» …και γιατί σήµερα αυτή αποτυγχάνει
«Η ελπίδα πέρασε πάνω απ’ τα κεφάλια τους
σαν αστέρι που πέφτει από τον ουρανό»
Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε
Πιστεύω ότι πάντα είναι ενδιαφέρον να ξεκινάς από τον ορισµό και από αυτά που αγγίζουν το επίκεντρό του. Τι νόηµα έχει η λέξη Σοσιαλδηµοκρατία και πώς αποκαλύπτεται αυτό στην καθηµερινή ζωή;
Ποιες είναι οι µεγάλες κοινωνικές κατακτήσεις που τη φωτίζουν και πόσο επιδραστική θα µπορούσε να είναι αυτή στον επιτεινόµενα συγκρουσιακό 21ο αιώνα;
Όπως καλά γνωρίζουµε όλα στην πολιτική όπως και στη ζωή εξελίσσονται, αλλά η ιστορία ευτυχώς υπάρχει ακόµα και τα παραπάνω ερωτήµατα έχουν κοινό σηµείο αναφοράς τη σύγχρονη πολιτική ιστορία. Με την έννοια αυτή και µε αφορµή τον νεοαφυπνισµένο έρωτα για την Σοσιαλδηµοκρατία γυρνώντας το νήµα της ιστορίας πίσω µπορούµε να αναδείξουµε τον τρόπο της ιστορικής της διαµόρφωσης και να την τοποθετήσουµε στο ιστορικό της πλαίσιο.
Είναι ενδεχοµένως µία αυτάρεσκα επαναλαµβανόµενη κοινοτοπία η τοποθέτηση της Σοσιαλδηµοκρατίας στη χώρα µας, στο στενό πια κοµµατικό πλαίσιο του ΠΑΣΟΚ. Η υπόµνηση ωστόσο, ως ζώσα εµπειρία, στην οποία θα αναφερθώ παρακάτω, ότι το κίνηµα αποτελεί τον γενέθλιο τόπο της και παρά την προσπάθεια απορφάνισής της τελευταία, δεν έχει άλλη κατοικία, ούτε και άλλον νόµιµο κληρονόµο, στερώντας έτσι από τους αντιπάλους του το δικαίωµα να εφεσιβάλουν την ετυµηγορία αυτή, καθιστά κατανοητή την κοινοτοπική επανάληψη.
Αποτελεί ακλόνητη πεποίθηση επιπλέον ότι κάθε µορφή επανεκκίνησης και ανασύνταξης, όπως αυτή που επιχειρείται σήµερα, έχει ανάγκη υπεράσπισης. Έχει ανάγκη υπεράσπισης, όπως είναι φανερό, η ιδιαίτερη σηµασία της δεύτερης ζωής, που σήµερα αναζητά µε πάθος η Σοσιαλδηµοκρατία και η πολυσηµία της επικαιροποίησής της, µε νέα αφηγήµατα αυτοπροσδιορισµού και αυτοκατάφασης, που θα µιλούν ευθέως στο σήµερα, αφού µία νέα και άγνωστη µέχρι πρότινος εποχή την έχει ξεπεράσει.
Η Σοσιαλδηµοκρατία ως κοσµοθεωρία αποτελεί στοιχείο της νεωτερικότητας και συµπυκνώνει µέσα της σηµασίες και αξίες, όπως είναι ο ανθρωπισµός, η αυτονοµία του ανθρώπου, η οικουµενική ανεκτικότητα, οι οποίες κορυφώνονται κατά τον µετασχηµατισµό της πραγµατικής καθηµερινής ζωής, φέρνοντας έτσι την ιστορία πλησιέστερα στο ιδεώδες της ανθρώπινης κοινότητας. Η ιστορική της διαµόρφωση όµως τα χρόνια ακόµα που η κοινωνική θεωρία υιοθετούσε τις ακµάζουσες τότε αξίες της Αριστεράς, το Κοινωνικό Κράτος, µία από τις σπουδαιότερες κατακτήσεις της ανθρωπότητας και τα εργαλεία του Κεινσιανισµού είναι ίσως αυτό που περισσότερο την ορίζει. Είναι αυτά που γεννούν και δίνουν ζωή στο νόηµα της Σοσιαλδηµοκρατίας, που δεν είναι άλλο από την «ποιότητα του κόσµου», την ποιότητα δηλαδή της συλλογικής µας ζωής, µε την προσπάθειά της τα πράγµατα γύρω µας να πηγαίνουν όσο το δυνατόν καλύτερα: να ενδιαφέρουν και να συγκινούν τους πολλούς και όχι µόνο τους λίγους · αφού σ’ έναν κόσµο για λίγους δε χωράει κανείς. Αυτό συνιστά τον ιστορικό της θρύλο και την πιο θεαµατική επιβεβαίωση του ίδιου του ορισµού της.
