φιλάκια, και χίλιες ευχαριστίες που την έκανε καλά και τώρα το χεράκι της πονούσε λιγότερο.
Όπως τα μικρά σκυλάκια δεν ξεχνούν ποτέ τον ευεργέτη τους, κόλλησε κι αυτή πίσω από την Τζέλη, και δεν ήθελε με τίποτα να την αποχωριστεί. Μητέρα της την είχε. Όπου πήγαινε, στο γραφείο, στη λέσχη ή στα μαθήματα, από κοντά της. Μέχρι που παρακάλεσε τον πατέρα της τον κυρ Αντρέα, να την αφήσει να κοιμάται στο σπίτι της. Κάμποσες φορές της έκανε το χατίρι.
Όλοι την αγαπούσανε τη δεσποινίδα Τζέλη, και όλοι κάτι μάθανε από αυτήν.
Όμως το κακό δεν άργησε να έρθει.
Μια βροχερή χινοπωριάτικη μέρα, ο ταχυδρόμος της έφερε ένα τηλεγράφημα. Από το Υπουργείο Γεωργίας έγραφε πάνω. Ταράχτηκε, δεν ήξερε για καλό ή για κακό ήταν, το άνοιξε, και διάβασε.
«Άμα λήψη παρούσης παρακαλούμε παρουσιαστείτε Υπουργείον Γεωργίας, διεύθυνση …. Προάγεστε ευμενώς και τοποθετήστε εις την Κεντρικήν Υπηρεσίαν.»
Το διάβασε πολλές φορές να το χωνέψει, τσιμπήθηκε να δει αν είναι ξυπνητή, κι άρχισε μια να κλαίει και μια να γελάει.
Όλοι στεναχωρεθήκανε που θα την χάνανε, αλλά χαρήκανε που πήρε προαγωγή και θα πήγαινε σε καλλίτερη θέση.
Η Δάφνη, έβαλε σκοπό της ζωής της να της μοιάσει, ενώ η μικρή Χρυσούλα, έκλαιγε απαρηγόρητη.
―Είχα μια μανούλα, έλεγε, μου την πήρε η Παναγία. Τώρα, είχα μια άλλη, πιο μικρή και πιο όμορφη, μου την παίρνουν κι αυτή.
Την παραμονή που θα έφευγε, όλα τα κορίτσια στο Μεγαλοχώρι, με το Σύλλογο τον αγροτικό που είχανε, μπήκανε στο λεωφορείο του κυρ Νίκου, με τη δεσποινίδα Τζέλη στη πρώτη θέση, όπως τότε με τη φωτιά, με τη Δάφνη και τη μικρή Χρυσούλα δίπλα της, και γυρίσανε όλα τα χωριά να τα αποχαιρετήσει και παντού τη γιόμιζαν ευχές και δώρα
Και σαν έμπαινε την επαύριο στο αυτοκίνητο για να φύγει, η Δάφνη κράτησε με το ζόρι τη μικρή Χρυσούλα που ήθελε να πάει μαζί της.
Αυτό δεν ήταν μπορετό, όμως της χάρισε την πιο καλή της κούκλα και μια ζωγραφιά με ένα άγγελο που πετούσε στον ουρανό πάνω από όλο τον κόσμο. Η ίδια τον είχε ζωγραφίσει.
Για τη μανούλα της τη δεύτερη που έχανε.
Τη σήκωσε η δεσποινίς Τζέλη να τη φιλήσει, κι ως την έσφιγγε η μικρή Χρυσούλα απ’ το λαιμό, ένοιωσε στα μάγουλά της ζεστά τα δακρυάκια ανάμειχτα με τα σαλάκια της
1. Κ. Παλαμάς.