Ας θυµηθούµε ότι ο ∆ηµοκρατικός Αναθεωρητισµός του διακηρυγµένου σοσιαλισµού του ΠΑΣΟΚ και η µετεξέλιξή του σε Σοσιαλδηµοκρατία, ανταποκρινόµενο στις δηµοκρατικές διεκδικήσεις και τις ανάγκες της εποχής, έγινε µέσα από διεργασίες Σοσιαλδηµοκρατικής αυτοπραγµάτωσης, επιλέγοντας τον ρεαλιστικό δρόµο των προοδευτικών µεταρρυθµίσεων ως επίκεντρο των τεράστιων τοµών που άλλαξαν ποιοτικά την ελληνική κοινωνία. Ενώ ο ∆ηµοκρατικός Αναθεωρητισµός της ιστορικής Ευρωπαϊκής Σοσιαλδηµοκρατίας προέκυψε µέσα από µία πορεία αντιπαραθέσεων και συγκλονιστικών επεξεργασιών, µε πρωταγωνιστές τον Bernstein και τον Zean Zeurés.
Η Σοσιαλδηµοκρατία, ως πολιτικό φαινόµενο, συνδέεται στη χώρα µας επιπλέον και µε την οµήλική της Μεταπολίτευση, αφού και οι δύο έχουν κοινή αφετηρία τη ∆ηµοκρατία. Συχνά τείνουµε και στις δύο να προσδίδουµε ένα νοσταλγικό και εκστατικό χαρακτήρα, εφόσον το κοινό τους παρελθόν, ιδίως των πρώτων χρόνων, το αναφλέγει η «ανατρεπτικότητά του», η µοναδικότητά του και κυρίως επειδή το παρελθόν αυτό τις διαχωρίζει από µία σηµαδιακή εποχή δηµόσιου ζόφου.
Είναι περιττό νοµίζω να αναφέρω ότι σήµερα η Σοσιαλδηµοκρατία ηττάται συνολικά και η αιτία γι’ αυτό θα πρέπει να αναζητηθεί στο θολό µήνυµα που εκπέµπει η πολιτική της αφήγηση µετά την ένδοξη ιστορική της περίοδο και στην αδυναµία της να προβάλει µία εναλλακτική πολιτική αντιπρόταση που θα την διαφοροποιεί από τον οικονοµικό φιλελευθερισµό ο οποίος αντιλαµβανόµενος αυτό που είχε πει ο Αντόνιο Γκράµσι ότι «για να κυριαρχήσεις πολιτικά πρέπει πρώτα να κερδίσεις την ιδεολογική µάχη» κράτησε τις λέξεις όπως είναι η πρόοδος, ο εκσυγχρονισµός και οι µεταρρυθµίσεις και άλλαξε το περιεχόµενο. Έτσι σήµερα στην εικόνα της στη χώρα µας, είναι συντριπτικά περισσότερα τα κενά και τα απόντα κοµµάτια της σε σχέση µε τις συµπληρωµένες ψηφίδες, περιορίζοντας έτσι ασφυκτικά τη δυνατότητα διαµόρφωσης ενός αναγκαίου εναλλακτικού πόλου διακυβέρνησης. Ας µου επιτραπεί ωστόσο να παρατηρήσω ότι µέσα από µία πολιτική παραδοξότητα, η Σοσιαλδηµοκρατία είναι σήµερα συγχρόνως το πιο εµφανές αρχέτυπο, εκείνης της πολιτικοκοινωνικής δύναµης, που έχει γίνει ο πρωτεύων στόχος και το ιδεατό πολιτικό µοντέλο δέσµευσης στο ευ ζην. Καµία έκπληξη αφού η ικανότητά της να γεννά ελπίδες, την καθιστά ευεπίφορη σηµαντικών προοδευτικών αλλαγών και ολότελα απροσδόκητων.
Παρά ταύτα υπάρχουν καλοί λόγοι να αναρωτηθούµε πόσο επιδραστική θα µπορούσε να είναι η Σοσιαλδηµοκρατία, στις πολιτικές συνθήκες και συνθήκες ζωής της µετανεωτερικής κοινωνίας, µε εµφανείς τους χαλαρούς πολιτικοϊδεολογικούς δεσµούς, που λύνονται εύκολα κάθε φορά που αλλάζουν οι περιστάσεις; Ας θυµηθούµε, ότι ποτέ άλλοτε όσο σήµερα ο άνθρωπος, δεν ήταν τόσο ασταθής, απρόθυµος να δεσµεύεται, βουτηγµένος στον κοµφορµισµό και την αµφιθυµία. Είναι αναγκαίο όµως όσο ποτέ άλλοτε ταυτόχρονα, σ’ αυτό το ρευστό και µοντέρνο πολιτικοκοινωνικό περιβάλλον της θριαµβεύουσας «εξατοµίκευσης» και τις δικές του διεργασίες αποσύνθεσης του µεταπολεµικού κοινωνικού κράτους, η Σοσιαλδηµοκρατία, να βρει τον τρόπο συγκρότησής της σε «φυσικό κόµµα της διακυβέρνησης» όπως θα έλεγε ο Μπάλντουιν. Αφού το κενό, που γεννιέται κατά τον Μπάουµαν, ως µη αξία, ως εξαίρεση, είναι επιβεβληµένο να καλυφθεί, γιατί αυτό απαιτεί η θεσµική ισορροπία του πολιτικού συστήµατος µε την επανόρθωση του συστήµατος του περισσότερο αναγκαίου και λιγότερο δηµοφιλούς δικοµµατισµού. Με αυτόν τον τρόπο, ωστόσο, θα αποσυνδεθεί το πολιτικό σύστηµα από την «κυριαρχία» του ενός κόµµατος που σήµερα στοιχειώνει τη χώρα µας, αφού ο πολιτικός ναρκισσισµός της κυριαρχίας της απόλυτης αυτάρκειας και της απόλυτης κυριότητας συµβάλλει αναπόδραστα στη διαµορφωτική εµπειρία µιας ελλειµµατικής θεσµικής λειτουργίας. Έτσι, για να µην ξεχνιόµαστε, η ∆ηµοκρατία λειτουργεί µεν µε την αρχή της πλειοψηφίας αλλά η ∆ηµοκρατία δεν είναι και δεν πρέπει να διολισθαίνει σε ιδιοκτησία της πλειοψηφίας. ∆εν υπάρχει τίποτε κοινότερο άλλωστε στη νεώτερη εποχή, από την πίστη, ότι η δύναµη διαφθείρει. Τα λόγια αυτά του Περικλή, όπως τα µεταφέρει ο Θουκυδίδης, είναι ίσως µοναδικά, για τα µηνύµατα που εκφράζουν.
Στη σηµερινή, εξόχως ανεπτυγµένη εποχή, µε τις ατελέσφορες παρότι τεράστιες δυνατότητες άµβλυνσης όλων των ανισοτήτων, και την αγωνία της ανασφάλειας να έχει επηρεάσει την προσωπική ζωή σ’ ένα γενικότερο επίπεδο, η φράση «το αύριο θα είναι καλύτερο», φαίνεται να µην καταφέρνει να εξαλείψει τον κυνισµό της καθηµερινότητας, που κάποιες φορές για τη σκληρότητά του απλώς δεν υπάρχουν δικαιολογίες. Στην εποχή αυτή, η Σοσιαλδηµοκρατία, αντιµετωπίζει ίσως την κρισιµότερη από τις πολλές κρίσιµες προκλήσεις κατά τη διάρκεια της πρόσφατης ιστορίας της. Καλείται να αποδείξει την αποτελεσµατικότητά της, στον απολύτως «ευµετάβλητο» κόσµο που µας περιβάλλει, που αλλάζουν όλα, αναλύοντας τη νέα εποχή µε τις πολυεπίπεδες βαθιές και συνολικές µεταβολές, όπως είναι αυτές, µιας ολικής µεταµόρφωσης, που συνέβησαν πολύ λίγες φορές στον κόσµο. Είναι ορατά τα δεδοµένα σήµερα, για µία τέτοια σαρωτική µεταβολή στην όψη του κόσµου.
Είναι εποµένως, επείγουσα η ανάλυση της νέας εποχής, µε σαφή προϋπόθεση ένα πολιτικό προγραµµατικό µανιφέστο, ιδεολογικά και πολιτικά µάχιµο, που θα δίνει προτεραιότητα στο Κοινωνικό Κράτος και στην αναδιανοµή, που την ορίζουν, και όχι στην ανάπτυξη (συγκέντρωση πλούτου στους πολύ λίγους, µε κραυγαλέο παράδειγµα το Ταµείο Ανάκαµψης και Ανθεκτικότητας, αύξηση εσόδων µέσω της προοδευτικής φορολογίας) που εντείνει τις ανισότητες. Με αυτόν τον τρόπο και µέσω µίας νέας συµµαχίας µε τα µεσαία στρώµατα, η καθοδική κοινωνική κινητικότητα να γίνει και πάλι όπως κάποτε ανοδική. Αυτό που σήµερα διακοινωνείται ως σταθερότητα είναι η υπόσχεση που έχει παγιωθεί ως ευοίωνη πίστη ότι τα πράγµατα δε θα γίνουν χειρότερα, όπως εκφοβιστικά προσπαθούν να πείσουν ότι θα γίνουν µε την αντιπολίτευση, χωρίς ωστόσο καµία υπόσχεση προσδοκίας ότι τα πράγµατα θα γίνουν καλύτερα. Άλλωστε στη χώρα µας ισχύει ένας ακόµη παραλογισµός: οι πολίτες ψηφίζοντας τιµωρούν τα κόµµατα της αντιπολίτευσης για την ανεπάρκειά τους και όχι τις κυβερνήσεις για τις πράξεις και παραλείψεις τους. Η απώλεια όµως της ελπίδας, ότι το αύριο θα είναι καλύτερο, είναι το τελευταίο στάδιο πριν από την παρακµή. Το ταξίδι αυτό, είναι µία ιστορική ευκαιρία για την Σοσιαλδηµοκρατία, να αντιστρέψει τη συνθήκη του αποθαρρηµένου και ηττοπαθούς κινήµατος, να επιστρέψει στον χώρο των ιδεών που πάντα µε πάθος υπερείχε, κερδίζοντας όχι µόνο τις ψήφους αλλά και το συναίσθηµα και τον νου των πολιτών στην προοπτική ενός κοινού οράµατος. Με αυτόν τον τρόπο, θα αποκτήσει και την επιπόθητη ιδεολογική ηγεµονία.
Στη διερώτηση, για το πόσο πιθανή είναι η επιτυχία του νέου ξεκινήµατος της Σοσιαλδηµοκρατικής πολιτικής περιπέτειας, απαντήσεις προφανείς δεν υπάρχουν. Ωστόσο, δύσκολα θα µπορούσαµε να φανταστούµε έναν κόσµο µε καλύτερους οιωνούς, για το επείγον, όσο ποτέ άλλοτε ταξίδι του µετασχηµατισµού της Σοσιαλδηµοκρατίας και της αναµόρφωσής της, φέρνοντάς την εγγύτερα στον στόχο του νέου ιδεολογικού της στίγµατος και των νέων οραµατισµών της. Άλλοι καλύτεροι οιωνοί, σ’ αυτόν τον κόσµο που µας έτυχε, δεν υπάρχουν, εποµένως ούτε άλλη αφετηρία γι’ αυτό το ταξίδι. Και το να µην ξεκινήσει το ταξίδι αυτό ή να µην ξεκινήσει χωρίς καθυστέρηση, αυτήν τη φορά δεν αποτελεί επιλογή. Θα µπορούσα να επισηµάνω επιπλέον ότι η αναβάθµιση του κύρους της εκλογικής διαδικασίας και ο πολιτικός πολιτισµός που αναδείχθηκε µέσα από αυτήν, αφύπνισε τις πολιτικές συνειδήσεις και κινητοποίησε αποστασιοποιηµένους µέχρι σήµερα ψηφοφόρους να φθάσουν στις κάλπες. Αυτό είναι µία µη αµφισήµαντη επιτυχία που την πιστώνεται το κίνηµα αλλά και όλοι οι υποψήφιοι, ιδίως όµως µία από αυτούς. Με την έννοια αυτή δεν υπάρχουν ηττηµένοι είναι όλοι νικητές.
Και να µην ξεχνιόµαστε ότι οι ρινόκεροι της αλληγορίας του Ευγένιου Ιονέσκο, παραµονεύουν πάντα, µε τη µορφή αυτήν τη φορά του αντισυστηµισµού και του συγγενούς λαϊκισµού, αφού η κρίση αντιπροσώπευσης και η απαξίωση του πολιτικού συστήµατος δηµιουργεί φυγόκεντρες τάσεις.
Πράγµατι, εύκολα µπορεί κανείς να αντιληφθεί, ότι η µόνη παρηγοριά που χρειάζεται ένα κόµµα, που παλινδροµεί σε δυσοίωνες καταστάσεις, είναι το γεγονός, ότι όπως φαίνεται «η ιστορία είναι ακόµα εδώ και µπορεί ακόµα να φτιαχτεί». ∆εν πρέπει να αφήσουµε να χαθεί το νόηµα αυτής της µεγάλης ευκαιρίας, που θα µπορούσε να καταστεί µοχλός ιστορικών ανατροπών. ∆ιαφορετικά, η Σοσιαλδηµοκρατία, εφόσον απολέσει την ευκαιρία, γι’ αυτήν την τελευταία της αφετηρία, δε θα θεωρείται πλέον ούτε επικείµενη αλλά ούτε και αναπόδραστη.
*Η Αικατερίνη Μπέζα – Τσουρουπάκη, είναι τ. συµβολαιογράφος